Η ποινικοποίηση του εκφοβισμού και άλλες ψευδαισθήσεις επίλυσης του φαινομένου

Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί πλέον παγκόσμιο φαινόμενο, και αποτελεί ένα δυσάρεστο καθημερινό γεγονός που αναπτύσσεται σε σχολικά περιβάλλοντα. Εμφανίζεται στην πρώτη σχολική ηλικία, παρουσιάζει ένταση στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού και κορύφωση στην ηλικία 11-14 ετών. Σκοπός του (και αυτό που τον κάνει να διαφέρει από άλλα είδη πειραγμάτων) είναι η πρόκληση βλάβης και χαρακτηριστικό του η ανισορροπία στη δύναμη ανάμεσα στους θύτες και στα παιδιά-στόχους. Ο εκφοβισμός ως φαινόμενο ανέκαθεν υπήρχε, ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσε παράγοντα συστηματικής μελέτης, αφού η ραγδαία αύξησή του και οι έντονες και ριψοκίνδυνες μορφές που λαμβάνει, προβληματίζουν ιδιαίτερα.

Μελετώντας τις ανθρώπινες συμπεριφορές εντός μιας ομάδας, διαπιστώνουμε πως, όπου υπάρχουν άνθρωποι (σχολείο, εργασία, οικογένεια, παρέα) αποτελεί θέμα χρόνου να δημιουργηθούν διαφωνίες. Οι διαφωνίες εντός της ομάδας, όταν αναπτύσσονται κάτω από το συναίσθημα της ισότητας και του σεβασμού, μπορούν να εξελίξουν τα μέλη της, εμπλουτίζοντας τη σκέψη τους. Ο εκφοβισμός όμως, η επίμονη και άδικη σύγκρουση, αποτελεί ένα ριψοκίνδυνο φαινόμενο με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες.

Παρατηρώντας τα γεγονότα, διαπιστώνουμε τις «πυροσβεστικές» πρακτικές στις οποίες για ακόμη μια φορά καταφεύγουμε ως κοινωνία… μια κοινωνία που περιμένει ένα φαινόμενο να ξεφύγει, για να λάβει κάποια μέτρα. Το φαινόμενο, λοιπόν, του εκφοβισμού, έχει ξεφύγει! Όχι σήμερα, ούτε χθες, αλλά εδώ και αρκετό καιρό, με το πολιτικό σύστημα σήμερα, να αποφασίζει την ποινικοποίησή του.

Πώς διαφορετικά θα αντιλαμβανόμασταν αυτό το μέτρο, εάν δανειζόμασταν την υπόθεση ότι η ποινικοποίηση ίσως και να αποτελεί ένα σεντόνι που σκεπάζει το πρόβλημα… που δεν το εξαφανίζει, απλά το καλύπτει… που όμως αυτό το πρόβλημα συνεχίσει να είναι ζωντανό. Η ποινή – η τιμωρία, είτε χρηματική, είτε σε μορφή φυλάκισης, δεν είναι αρκετά ισχυρή μέθοδος ώστε να αλλάξει ριζικά συμπεριφορές σαν και αυτές. Ας πάρουμε για παράδειγμα το όριο ταχύτητας στους δρόμους της Κύπρου. Εάν πειραματικά απενεργοποιούνταν οι κάμερες και η αστυνόμευση, και οι οδηγοί το γνώριζαν αυτό, πολύ πιθανόν οι αυτοκινητόδρομοι να μετατρέπονταν σε πίστες μεγάλων ταχυτήτων.  

Εάν στοχεύουμε στην αλλαγή, στη ριζική μείωση μιας συμπεριφοράς, χρειάζεται να επενδύσουμε σε μεθόδους χειρισμού των παραγόντων που οδηγούν σε αυτή τη συμπεριφορά. Να δουλέψουμε με τους αιτιακούς παράγοντες επικινδυνότητας: Ποιες συμπεριφορές δηλαδή τα παιδιά παρατηρούν ως πρότυπα; Με ποιο τρόπο μαθαίνουμε τα παιδιά μας να διαχειρίζονται τις διαφωνίες τους με τα άλλα άτομα, να εξωτερικεύουν το θυμό τους και να ρυθμίζουν το συναίσθημά τους; Με ποιο τρόπο εμείς, τα ενήλικα πρότυπα των παιδιών, επικοινωνούμε μεταξύ μας, σχετιζόμαστε, αντιλαμβανόμαστε το διαφορετικό, συναισθανόμαστε; Κάθε πόσο και για πόσο τα παιδιά εκτίθενται στη βία, είτε μέσα από τα παιχνίδια που παίζουν, είτε μέσα από όλα όσα παρατηρούν και βιώνουν καθημερινά; … Αυτά μπορούν να φέρουν την αλλαγή! Η επένδυση στην πρόληψη. Και η πρόληψη γίνεται νωρίς. Στην ηλικία των τριών, των τεσσάρων, των πέντε… στα νηπιαγωγεία, στα σπίτια, στην κοινότητα. Σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Εάν δεν επενδύσουμε όμως στην πρόληψη, τότε αναγκαζόμαστε πλέον να προχωρήσουμε στη διαχείριση, όπου εκεί η αποτελεσματικότητά μας μειώνεται.

Και κάπως έτσι καταλήγουμε στην ποινικοποίηση. Μια λύση, που μας δίνει τη ψευδαίσθηση ότι «κάτι κάναμε»… Μια λύση όμως, που μπορεί να μετατρέψει τους θύτες σε ανήλικους παραβάτες, και τα παιδιά στόχους σε αιώνια θύματα… Που ίσως και να διαιωνίσει το φαινόμενο τελικά… Επειδή, όταν ο θύτης τιμωρηθεί, και επέλθει μια κάποια δικαιοσύνη, κανείς δεν θα έχει την ευκαιρία να αναπτύξει όλες εκείνες τις αναγκαίες δεξιότητες για να μην ξανακάνει ή να μην ξαναπάθει τα ίδια, παρά μόνο θα κουβαλάει τη βαριά ταμπέλα του θύτη ή του θύματος.

Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ότι η τιμωρία μιας άδικης και κακόβουλης συμπεριφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί μια ορθή πρακτική, αλλά, ότι δεν είναι πανάκεια. Και στην περίπτωση όπου η μοναδική μέθοδος διαχείρισης του εκφοβισμού είναι η ποινικοποίησή του, χωρίς την εφαρμογή άλλων προληπτικών και παρεμβατικών μέτρων που να στοχεύουν στην πραγματική αλλαγή, τα πράγματα μπορεί να γίνουν και χειρότερα…

Δρ Ιφιγένεια Στυλιανού

Κλινική/Εκπαιδευτική Ψυχολόγος

Keywords
Τυχαία Θέματα