Ευθύνες στον Κάμερον για την αναρχία στη Λιβύη

Δριμεία κριτική στον μέχρι πρότινος Πρωθυπουργό της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον ασκεί έκθεση της βρετανικής κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, για την απόφαση συμμετοχής της χώρας στη στρατιωτική επέμβαση κατά του συνταγματάρχη Καντάφι στη Λιβύη, τον Μάρτιο του 2011.

Η Επιτροπή κατηγορεί τον κ. Κάμερον για έλλειψη συνεκτικής στρατηγικής, σημειώνοντας ότι η επέμβαση δεν είχε βασιστεί σε «ακριβείς πληροφορίες

ασφαλείας». Παράλληλα, τα μέλη της Επιτροπής εκτιμούν ότι η επέμβαση οδήγησε στην εξάπλωση του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους στη βόρεια Αφρική.

Η βρετανική κυβέρνηση αντέδρασε λέγοντας ότι η απόφαση επέμβασης στη Λιβύη ήταν διεθνής, είχε ζητηθεί από τον Αραβικό Σύνδεσμο και κινούταν εντός των ορίων εξουσιοδότησης από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Ο υπό τη Βρετανία και Γαλλία διεθνής συνασπισμός πραγματοποίησε επιθέσεις από αέρος και με πυραύλους κατά δυνάμεων του Μουαμάρ Καντάφι μετά από την απειλή του να επιτεθεί κατά των ανταρτών στη Βεγγάζη.

Ωστόσο, μετά από την ανατροπή του επί δεκαετίες ηγέτη της Λιβύης, η βορειοαφρικανική χώρα βυθίστηκε στη βία, με αντιμαχόμενες κυβερνήσεις και εκατοντάδες διαφορετικές πολιτοφυλακές και ένοπλες οργανώσεις να προκαλούν αστάθεια και χάος. Έκτοτε, το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος απέκτησε σταθερή βάση στη χώρα, με προπύργιο τη γενέτειρα του Καντάφι, Σύρτη, στα μεσογειακά παράλια.

Η Επιτροπή, που θεωρεί ως υπεύθυνο για την ανεπαρκή στρατηγική στη Λιβύη τον κ. Κάμερον ως επικεφαλής του βρετανικού Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, τονίζει ότι η πιθανότητα απόπειρας ένοπλων εξτρεμιστικών ομάδων να εκμεταλλευτούν το κενό εξουσίας που θα προέκυπτε μετά από την ανατροπή Καντάφι, όφειλε να είχε προβλεφθεί από τη βρετανική κυβέρνηση.

Στην έκθεση σημειώνεται επίσης ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ενδελεχούς ανάλυσης από τη βρετανική πλευρά της φύσης και των διαφορετικών κινήτρων των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων στη Λιβύη. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «η βρετανική στρατηγική βασίστηκε σε λανθασμένες υποθέσεις και σε μία ατελή κατανόηση των αποδείξεων».

Οι βουλευτές-μέλη της Επιτροπής σχολιάζουν ότι «η περιορισμένη επέμβαση για την προστασία πολιτών διολίσθησε προς μία οπορτουνιστική πολιτική αλλαγής του καθεστώτος». Αυτή η αλλαγή τακτικής, μάλιστα, δε στηρίχθηκε σε μία συνολική στρατηγική υποστήριξης και διαμόρφωσης της Λιβύης στη μετά-Καντάφι εποχή.

Το συμπέρασμα της Επιτροπής είναι ότι η πολιτική συνεννόηση αντί της στρατιωτικής επέμβασης ίσως να είχε εξασφαλίσει την προστασία των πολιτών, την αλλαγή του καθεστώτος και τη μεταρρύθμιση της χώρας με μικρότερο κόστος, τόσο για τη Βρετανία όσο και για τη Λιβύη. Μεταξύ των δυνητικών πολιτικών επιλογών που πιστεύεται ότι υπήρχαν γίνεται αναφορά στις επαφές του πρώην Πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ με τον Καντάφι. «Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη στρατιωτική επέμβαση», σημειώνεται στην έκθεση.

Μιλώντας ενώπιον των βουλευτών τον περασμένο Ιανουάριο, ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε υπερασπιστεί την απόφαση της κυβέρνησής του, λέγοντας ότι η επέμβαση ήταν αναγκαία, καθώς ο Καντάφι «πίεζε τους κατοίκους της Βεγγάζης και απειλούσε να πυροβολήσει τον ίδιο του τον λαό σαν αρουραίους».

Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι η κυβέρνηση «απέτυχε να αναγνωρίσει ότι η ρητορική για την απειλή προς τους αμάχους ήταν υπερβολική».

Υπενθυμίζεται ότι τον Απρίλιο ο Αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα επισήμανε την ανεπαρκή προετοιμασία για την αντιμετώπιση των δεδομένων στη Λιβύη μετά από την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι ως το μεγαλύτερο λάθος της προεδρίας του, αν και η στρατιωτική επέμβαση κατά τη γνώμη του ήταν σωστή.

Είχε δε επικρίνει τον Ντέιβιντ Κάμερον, σχολιάζοντας πως η προσοχή του τότε Βρετανού Πρωθυπουργού είχε «αποσπαστεί» από τη Λιβύη μετά από την επέμβαση.

Πηγή: ΚΥΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα