Τοποθέτηση Λ. Κουρσουμπά για το νομοσχέδιο της ενιαίας εκπαίδευσης

Η ανάγκη για δημιουργία ενός σαφούς, ολοκληρωμένου και απαλλαγμένου από διακρίσεις νομικού πλαισίου για την ενιαία εκπαίδευση, όπως αυτή ορίζεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για Άτομα με Αναπηρία, αναδεικνύεται διαχρονικά, τόσο μέσα από τις συστάσεις της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και της Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, όσο και μέσα από τις Συστάσεις του Ευρωπαϊκού Φορέα.

Αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, στη Θέση της αναφορικά με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που προωθεί

το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού για μετάβαση στην ενιαία εκπαίδευση, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου της, η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Λήδα Κουρσουμπά.

«Έχω υποδείξει επανειλημμένα αυτή την ανάγκη, μέσα από Θέσεις και Εκθέσεις μου που δημοσιοποιήθηκαν κατά καιρούς. Προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, δεν μπορούν παρά να χαιρετίζονται ως σημαντικές και θετικές εξελίξεις. Ως εκ τούτου, καταρχάς, χαιρετίζω την προσπάθεια που καταβάλλει το Υπουργείο Παιδείας για τη διαμόρφωση νέας πολιτικής και επαναπροσδιορισμό της νομοθεσίας», προσθέτει.

Αναφέρει, επίσης, ότι οι διαπιστώσεις της εστιάζονται σε δύο άξονες: Στον σκοπό και τον προσδιορισμό της εξαγγελθείσας μεταρρύθμισης και στον προσανατολισμό προς την πορεία της ενιαίας εκπαίδευσης.

Σε σχέση με τον σκοπό και τον προσδιορισμό της εξαγγελθείσας μεταρρύθμισης, η Επίτροπος υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την εξαγγελία του Υπουργού, στις 18/10/2017, η διαβούλευση είχε τίτλο: «Διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής που να διέπει την εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρίες στο εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου» , ενώ στη συνέχεια, ο τίτλος διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει και παιδιά με «άλλες εκπαιδευτικές ανάγκες», ενώ διευκρινίστηκε ότι, «η υφιστάμενη νομοθεσία και οι πρακτικές που ακολουθούνται στον χώρο της εκπαίδευσης των παιδιών με ειδικές ανάγκες, παρά το ότι αναπροσαρμόστηκαν κατά καιρούς την τελευταία εικοσαετία, χρειάζονται αναθεώρηση», επομένως, σκοπός της μεταρρύθμισης ήταν η διαμόρφωση ενός νομικού πλαισίου «προς αντικατάσταση των περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμων του 1999 έως 2014».

Όπως σημειώνει, με τη συνδρομή των εμπειρογνωμόνων του Ευρωπαϊκού Φορέα, η αναθεώρηση της μεταρρύθμισης πήρε διαστάσεις «ενιαίας εκπαίδευσης», όχι απλά ως αντικατάσταση της «ειδικής εκπαίδευσης», αλλά ως διεύρυνση της αντίληψης για «παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης σε όλους», ώστε να συμπεριλάβει ισότιμες ευκαιρίες πρόσβασης στην εκπαίδευση για όλα τα παιδιά, με ειδικότερες ρυθμίσεις ως προς την άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν, κυρίως, οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.

«Παρόλο που, στην πορεία της διαβούλευσης, οι δύο πιο πάνω άξονες αντιμετωπίστηκαν από το ΥΠΠ ως μία συνεκτική οντότητα, εντούτοις, θεωρώ ότι δημιουργήθηκε μια ευδιάκριτη σύγχυση στους πολίτες και, ειδικότερα, σε όσους συμμετείχαν στη διαβούλευση (δηλαδή, κυρίως, οργανώσεις αναπήρων), εξαιτίας της «παρέκκλισης» του ΥΠΠ από τον αρχικά διατυπωμένο σκοπό («για παιδιά με αναπηρίες»). Περαιτέρω, αναμένω ότι, ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση, ενδεχομένως, να δημιουργηθεί σε άτομα ή/και οργανωμένα σύνολα που δεν συμμετείχαν στη διαβούλευση, είτε επειδή δεν κλήθηκαν είτε επειδή δεν είχαν αντιληφθεί ότι εμπίπτουν στο φάσμα των επηρεαζόμενων πολιτών, αφού θεώρησαν ότι ο αρχικός ορισμός της εξαγγελίας της μεταρρύθμισης δεν τους αφορούσε», προσθέτει.

Αυτό, συνεχίζει η Επίτροπος, είναι το κυριότερο πρόβλημα που εντοπίζει σε σχέση με τον προσδιορισμό του σκοπού της μεταρρύθμισης, το οποίο επηρεάζει και την υλοποίηση του δημόσιου διαλόγου, αφ’ ης στιγμής η διαβούλευση αρχικά αφορούσε «παιδιά με αναπηρίες» σε σχέση με την εκπαίδευσή τους, ενώ κατέληξε να ενσαρκωθεί σε νομοσχέδιο που αφορά «όλα τα παιδιά», σύμφωνα με τον ορισμό της ενιαίας εκπαίδευσης στο άρθρο 2(1) του νομοσχεδίου.

Η Επίτροπος, σε σχέση με τον προσανατολισμό του Υπουργείου Παιδείας προς την πορεία της ενιαίας εκπαίδευσης, αναφέρει ότι τόσο οι αρμόδιες Επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών (Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού και Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία), όσο και οι εμπειρογνώμονες του Ευρωπαϊκού Φορέα, κατέστησαν απόλυτα σαφή τον στόχο της μετάβασης στην ενιαία εκπαίδευση, καθορίζοντας ρητά ότι αυτό συνεπάγεται τη σταδιακή μεταφορά και φοίτηση όλων των παιδιών στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα.

«Επίσης, τονίζεται ότι όλα τα παιδιά, αλλά και, ειδικότερα, τα παιδιά με αναπηρία, θα πρέπει να εκφράζουν άποψη σε κάθε ζήτημα που τα αφορά και να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων», συμπληρώνει.

Αναφέρει, επιπρόσθετα, ότι το νομοσχέδιο με τίτλο «Ο περί Ενιαίας Εκπαίδευσης (Δομές Υποστήριξης) Νόμος του 2019 που τέθηκε ενώπιόν της, και το οποίο αποτελεί επιστέγασμα της διαβούλευσης του Υπουργείου Παιδείας, θα πρέπει, καταρχήν, να διαμορφωθεί με τρόπο που να αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα τις βασικές αρχές της ενιαίας εκπαίδευσης (δηλαδή να ανταποκρίνεται στη φιλοσοφία και τη δικαιωματική προσέγγιση των διεθνών Συμβάσεων που προαναφέρθηκαν) και να αποτελεί απόρροια των Συστάσεων του Ευρωπαϊκού Φορέα (ως ελάχιστη δεσμευτική προϋπόθεση), σύμφωνα με την εξαγγελία της μεταρρύθμισης.

Η Επίτροπος σημειώνει ότι το νομοσχέδιο από μόνο του, ως έχει παρουσιαστεί, δεν συνιστά αυτοτελές κείμενο που να μπορεί να επιφέρει την επιδιωκόμενη μεταρρύθμιση.

«Θεωρώ απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του την κατάρτιση και προώθηση και των σχετικών Κανονισμών, αφού από μόνος του ο Νόμος, ως Νόμος-πλαίσιο (framework law), είναι ανεφάρμοστος. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι το νομοσχέδιο δεν μπορεί να προωθηθεί χωρίς τους εφαρμοστικούς Κανονισμούς (implementing regulations). Διευκρινίζεται ότι, από απόψεως μεθοδολογίας, είναι απόλυτα θεμιτή η προσέγγιση ενός Νόμου-πλαισίου που να καθορίζει τις βασικές αρχές και γενικές ρυθμίσεις και ο οποίος να περιέχει τις αναγκαίες πρόνοιες (enabling provisions) για λεπτομερή ρύθμιση, με Κανονισμούς, των επιμέρους θεμάτων. Όμως, σε τέτοια περίπτωση, ο Νόμος-πλαίσιο και οι σχετικοί Κανονισμοί προωθούνται ταυτόχρονα», προσθέτει.

Η Επίτροπος αναφέρει, παράλληλα, ότι πρέπει να αποτυπωθεί πιο ξεκάθαρα η έννοια της ενιαίας εκπαίδευσης, ως η έννοια αυτή κατοχυρώνεται μέσα από τις προαναφερθείσες διεθνείς Συμβάσεις και τις Συστάσεις του Ευρωπαϊκού Φορέα.

«Οι έννοιες «φραγμοί μάθησης», «εύλογες προσαρμογές», «καθολικός σχεδιασμός» από τη μία παρουσιάζουν ελλείψεις συγκριτικά με τους αντίστοιχους νομικούς όρους και τη δικαιωματική προσέγγιση που πρέπει να υιοθετείται, ενώ, από την άλλη, εγείρονται ερωτηματικά αναφορικά με τη σιωπή του νομοσχεδίου, σχετικά με έννοιες όπως «προσβασιμότητα» και «διάκριση με βάση την αναπηρία» ή «διάκριση» με βάση άλλα προστατευόμενα χαρακτηριστικά. Δεν πρέπει να δίνεται η εντύπωση μιας στατικής κατηγοριοποίησης παιδιών βάσει του βαθμού στήριξης του οποίου χρήζουν. Αντίθετα, πρέπει να αποτυπώνεται η δυναμική ενός αναμορφωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, μέσα από ξεκάθαρους μηχανισμούς παρακολούθησης της εξελικτικής πορείας κάθε μαθητή στην ενιαία εκπαίδευση και να παρέχονται εγγυήσεις για τον σαφή προσδιορισμό των αναγκών κάθε μαθητή και για την έγκυρη αξιολόγηση της προόδου του», σημειώνει.

