Δημόσιο χρέος: Πόσο μεγάλο είναι το πολύ μεγάλο;

Αν και το μέγεθος του δημόσιου χρέους είναι σημαντικό, η βιωσιμότητά του εξαρτάται και από το επιτόκιο που πληρώνει η χώρα, για το εν λόγω χρέος

Το δημόσιο χρέος στις ανεπτυγμένες χώρες αυξήθηκε την περίοδο 2007-2012 από 53% κατά μέσο όρο, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) στο 80%, ενώ η τάση είναι ανοδική, λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που συνεχίζουν να υφίστανται. Η χρηματοπιστωτική κρίση

στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2007 και η κρίση χρέους που ακολούθησε στην Ευρώπη και ακόμα συνεχίζεται, ήταν οι κύριοι λόγοι που το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε σχεδόν όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Βασικά, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να δανειστούν πολλά χρήματα για να αντιμετωπίσουν την τραπεζική κρίση και την ύφεση στην οικονομία.

Στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 25% στο 127% του ΑΕΠ, επειδή η κυβέρνηση αγόρασε τράπεζες και επένδυσε σε μια «κακή» τράπεζα, τη λεγόμενη NAMA (National Asset Management Agency), η οποία αγόρασε τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών στο 50% της ονομαστικής τους αξίας για να τα διαχειριστεί σε βάθος χρόνου. Το ίδιο έπραξαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Trouble Asset Relief Program), η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες. Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι, πέρα από την κακή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, η αύξηση των κόκκινων δανείων αύξησε το δημόσιο χρέος σε μη βιώσιμα επίπεδα για πολλές χώρες, Ιρλανδία, Κύπρο, Ισπανία κ.λπ. Το ερώτημα που προκύπτει όμως είναι, «πόσο μεγάλο χρέος είναι πολύ μεγάλο» (how much is too much).

Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, έχει δημόσιο χρέος 227% του ΑΕΠ, ενώ η Λετονία 14% του ΑΕΠ, η Ελλάδα έχει δείκτη χρέους 175% του ΑΕΠ και η Κύπρος 117%. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεωρεί ότι όταν το χρέος υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ, είναι μη βιώσιμο σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Οι πλείστες ευρωπαϊκές χώρες έχουν δείκτη χρέους γύρω από 80% μέχρι 90% του ΑΕΠ. Η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης έχει θέσει ως ανώτατο όριο για το χρέος το 60% του ΑΕΠ και τυχόν έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ. Αν κάποιος από τους δείκτες ξεφύγει από τα όρια, τότε το κράτος-μέλος είναι αναγκασμένο να λάβει μέτρα, τα οποία να διορθώνουν το πρόβλημα σε βάθος χρόνου. Οι χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος είναι υποχρεωμένες να το μειώνουν κατά 5% ετησίως, είτε με μείωση των δαπανών, είτε με αύξηση των εσόδων ή και τα δύο. Βεβαίως το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται και με την ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία αυξάνει το ΑΕΠ.

Αν και το μέγεθος του δημόσιου χρέους είναι σημαντικό, η βιωσιμότητά του εξαρτάται και από το επιτόκιο που πληρώνει η χώρα, για το εν λόγω χρέος. Αν το μεσοσταθμικό επιτόκιο είναι 2% αντί 4%, τότε το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι το μισό. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό για μια χώρα να δανείζεται με χαμηλό επιτόκιο για να πληρώνει λιγότερα σε τόκους και να διαθέτει περισσότερα για ανάπτυξη. Για να μπορεί μια χώρα να δανείζεται με χαμηλό επιτόκιο θα πρέπει να έχει νοικοκυρεμένα δημόσια οικονομικά, δηλαδή να μην ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει, διαχρονικά.

ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ
Οικονομολόγος, βουλευτής Κερύνειας

Keywords
Τυχαία Θέματα