Η κατάσταση στην Καταλονία και οι λύσεις της

Με τις σχέσεις των κυβερνήσεων της Ισπανίας και της Καταλονίας να οδηγούνται στα άκρα, ιδίως μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι ότι προτίθεται να ενεργοποιήσει το Άρθρο 155 του Συντάγματος και του Καταλανού προέδρου Κάρλες Πουτζντεμόν να απειλεί να ανακηρύξει μονομερώς την ανεξαρτησία σε περίπτωση που τεθούν εν ισχύι οι μηχανισμοί του Άρθρου, οι φωνές για μία τρίτη λύση, που θα προκύψει μέσα από τον διάλογο, την αναγνώριση και την ομοσπονδοποίηση, ζητούν να ακουσθούν.

Στο στρατόπεδο όσων προτάσσουν τον διάλογο

και τη λύση της συνύπαρξης μέσα από τη χορήγηση περισσότερης αυτοκυβέρνησης στην Καταλονία, επί τη βάσει της συνταγματικής τροποποίησης που θα αναγνωρίζει τον ομοσπονδιακό και πολυεθνικό χαρακτήρα της Ισπανίας, τάσσεται και το κόμμα της Πρωτοβουλίας των Καταλανών Πρασίνων (ICV). Ο συντονιστής των ευρωπαϊκών και διεθνών υποθέσεων του ICV Λιουΐς Καμπρουβί, περιγράφει σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στον Γιώργη-Βύρωνα Δάβο τις πολιτικές και κοινωνικές παραμέτρους που ανοίγονται στην Καταλονία και υπογραμμίζει την ανάγκη μίας διεξόδου μέσα από τον διάλογο. Ακολουθεί η παρέμβασή του Λιουΐς Καμπρουβί.

«Η κατάσταση στην Καταλονία και οι λύσεις της»

Η ενεστώσα κατάσταση στην Καταλονία οφείλεται στον συνδυασμό πολλών παραγόντων: η τροποποίηση από το Συνταγματικό Δικαστήριο το 2010 ενός Καθεστώτος Αυτονομίας της Καταλονίας, που ήδη είχε επικυρωθεί από την κοινωνία των πολιτών. Η απροθυμία του Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ) να διερευνήσει την πιθανότητα μίας λύσης, προς μεγάλη απογοήτευση των Καταλανών. Η ώθηση έως τη βαθιά οικονομική κρίση των εθνικών υστερήσεων. Και τέλος η μονομερής κοινοβουλευτική πλειοψηφία της πλευράς που ζητεί ανεξαρτησία (που όμως δεν μεταφράζεται σε κοινωνική πλειοψηφία). Εν πάση περιπτώσει όμως, τούτη η διένεξη επ’ ουδενί θα πρέπει να θεωρηθεί πως αποτελεί μία σύγκρουση μεταξύ Καταλωνίας και Ισπανίας, διότι αμφότερες οι πλευρές είναι πολυσυλλεκτικές ως κοινωνίες. Επίσης, η παρούσα διένεξη αποτελεί κι ένα καλό μέτρο για τις εσωτερικές εξελίξεις και μετασχηματισμούς στην ίδια την καταλανική κοινωνία.

Η αδυναμία επίλυσης της πολιτικής σύγκρουσης μέσα από διαπραγματεύσεις και μία συμφωνία, συνέβαλε στην διόγκωση της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης έως την παρούσα κατάσταση. Αμφότερες οι κυβερνήσεις (η ισπανική και η καταλανική) φέρουν ισομερώς την ευθύνη για τα όσα συμβαίνουν. Τούτη την ώρα αναλώνονται στην αλληλοεκτόξευση απειλών, οι οποίες δύνανται να έχουν ζοφερές επιπτώσεις στην οικονομία, την κοινωνία, τη συνύπαρξη. Η καταλανική κυβέρνηση αρνείται την ισχύουσα συνταγματική νομιμότητα και απειλεί με τη μονομερή διακήρυξη της ανεξαρτησίας (DUI), για την οποία όμως δεν διαθέτει καμία νομιμοποίηση, αλλά ούτε και την ικανότητα να την ενεργοποιήσει και να τη θέσει εν ισχύι. Από την πλευρά της, η ισπανική κυβέρνηση έχει δρομολογήσει τις διαδικασίες για την εφαρμογή του Άρθρου 155 του Συντάγματος (που τής επιτρέπει να αναλάβει αυτή ορισμένες από τις λειτουργίες και δικαιοδοσίες της καταλανικής αυτοδιακυβέρνησης, σε περίπτωση που οι καταλανικές αρχές δεν συναινέσουν στη συνταγματική νομιμότητα). Την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου (όταν θα αποφασίσει σχετικώς η Γερουσία), οι εξελίξεις ενδέχεται να επιταχυνθούν και προς τις δύο κατευθύνσεις.

