Πολιτική μείωσης Ετήσιας Αξιολόγησης Δημοσίων Υπαλλήλων

Η αξιολόγηση των Δημοσίων Υπαλλήλων αναμένεται και επιβάλλεται, δυνάμει και των σχετικών Κανονισμών, απαρέγκλιτα, να είναι προϊόν αμιγώς αξιολογικών κριτηρίων και να μην είναι έξω από προσεγγίσεις αξιοκρατικής, αντικειμενικής και δίκαιης, εξατομικευμένης αξιολόγησης, ως επιτάσσει η αρχή της ισότητας και συναφώς αντικειμενικής προσωπικής ικανότητας εκτέλεσης των καθηκόντων τους και της αξίας τους, καθώς ο κάθε υπάλληλος θα πρέπει να αξιολογείται αποκλειστικά και μόνο κατά το λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητάς του, στα

πλαίσια της αρχής της επαγγελματικής σταδιοδρομίας εκάστου σύμφωνα με την προσωπική αξία και ικανότητά του και της αρχής της αξιοκρατίας, που αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου, της οποίας ειδικότερη όψη είναι η δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου μόνο κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας.

Επομένως, οποιαδήποτε πολιτική μείωσης Ετήσιας Αξιολόγησης, π.χ. για υπαλλήλους που μόλις έλαβαν προαγωγή, δοθέντος ότι η οποιαδήποτε «διοικητική πρακτική» ή «πολιτική» που αντιστρατεύεται το γράμμα του νόμου δεν δύναται να τύχει ισχύος και εφαρμογής, αποτελεί εξωγενή, αναξιοκρατικό και υποκειμενικά αυθαίρετο ενδοϋπηρεσιακό κανόνα σκοπιμότητας και όχι νομιμότητας, σύμφωνα με το Άρθρο 8 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99, κατάχρησης εξουσίας, σύμφωνα με το Άρθρο 48 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99, καθώς η κατάχρηση εξουσίας σημαίνει πρόθεση του διοικητικού οργάνου να καταστρατηγήσει τον νόμο (Α. Τάχος, Ελληνικό διοικητικό δίκαιο, 9η έκδ., 2008, σελ. 477) αλλά και έλλειψης αμεροληψίας και κράτους δικαίου, φαλκιδεύοντας, παραχαράσσοντας και διαστρεβλώνοντας την αυθεντική διαμόρφωση και απόδοση της εικόνας της καταλληλότητας, προσφοράς και ικανότητας των υπαλλήλων.

Αυτά, καθώς το σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αναδεικνύει τον καταλληλότερο υποψήφιο, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον (Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3Β Α.Α.Δ. 639) «Οι εμπιστευτικές εκθέσεις…σκοπό έχουν, μεταξύ άλλων, και την εκτίμηση και στάθμιση της αξίας των υπαλλήλων για την προσωπική μελλοντική τους ανέλιξη αλλά και βελτίωση της δημόσιας υπηρεσίας» (Χαραλαμπίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414) με τις Ετήσιες Εκθέσεις να αποτελούν αντικατοπτρισμό της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας με την οποία οι αξιολογούμενοι ασκούν τα καθήκοντά τους, ως μέτρου κρίσης της αξίας (Α. κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 3 Α.Α.Δ. 8, Σ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852).

Επίσης, η φυσιογνωμία τέτοιας πολιτικής μπορεί να παραβληθεί με τον μηχανισμό ποσοστώσεων ως προς τη μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας, ο οποίος, ορθά, επικρίθηκε ως αντισυνταγματικός, καθώς, ουσιαστικά, αποτελούσε επιλεκτική κατάταξη και όχι αξιολόγηση.

Σχετική και η Γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) επί του Σχεδίου Νόμου «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ- ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ-ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ Π.Δ. 318/1992 (Α’ 161)ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ» (Ν. 4650/2014) στην οποία, ως προς το θέμα της ποσόστωσης, έγινε αναφορά στον ατομικό και προσωπικό χαρακτήρα της αξιολόγησης, στα πλαίσια των αρχών της αξιοκρατίας και της ίσης μεταχείρισης:

«Άρθρο 19

Ανώτατα ποσοστά ανά κλίμα αξιολόγησης

Η ΟΚΕ θεωρεί ότι θα πρέπει να επανεξετασθεί το σύστημα των ποσοστώσεων, καθώς εκτός των όσων αναφέρθηκαν στη γενική Αξιολόγηση η εισαγωγή του τυχαίου στοιχείου στα κριτήρια επιμερισμού των ποσοστώσεων των αξιολογήσεων των υπαλλήλων μιας Γενικής Διευθύνσεως (δηλαδή της συνυπηρέτησης με περισσότερους ή και λιγότερους από την προβλεπομένη ποσόστωση ισάξιους με τον αξιολογούμενο υπαλλήλου), στρεβλώνει τον ατομικό και προσωπικό χαρακτήρα της αξιολόγησης αλλοιώνει την αρχή της αξιοκρατίας και παγίως δεν γίνεται δεκτό από την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Επίσης, η διαφοροποίηση της ποσόστωσης των προϊσταμένων από την ποσόστωση, που ισχύει για το υπόλοιπο προσωπικό, παραβιάζει επιπλέον και την αρχή της ίσης μεταχείρισης».

Συναφώς, σημειώνω ότι ομοούσια πρακτική, με καθορισμό ανώτατης βαθμολογίας, η οποία αφορούσε την Εκπαιδευτική Υπηρεσία, στηλιτεύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Χ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4A Α.Α.Δ. 504, Κ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4Γ Α.Α.Δ. 2067).

Tα σχόλια αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι αυτή του Sigmalive.com

Keywords
Τυχαία Θέματα