Οι άνθρωποι που μιλάνε δυο διαλέκτους έχουν πλεονεκτήματα

Τα παιδιά που μιλάνε δύο διαλέκτους - δύο στενά συνδεδεμένες μορφές της ίδιας γλώσσας - μπορεί να παρουσιάζουν τα ίδια γνωστικά πλεονεκτήματα, όπως αυτά που διάφορες μελέτες κατέδειξαν σε σχέση με τα πολύγλωσσα παιδιά που μιλούν δύο ή περισσότερες ουσιωδώς διαφορετικές γλώσσες (όπως τα Ελληνικά και τα Αγγλικά), σύμφωνα με έρευνα του University of Cambridge σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κύπρου.

H έρευνα δείχνει ότι το να μιλάς δύο διαλέκτους δεν είναι

μειονέκτημα όπως νομίζουν μερικοί. Αντιθέτως, φαίνεται ότι οι διδιαλεκτικοί ομιλητές έχουν όλα τα πλεονεκτήματα που έχουν και οι δίγλωσσοι ομιλητές σε σύνθετες γνωστικές διαδικασίες (π.χ. μνήμη, προσοχή, γνωστική ευελιξία κ.α.) σε αντίθεση με ανθρώπους που δεν μιλούν μια δεύτερη γλώσσα ή διάλεκτο.

Οι Ελληνοκύπριοι είναι διδιαλεκτικοί ομιλητές δύο στενά συνδεδεμένων ποικιλιών της ίδιας γλώσσας. Τα νέα ευρήματα για τον διδιαλεκτισμό δημοσιεύτηκαν στο διεθνούς κύρους επιστημονικό περιοδικό Cognition, μετά από έρευνα που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Cambridge, του Πανεπιστημίου Κύπρου και του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου.

Παρά το γεγονός, σημειώνεται, ότι αυτό το θέμα αποτελεί ένα ζήτημα συνεχούς ακαδημαϊκής μελέτης, πολλές έρευνες μέχρι σήμερα καταδεικνύουν μια θετική γνωστική επίδραση για τα πολύγλωσσα παιδιά σε σύγκριση με τα παιδιά που μιλούν μόνο μία γλώσσα. Το αποτέλεσμα εκδηλώνεται συνήθως στους τομείς της προσοχής, γνωστική ευελιξίας και της ικανότητας να αναστέλλουν άσχετες πληροφορίες. Μάλιστα ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα πλεονεκτήματα της διγλωσσίας είναι εμφανή σε όλες τις ηλικίες. Ωστόσο, μέχρι σήμερα ελάχιστη έρευνα έχει επικεντρωθεί στα παιδιά που μιλούν δύο διαλέκτους που μπορεί να διαχωριστούν μόνο από λεπτές γλωσσικές διαφορές.

Ο Καθηγητής Κλεάνθης Κ. Grohmann (Πανεπιστήμιο Κύπρου), μαζί με τη Δρα Μαρία Kambanaros (Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου), καθώς και τους Δρα Κυριάκο Αντωνίου και Δρα Ναπολέοντα Κάτσο (Πανεπιστήμιο του Cambridge), μελέτησαν τη γνωστική επίδοση των παιδιών που μεγαλώνουν μιλώντας την κυπριακή ελληνική και την κοινή νεοελληνική- δύο ποικιλίες της ελληνικής που είναι στενά συνδεδεμένες, αλλά διαφέρουν σε λεξιλόγιο, προφορά και γραμματική.

Η μελέτη έδειξε ότι τα πολύγλωσσα και διδιαλεκτικά παιδιά παρουσίασαν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τα μονόγλωσσα παιδιά, που ήταν εμφανές σε σύνθετες γνωστικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών της μνήμης, της προσοχής, και της γνωστικής ευελιξίας.

Αυτό υποδηλώνει, σημειώνεται, ότι τα πλεονεκτήματα που έχουν αναφερθεί σε προηγούμενες μελέτες για τα πολύγλωσσα παιδιά είναι πιθανόν τα ίδια με αυτά των παιδιών που μιλούν δύο ή περισσότερες διαλέκτους.

O Καθηγητής Κλεάνθης Κ. Grohmann, από το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών και Διευθυντής του Cyprus Acquisition Team (CAT) στο Πανεπιστήμιο Κύπρου δήλωσε ότι «η μελέτη μας προσφέρει την πρώτη απόδειξη ότι το πλεονέκτημα της πολυγλωσσίας εντοπίζεται επίσης σε ομιλητές πολύ στενά συνδεδεμένων ποικιλιών, ακόμα και διαλέκτων της ίδιας γλώσσας».

Ένα τέτοιο αποτέλεσμα, πρόσθεσε, «θα ήταν ενδιαφέρον για τη δημιουργία εκπαιδευτικών πολιτικών και προγραμμάτων σε πολλές χώρες όπου οι περιφερειακές ποικιλίες ή διάλεκτοι συχνά στιγματίζονται. Δεν υπάρχει τίποτα κακό ή κοινωνικά κατακριτέο στη χρήση μιας διαλέκτου ή μιας μη πρότυπης γλωσσικής ποικιλίας — το ακριβώς αντίθετο μάλιστα, σε συνδυασμό με την καλή εκπαίδευση στην επίσημη ή πρότυπη γλώσσα, αυτή η χρήση μπορεί να ενισχύσει άλλες γνωστικές ικανότητες του παιδιού».

Όπως δήλωσε ο Καθηγητής Grohmann «στο CAT, δημιουργούμε μια ολοκληρωμένη ερευνητική ατζέντα για την εκμάθηση πρώτης γλώσσας, την τυπική και μη τυπική ανάπτυξη της γλώσσας, τις αναπτυξιακές διαταραχές, τις γενετικές και επίκτητες διαταραχές του λόγου, καθώς και μια ευρεία περιγραφή της γραμματικής της κυπριακής ελληνικής, όπως αυτή εμφανίζεται σε ενήλικους ομιλητές».

Keywords
Τυχαία Θέματα