Τι είναι η «κακή τράπεζα» και πώς θα βοηθήσει στα ΜΕΔ

Πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό οι φωνές που κάνουν λόγο για τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας», προκειμένου να αντιμετωπιστεί επαρκώς το μείζον πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο βαρίδι για την κυπριακή οικονομία, μαζί με την ανεργία και το υψηλό χρέος.

Προσφάτως, τόσο η Διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Χρυστάλλα Γιωρκάτζη

όσο και ο Υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης, σε δημόσιες δηλώσεις τους, έχουν εκφραστεί θετικά απέναντι στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο.

Επίσης, από πλευράς τραπεζών, μιλώντας στην εκπομπή «Όλα στο φως» του Ράδιο Πρώτο, ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Τραπεζών Μιχάλης Καμμάς είχε δηλώσει ότι οι τράπεζες είναι έτοιμες να συζητήσουν οποιαδήποτε πρόταση κατατεθεί επισήμως, παρά το γεγονός ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι καθόλου απλό.

Την ίδια ώρα, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού σταθερότητας (ESM) δεν απέκλεισε μια τέτοια λύση για το πρόβλημα με τη χρήση κρατικού χρήματος, αρκεί αυτό να αποτελεί μέρος μιας συνολικής στρατηγικής και όχι απλώς ένα μεμονωμένο μέτρο.

Τι είναι, όμως, «κακή τράπεζα» και πόσο κακή είναι στην πραγματικότητα;

Ως «κακή τράπεζα» (bad bank) αναφέρεται ένας οργανισμός υπό τη μορφή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, το οποίο ιδρύεται από μία ή περισσότερες τράπεζες και σκοπό έχει να εξαγοράσει (σε τιμές αγοράς) όλα εκείνα τα προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τα οποία ενέχουν υψηλό ρίσκο, όπως, εν προκειμένω, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Στο μετοχικό κεφάλαιο μιας «κακής τράπεζας», μπορεί να συμμετάσχει και το κράτος.

Με τον τρόπο αυτό, οι τράπεζες «καθαρίζουν» τους ισολογισμούς τους από τα προβληματικά δάνεια, τα οποία δεν τους επιτρέπουν να αφοσιωθούν στις βασικές τους δραστηριότητες και να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, μέσω νέου δανεισμού, ενώ, παράλληλα, απαλλάσσονται από το συγκεκριμένο ρίσκο, σταθεροποιώντας την κατάσταση και την προοπτική τους.

Εν συνεχεία, η «κακή τράπεζα» θα επιχειρήσει να πωλήσει τα προβληματικά δάνεια προς διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι επιθυμούν την ανάληψη υψηλότερου ρίσκου, έναντι μεγαλύτερων αποδόσεων.

Σύμφωνα με άρθρο στον οικονομικό Τύπο του Σάββα Λιασή, η διεθνής εμπειρία από αγορές όπως η Σλοβενία, όπου δημιουργήθηκε μια κυβερνητικής ιδιοκτησίας κακή τράπεζα για να απορροφήσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τους ισολογισμούς των κρατικοποιημένων τραπεζών, υποδεικνύει ότι αυτή η διαδικασία επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα να επιστρέψουν σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας, να δανείσουν και συνάμα να αυξήσουν την επιστρεφόμενη αξία στον φορολογούμενο, όταν ιδιωτικοποιηθούν εκ νέου.

Όπως αναφέρει, το γεγονός ότι η κακή τράπεζα ανέλαβε τον ρόλο ως μεγαλύτερος πιστωτής, προσδίδει καθοδήγηση και συνοχή σε μια πολυσύνθετη διαδικασία, στην οποία συμμετέχει ένας μεγάλος αριθμός πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ταυτόχρονα, ξένο κεφάλαιο εισρέει στην οικονομία, δίνοντας νέα ώθηση στην αγορά ακινήτων και δίνοντας στο τραπεζικό σύστημα επιπλέον ρευστότητα.

Σημαντικότερο όλων, προκειμένου να αρχίσει μια αξιόπιστη λύση όσον αφορά στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μέσω μιας «κακής τράπεζας», είναι αυτή να έχει σαφέστατη δομή, χωρίς γκρίζες ζώνες, ώστε να μπορέσει να αρχίσει επίλυση του προβλήματος, χωρίς παράπλευρες επιβαρύνσεις, ούτε προς το κράτος ούτε προς τους δανειολήπτες.

Επίσης, σε περίπτωση συμμετοχής του κράτους στη δημιουργία μιας τέτοιας «τράπεζας», θα πρέπει να εξεταστεί αν το κεφάλαιο με το οποίο θα συνεισφέρει το κράτος, θα αυξήσει το δημόσιο χρέος και αν θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική σταθερότητα, η οποία μετά κόπων έχει επιτευχθεί.

Όσον αφορά στις επικρίσεις που δέχεται η χρήση της «κακής τράπεζας» ως μέσο αντιμετώπισης του προβλήματος, αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με τους ηθικούς κινδύνους. Συγκεκριμένα, τίθεται επί τάπητος ο κίνδυνος οι τράπεζες να ενθαρρυνθούν ώστε να αρχίσουν να αναλαμβάνουν αδικαιολόγητους κινδύνους, στους οποίους -στην πραγματικότητα- ενδεχομένως να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν, οδηγώντας ξανά το τραπεζικό σύστημα σε «αχαρτογράφητα νερά».

Keywords
Τυχαία Θέματα