Η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη όσον αφορά την απόλυτη ανάγκη να εξευρεθούν λύσεις, που θα βοηθούσαν να εισέλθουμε σε ένα άγνωστο και συνάμα πολύ επικίνδυνο πολιτικό πεδίο και σε μία εκτός ελέγχου πιθανή σύγκρουση. Δύο ανησυχητικά στοιχεία θα πρέπει να απασχολήσουν κυρίως την προβληματική μας: η συνύπαρξη και η οικονομία. Υπάρχει σε επικίνδυνα επίπεδα μία ένταση στη συνύπαρξη μέσα στην καταλανική κοινωνία. Ενώ στο οικονομικό πεδίο, πολλές επιχειρήσεις έχουν αρχίσει, λόγω της αβεβαιότητας και της αστάθειας, να μεταφέρουν την έδρα τους και να παγώνουν τις επενδύσεις, κάτι που μπορεί να προκαλέσει μία ακολουθία μη αναστρέψιμης φυγής των στοιχείων και των τομέων με τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, ερημοποιώντας τη γεωγραφία της καταλανικής παραγωγικότητας.

Επειγόντως, κάθε πολιτική δραστηριότητα των κοινωνικών και πολιτικών φορέων στην Καταλονία και στην υπόλοιπη Ισπανία θα πρέπει να στραφεί προς την αποκλιμάκωση της έντασης και στη μείωση του επιπέδου της σύγκρουσης, καταβάλλοντας μία προσπάθεια να βρεθούν δίοδοι πολιτικού διαλόγου μεταξύ όλων των πλευρών. Ενός διαλόγου που θα ήταν δυνατόν να παραχθεί στο εσωτερικό των πολυσυλλεκτικών Κοινοβουλίων και των δύο πλευρών. Ένας διάλογος που κατά πρώτον θα πρέπει να κατανοήσει τους λόγους και τις νομιμοποιήσεις της άλλης πλευράς και να διερευνήσουν συμφωνίες που θα μπορούν να είναι ικανοποιητικές. Και τούτο προτού αρχίσει να υλοποιείται η δίνη των αλληλο-απειλών της εφαρμογής του 155 και της DUI και τα πράγματα δυσκολέψουν.

Η καταλανική κοινωνία είναι πολύ διαφοροποιημένη ως προς το όραμά της για το εθνικό ζήτημα: ανάμεσα σε υποκειμενικές εθνικές ταυτότητες (σε γενικές γραμμές διττές) και στις προτιμήσεις του μοντέλου θεσμικής σύνδεσης μεταξύ Καταλονίας και Ισπανίας. Συνεπώς, στην Καταλονία υπάρχει ένας τρίτος τομέας (ανάμεσα στους δύο πόλους), που οφείλει η φωνή του να ακουσθεί περισσότερο. Είναι άνθρωποι που προτιμούν την ομοσπονδοποίηση με περισσότερη αυτοκυβέρνηση, απαλλαγμένης από κάθε εθνικιστική σύγκρουση, που θα επιδιώκει την εξομάλυνση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής και με βούληση να δημιουργήσει δεσμούς μεταξύ των δύο πόλων, προκειμένου να μην κατακερματισθεί η κοινωνία.

Η πολιτική λύση θα πρέπει να περάσει αναγκαστικά μέσα από μία συναινετική πολιτική συμφωνία, τόσο στο εσωτερικό της Καταλονίας όσο και με το υπόλοιπο κράτος, η οποία θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τη συντριπτική πλειοψηφία της καταλανικής κοινωνίας (της τάξεως του 75%). Το να συντάσσεται, να αποκρυσταλλώνεται και να αναμετράται η καταλανική κοινωνία ανάμεσα σε δύο τμήματα (υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας απέναντι στους πολέμιούς της) δεν αποτελεί λύση. Αυτό το νέο πολιτικό σύμφωνο, που θα διέπεται από την λογική της ομοσπονδοποίησης, θα πρέπει να περιλαμβάνει την αναγνώριση του πολυεθνικού χαρακτήρα της Ισπανίας, να προϋποθέτει τις καταλανικές ιδιαιτερότητες, να αποσαφηνίζει με καλύτερο τρόπο τη διανομή αρμοδιοτήτων και του συστήματος χρηματοδότησης και τη βελτίωση των επιπέδων αυτοκυβέρνησης.

Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να ενεργοποιηθούν δύο πολιτικοί μηχανισμοί: πρώτον, εκλογές στην Καταλονία που θα επικαιροποιήσουν την κομματική κατανομή, ιδίως έπειτα από την παρούσα υποβάθμιση και κατάρρευση του πολιτικού χάρτη. Και, δεύτερον, να ανοίξει ο διάλογος για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στην Ισπανία.

Εν κατακλείδι, δεν θα πρέπει να γίνουν βήματα που θα καθιστούν μη αναστρέψιμη τη σύγκρουση, θα πρέπει να υπάρξει διάλογος και να αναζητηθεί μία νέα συμφωνία που θα προβλέπει ταυτόχρονα την ύπαρξη και την αναγνώριση της Καταλονίας εντός της Ισπανίας, η οποία συμφωνία θα δύναται να κυρωθεί μέσα από ένα δημοψήφισμα από τη μεγάλη πλειοψηφία της καταλανικής κοινωνίας.

Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα