Παρουσιάστηκε στη Λεμεσό το βιβλίο του Μ.Σιζόπουλου «Κύπρος 1955-1974»

Την ελπίδα όπως το έργο για το φάκελο της Κύπρου γίνει προσβάσιμο και σημαντικά έγγραφα, που βρίσκονται στην Ελλάδα, δοθούν στους ερευνητές, εξέφρασαν η Επίτροπος Περιβάλλοντος Μαρία Παναγιώτου και ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Μαρίνος Σιζόπουλος, κατά την παρουσίαση την Πέμπτη του βιβλίου του Προέδρου του κόμματος, «Κύπρος 1955-1974, Πορεία μιας προδοσίας», στη Λεμεσό.

Η Επίτροπος

Παναγιώτου, χαιρετίζοντας την εκδήλωση, ως ιστορικός και ως ένα από τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής για τον φάκελο της Κύπρου, εξήρε την προσφορά του τότε Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τον φάκελο της Κύπρου, λέγοντας πως ο Μαρίνος Σιζόπουλος «ήταν για εμάς ο άνθρωπος που κρατούσε ένα μαγικό ραβδί και κατάφερνε να ξεπερνά όλα τα προβλήματα που βρίσκονταν απέναντι μας».

«Προβλήματα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν τροχοπέδη για το φάκελο της Κύπρου, όπως κλειστές πόρτες αρχείων, κρυμμένοι φάκελοι, μάρτυρες που δεν ήθελαν να μιλήσουν, κάποιοι που προσπαθούσαν να κατευθύνουν προς συγκεκριμένα συμπεράσματα την έρευνα και πολλά άλλα», συμπλήρωσε.

Το ότι ο φάκελος της Κύπρου κατάφερε να ολοκληρωθεί ως επιστημονικό και ερευνητικό έργο, συνέχισε, ήταν πάρα πολύ σημαντικό, «διότι πολλοί προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να παρεμποδίσουν την ολοκλήρωση του ή – ακόμη χειρότερα – να αμφισβητήσουν την μεθοδολογία και την αντικειμενικότητα με την οποίαν είχε συλληφθεί το αρχειακό υλικό, καθώς και το πόρισμα για τον φάκελο της Κύπρου, που εγκρίθηκε το 2011 και δημοσιεύθηκε αμέσως μετά».

Η Επίτροπος σημείωσε ακόμη πώς «η πολυμάθεια του Μαρίνου Σιζόπουλου, οδήγησε στο να είναι παραγωγικές όλες οι συναντήσεις που είχαμε μαζί του, ως επιστημονική ομάδα, καθώς η γνώση του αποτελούσε έναν ισχυρό καθοδηγητή των σημαντικών γεγονότων που χρειαζόταν να ψάξουμε, των λεπτομερειών που ενδεχομένως να μας διέφευγαν και να χάνονταν στο θόρυβο που έκαναν τα σημαντικά και γνωστά γεγονότα της περιόδου».

«Δημιουργήσαμε ένα εξειδικευμένο αρχείο, για την περίοδο 1967-1974, το οποίο δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί χωρίς τον Μαρίνο Σιζόπουλο, που ευχόμαστε, όταν γίνει προσβάσιμο, θα δώσει την ευκαιρία και σε άλλους ερευνητές  να αναδείξουν άγνωστες πτυχές της πιο μελανής αλλά ενδεχομένως και της πιο ενδιαφέρουσας ιστορίας της Κύπρου και ταυτόχρονα, να τεκμηριώσουν ή να ανατρέψουν απόψεις, θεωρίες και ερμηνείες», είπε η Επίτροπος Παναγιώτου. 

Την ίδια ώρα σημείωσε ότι το πόρισμα και το έργο για τον φάκελο της Κύπρου, έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει επισταμένα η έρευνα για τη δεκαετία 1960-1970 και πως, «με τη δική του πρωτοβουλία, ο Μαρίνος Σιζόπουλος επέτρεψε να ξεκινήσει και επίσημα η πανδημία της ιστορικής μελέτης της περιόδου αυτής».

«Μέσα σε αυτή την πανδημία γεννήθηκε και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα, η καινοτομία του οποίου έγκειται στη συνοπτική μεν, διαφωτιστική δε, προβολή των γεγονότων, αλλά κυρίως των λόγων και των αιτιών που οδηγηθήκαμε στα όσα κορυφώθηκαν το 1974», συμπλήρωσε.

Η κ. Παναγιώτου υπογράμμισε ότι το υλικό που έχει συγκεντρωθεί, «επιβάλλεται να είναι προσβάσιμο στους ερευνητές, είτε εντός της βιβλιοθήκης της Βουλής των Αντιπροσώπων, είτε μέσω του Πανεπιστημίου Κύπρου, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσει να γίνει κατανοητή η σπουδαιότητα του».

