Μελέτη:Μ'αυτούς τους τρόπους μπορεί να περιοριστεί ο πληθυσμός των λεοντόψαρων

Το γνωστό για την Κύπρο πλέον λεοντόψαρο άρχισε να εμφανίζεται σε μεγαλύτερη συχνότητα σε μέρη της Μεσογείου τα τελευταία χρόνια, απειλώντας το τοπικό οικοσύστημα και θέτοντας σε κίνδυνο τους ανθρώπους με τα αιχμηρά δηλητηριώδη αγκάθια του, αναφέρει δημοσίευμα της Guardian.

Ο Θαλάσσιος Βιολόγος, καθηγητής Jason Hall-Spencer, είδε για πρώτη φορά λεοντόψαρο στις ακτές της Κύπρου

το 2016. Εντούτοις, το συγκεκριμένο είδος, το οποίο έχει την δυνατότητα να παράγει περισσότερα από 2 εκατομμύρια αυγά τον χρόνο και δεν έχει άλλο θηρευτή στο νέο του περιβάλλον, έχει καταστεί γρήγορα κυρίαρχο. Ο Hall-Spencer, μιλώντας στην Guardian ανέφερε ότι «σε κάποια σημεία, με μια βουτιά έχω δει 40 (λεοντόψαρα)».

Για να σταματήσουν την αύξηση του αριθμού των λεοντόψαρων, ο Hall-Spencer μαζί με άλλους ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Plymouth και τη Marine and Environmental Research Lab στην Κύπρο δούλεψαν μαζί με ειδικά εκπαιδευμένους δύτες και συντόνισαν αγώνες αφαίρεσης λεοντόψαρων και αξιολόγησαν την αποτελεσματικότητα τους. Η συνεργασία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος RELIONMED.

Ο Hall-Spencer εξήγησε στην Guardian ότι «τα λεοντόψαρα εντοπίζονται σε ρηχά νερά όπου μπορείς να κολυμπήσεις- τα βλέπουμε σε βάθος ενός ή δύο μέτρων- και μπορούν να προκαλέσουν επώδυνα τσιμπήματα στους ανθρώπους, επειδή τα πτερύγιά τους περιέχουν δηλητήριο».

«Ενώ εντοπίζονται και σε ρηχά νερά, κατά κύριο λόγο συναντώνται σε πιο βαθιά νερά. Γι' αυτό τον λόγο συνιστούν περισσότερο απειλή για τους δύτες κυρίως σε ναυάγια και σπήλαια», ανέφερε στο ίδιο μέσο ο Περικλής Κλείτου, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Aquatic Conservation. «Καθώς εξαπλώνονται, ελπίζουμε ότι δεν θα εισβάλουν στις παράκτιες περιοχές, όπου υπάρχουν πολλοί τουρίστες»

Το πρόβλημα είναι ότι τα λεοντόψαρα προκαλούν περισσότερα προβλήματα από ένα επώδυνο τσίμπημα. Η εισβολή αυτού του είδους σε άλλα μέρη του κόσμου έδειξε ότι τα αχόρταγα αυτά ψάρια μπορούν να κυριαρχήσουν γρήγορα στις υφάλους και να μειώσουν σημαντικά την βιοποικιλότητα.

Πάντως, η μελέτη έδειξε ότι η απομάκρυνση των ψαριών έχει την δυνατότητα να βοηθήσει στον έλεγχο του πληθυσμού του.

Ο Hall-Spencer τόνισε ότι τα λεοντόψαρα εντοπίζονται σε προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές (MPA), που δημιουργήθηκαν για να προστατεύσουν τα αυτόχθονα είδη της Μεσογείου. «Ο ρόλος των προστατευόμενων θαλάσσιων περιοχών είναι να προστατεύουν αυτά τα είδη, τους παρέχουν καταφύγιο. Η εξάπλωση των χωροκατακτητικών λεοντόψαρων στις περιοχές αυτές είναι ανησυχητική».

Στη μελέτη, η ομάδα στα πλαίσια του προγράμματος LIFE RELIONMED διεξήγαγε πέντε αφαιρέσεις σε συνεργασία με ειδικά εκπαιδευμένους εθελοντές δύτες, οι οποίοι αιχμαλώτιζαν 35 με 119 λεοντόψαρα την κάθε μέρα. 

Η έρευνα περιελάβανε επίσης παρακολούθηση του πληθυσμού των λεοντόψαρων σε κάθε περιοχή μετά την αφαίρεσή τους. Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, η ταχύτητα εξάπλωσης των λεοντόψαρων μειώθηκε μετά τις αφαιρέσεις.

Οι ερευνητές εντοπίζουν την ανάγκη για μια πολυεπίπεδη προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης για ισχυρότερη προστασία κορυφαίων θηρευτών που μπορεί να τρέφονται με λεοντόψαρα, ενθάρρυνση της αλίευσής τους από τους ψαράδες και προώθηση του λεοντόψαρου στην αγορά ως ένα νόστιμο ψάρι με ιδιαίτερη θρεπτική αξία.

Πράγματι, οι τουρίστες στην Κύπρο μπορεί σύντομα να δουν τα λεοντόψαρα στο μενού. Έχουν ήδη ενταχθεί σε ψαραγορές και σε μερικά εστιατόρια. Καθώς η αγορά μεγαλώνει, υπάρχει ελπίδα ότι η αξία του θα αυξηθεί. Το πρόγραμμα RELIONMED συνεργάζεται επίσης με άλλες αγορές για την προώθηση της πώλησης κοσμημάτων από πτερύγια λεοντόψαρου.

«Λόγω της κλιματικής αλλαγής, αναμένεται ότι τα λεοντόψαρα θα εισβάλουν σε περιοχές της δυτικής Μεσογείου», ανέφερε ο Κλείτου, και με τα ψάρια αυτά να έχουν κατακλύσει μέρη της νοτιοανατολικής Μεσογείου, «ο μακροπρόθεσμος στόχος είναι να συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε την γνώση μας με τις γειτονικές χώρες».

Πρέπει επίσης να εργαστούμε για να αποτρέψουμε περαιτέρω εισβολές, εξήγησε ο Hall-Spencer. Περιέγραψε το Σουέζ ως «κομμένη αρτηρία» που «αιμορραγεί όλα αυτά τα ψάρια και άλλα είδη, συμπεριλαμβανομένων ιών και βακτηρίων, στη Μεσόγειο».

«Αυτό που πρέπει πραγματικά να συμβεί είναι κάποιου είδους έλεγχος βιοασφάλειας», πρόσθεσε και πρότεινε τη χρήση εγκαταστάσεων αφαλάτωσης που θα παράγουν πολύ αλμυρά λύματα που θα εκρέονται στο κανάλι του Σουέζ ώστε να αποτελούν φυσικό εμπόδιο για την είσοδο των ειδών στη Μεσόγειο. «Νομίζω ότι θα χρειαστεί διεθνής συντονισμός και μια διεθνής χρηματοδότηση για να επιτευχθεί αυτή η βιοασφάλεια», ανέφερε καταληκτικά.

H επιστημονική μελέτη που αναφέρετε το περιοδικό Guardian είναι διαθέσιμη στο https://doi.org/10.1002/aqc.3669

Keywords
Τυχαία Θέματα
Μελέτη Μaposαυτούς,meleti maposaftous