Εξέφρασε ακόμη την εκτίμηση πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επαναπατριστεί το αρχείο της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοίκησης Αμύνης Κύπρου (ΑΣΔΑΚ) «που πολλές φορές ζητήσαμε αλλά ουδείς άκουσε» και ευχήθηκε όπως «το έργο για το φάκελο της Κύπρου αξιοποιηθεί προς όφελος του λαού της Κύπρου, ο οποίος δικαιούται να έχει πρόσβαση στην αλήθεια και στα όσα πραγματικά έγιναν την περίοδο 1967-1974».

Πρέπει να φωτίσουμε αυτήν την περίοδο με αντικειμενικότητα και όχι υποκειμενισμό, ανέφερε από την πλευρά του ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ, προσθέτοντας ότι το βιβλίο, «Κύπρος 1955-1974, πορεία μιας προδοσίας», το πρώτο από συνολικά τέσσερα βιβλία, «είναι μια παρακαταθήκη για τις νέες γενιές».

Στο πρώτο βιβλίο, είπε ο κ. Σιζόπουλος, περιγράφονται οι στρατηγικοί στόχοι των εμπλεκομένων χωρών στο Κυπριακό, της Τουρκίας, της Μ.Βρετανίας, των ΗΠΑ και το πώς οι εκάστοτε ελληνικές Κυβερνήσεις αντιμετώπισαν αυτές τις καταστάσεις.

Το δεύτερο βιβλίο, συνέχισε, θα περιγράφει με λεπτομέρεια τα γεγονότα που εξελίχθηκαν από την έναρξη της τουρκανταρσίας, τον Δεκέμβριο του 1963 «που δεν ήταν διακοινοτικές συγκρούσεις, αλλά πραξικόπημα της Τουρκίας για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας», όπως είπε,  μέχρι και την αποχώρηση της ελληνική μεραρχίας, τον Ιανουάριο του 1968.

Το τρίτο βιβλίο, όπως είπε, θα καταγράφει και θα περιγράφει τα γεγονότα από τον Ιανουάριο του 1968, «που ήταν η εκκλησιαστική κρίση, οι πρώτες προεδρικές εκλογές, η παρουσία στην Κύπρο του Αλέξανδρου Παναγούλη, που σηματοδότησε τις μετέπειτα εξελίξεις – κάτι που μέχρι στιγμής δεν του δώσαμε ιδιαίτερη σημασία – η ίδρυση του Εθνικού Μετώπου, η δολοφονική απόπειρα και το σχέδιο πραξικοπήματος σε βάρος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τον Μάρτιο του 1970 και η δολοφονία του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη».

Το τέταρτο και τελευταίο βιβλίο, εξήγησε, θα περιγράφει τα γεγονότα ,από τον Αύγουστο του 1971, μετά την άφιξη του Γεώργιου Γρίβα στο νησί, την ίδρυση της ΕΟΚΑ Β’, το πραξικόπημα και την εισβολή του 1974.

«Σε αυτή την προσπάθεια, ο βασικός στόχος είναι, στη βάση αντικειμενικών δεδομένων και όχι υποκειμενισμού, να παραθέσουμε με κάθε δυνατή λεπτομέρεια τα γεγονότα που έλαβαν χώρα όλη αυτήν την περίοδο και οδήγησαν στην προδοσία του 1974», ανέφερε ο κ. Σιζόπουλος, προσθέτοντας ότι η συγγραφή είναι απόρροια δυο δεδομένων, το πώς ο ίδιος έζησε την τουρκανταρσία και την πορεία των γεγονότων μέχρι το 1974 και την εμπειρία του στην προεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τον φάκελο της Κύπρου, την περίοδο 2006-2011.

Πρόσθεσε ακόμη πως είχε την ευκαιρία να συνδυάσει τη βιωματική του εμπειρία, με την τεκμηρίωση, στη βάση αρκετών καταθέσεων από πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, αλλά και τη συλλογή ενός μεγάλου αριθμού εγγράφων, «τα οποία δεν χωρούν αμφισβήτησης».

Αναφερόμενος στο έργο για το φάκελο της Κύπρου, που προστατεύεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είπε πως αριθμεί πέραν των 450 χιλιάδων σελίδων από έγγραφα και καταθέσεις, που «δυστυχώς, παρά τη συστηματική προσπάθεια μου, από το 2011 μέχρι σήμερα, δεν έχουν γίνει κατορθωτό να δοθεί αυτό το υλικό στην πανεπιστημιακή κοινότητα, έτσι ώστε οι νέοι επιστήμονες να έχουν τη δυνατότητα να μελετήσουν αυτά τα γεγονότα, να συμπληρώσουν κάτι το οποίο εμείς αφήσαμε ως κενό, είτε, ενδεχομένως, να διορθώσουν κάτι που μπορεί να κάναμε λάθος, αλλά κυρίως να μπορέσει η νέα γενιά να αποτελέσει την συνέχεια της διαμόρφωσης μιας στρατηγικής και τακτικής όσον αφορά στο Κυπριακό και κυρίως στην προστασία του λαού μας».

Παράλληλα υπέδειξε ότι ο δεύτερος στόχος του, που παραμένει ανεκπλήρωτος είναι η εξασφάλιση σημαντικών αρχείων, που βρίσκονται στην Ελλάδα, για τα οποία «θα έπρεπε να ζητηθεί η δυνατότητα πρόσβασης και ένα από τα πιο σημαντικά είναι αυτό της ΑΣΔΑΚ, η οποία συστάθηκε το 1964 με την άφιξη της μεραρχίας στην Κύπρο, αλλά αυτό το αρχείο επιστράφηκε με την επιστροφή της μεραρχίας στην Ελλάδα».

«Αυτό το αρχείο είναι περιουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και γνωρίζω που υπάρχουν και συγκεκριμένα έγγραφα, για την Κύπρο, στην Ελλάδα και παρά το ότι έχω απευθυνθεί στους αρμόδιους της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία ανταπόκριση και ενέργεια», συμπλήρωσε.

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο κ.Σιζόπουλος παρουσίασε έγγραφα από το φάκελο της Κύπρου, που όπως είπε, «τεκμηριώνουν την αντικειμενικότητα του βιβλίου και αυτών που θα ακολουθήσουν».

Εξάλλου ο διευθυντής του Παττίχειου Δημοτικού Μουσείου και Ιστορικού Αρχείου Λεμεσού, Μίμης Σοφοκλέους υπέδειξε ότι η παρουσίαση του βιβλίου γίνεται σε μια σημαδιακή ημέρα, λίγο πριν ξημερώσει η 21η Απριλίου, μια μέρα που αποδείχθηκε από τις χειρότερες μέρες για την Κύπρο, με το πραξικόπημα στην Ελλάδα.

Αναλύοντας το πώς πρέπει κάποιος να μελετά την ιστορία και κυρίως το πώς πρέπει να την αξιοποιεί, ο κ.Σοφοκλέους είπε πως «εάν η ιστορία δίδασκε, εμείς οι Έλληνες θα ήμασταν ο πιο σοφός λαός του κόσμου και ατυχώς, όταν η ιστορία μπορεί να διδάξει, δεν βρίσκει μαθητές».

«Ο Μαρίνος Σιζόπουλος στο βιβλίο αυτό είναι αυτό που, στη δική μου θεωρητική προσέγγιση ιστορίας, ονομάζεται 'sο-bject' η ένωση του subject και του object, του υποκείμενου και του αντικειμένου, που όταν τα ενώσεις μπορεί να δημιουργήσεις ένα σύστημα μελέτης, σε ένα πλέγμα που είναι το πιο ασφαλές, γιατί δεν είσαι ένας απλώς ιστορικός ή μελετητής, αλλά ένας συγγραφέας», συμπλήρωσε.

Ανέφερε δε ότι το βιβλίο «Κύπρος 1955-1974, Πορεία μιας προδοσίας», «συνεξετάζοντας το με πολλά άλλα ντοκουμέντα,  με πολλές άλλες επιστήμες, από την ψυχολογία, την γενεαλογία και την οικονομία, θα δούμε ότι ο φάκελος της Κύπρου είναι ένα φαινόμενο πολυεδρικό και θέλει πολλούς επιστήμονες να μελετηθεί, διότι μόνο ο ιστορικός δεν είναι αρκετός».

Χαρακτήρισε ακόμη το βιβλίο του Μαρίνου Σιζόπουλου και γενικότερα την ίδια την ιστορία, ως το καθρεφτάκι σε ένα αυτοκίνητο που κάποιος χρειάζεται να βλέπει πίσω, ώστε να μπορεί να συνεχίζει στον προορισμό του.

«Χωρίς να κάνουμε ένα έλεγχο με τις ματιές μας πίσω και μπρός θα κτυπήσουμε», είπε και πρόσθεσε πως «καθόμαστε στο παρόν και όταν είμαστε ειλικρινείς και έτοιμοι και με αγάπη για τον τόπο, μπορούμε να προχωράμε, γιατί ελέγχουμε τον προορισμό μας».

Πηγή: ΚΥΠΕ
 

Keywords
Τυχαία Θέματα