Όπως αναφέρει, η πρόταση για υιοθέτηση νομοθεσίας για την ενιαία εκπαίδευση ανεξάρτητα από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο που αφορά, γενικότερα, την εκπαίδευση (δημόσια και ιδιωτική σε όλες τις βαθμίδες), χωρίς οποιαδήποτε αναφορά ή παραπομπή στις υφιστάμενες νομοθεσίες και διασύνδεσή τους, εγείρει από μόνη της προβληματισμό ως προς την έννοια της ενιαίας εκπαίδευσης, αλλά και την αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου νομοσχεδίου.

Όπως σημειώνει, ο ηλικιακός περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του προτεινόμενου νομοσχεδίου, καθώς και η αναφορά σε βαθμίδες εκπαίδευσης από την προδημοτική και όχι από το νηπιαγωγείο ή και νωρίτερα (π.χ. άρθρο 2, «παιδί», «ενιαία εκπαίδευση»), εγείρει έντονο προβληματισμό αναφορικά με τη συμμόρφωση του Κράτους με τις Καταληκτικές Παρατηρήσεις των Επιτροπών των Ηνωμένων Εθνών (Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού και Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία) και τις Συστάσεις του Ευρωπαϊκού Φορέα για διασφάλιση της έγκαιρης παιδικής παρέμβασης και εκπαίδευσης, καθότι δεν καλύπτονται από το πεδίο του νομοσχεδίου παιδιά ηλικίας κάτω των τριών ετών.

«Αντίστοιχος προβληματισμός εγείρεται σχετικά με τον περιορισμό των δικαιωμάτων των γονέων, καθότι, αντίθετα προς τα προβλεπόμενα ακόμα και στον υφιστάμενο Ν.113(Ι)/1999 και τους Κανονισμούς 186/2001 ως έχουν τροποποιηθεί, στο νομοσχέδιο δεν προβλέπεται η συμμετοχή των γονέων με την παρουσία τους σε κάθε εξέταση, αξιολόγηση και συνεδρίαση που αφορά τα παιδιά τους (άρθρο 16) [παρόλο που αναφέρεται στο Επεξηγηματικό Σημείωμα ότι «οι απόψεις τους θα λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και λήψης απόφασης»]. Εντούτοις, στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι οι γονείς θα ενημερώνονται σχετικά με την επικείμενη αξιολόγηση και τα αποτελέσματά της, το δικαίωμα ένστασης, πρόσβασης στα δεδομένα, πληροφορίες και αξιολογήσεις που αφορούν στο παιδί τους ή και ότι θα δικαιούνται να προβαίνουν σε παραστάσεις και να προσκομίζουν στοιχεία και εισηγήσεις σχετικά με την αξιολόγηση και το πρόγραμμα εκπαίδευσης του παιδιού τους, χωρίς, όμως, να προβλέπεται δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη απόφασης», προσθέτει.

Από την άλλη, αναφέρει η Επίτροπος, φαίνεται να προβλέπονται υποχρεώσεις των γονέων για συμμετοχή στη διαδικασία της εκπαίδευσης και παροχής στήριξης, οποιουδήποτε επιπέδου στο παιδί τους, γεγονός το οποίο αμφισβητείται κατά πόσο θα πρέπει να προβλέπεται κατά αυτόν τον τρόπο σε έναν Νόμο που αφορά την ενιαία εκπαίδευση.

«Και αυτό διότι, ένας τέτοιος Νόμος δεν θα πρέπει να αποβλέπει στον προσδιορισμό των γονικών ευθυνών έναντι των παιδιών, αλλά των ευθυνών του Κράτους έναντι των παιδιών. Επιπλέον, θεωρώ σημαντική την παράλειψη αναφοράς σε ζητήματα που άπτονται της διαδικασίας παραπομπής παιδιών και της παραχώρησης γονικής συναίνεσης, καθώς, επίσης, την απουσία αναφοράς σε ζητήματα επαγγελματικής ευθύνης ή/και δημιουργίας μέτρων λογοδοσίας, για ενίσχυση των μαθησιακών αποτελεσμάτων όλων των μαθητών», σημειώνει.

Η Επίτροπος αναφέρει, περαιτέρω, ότι ενώ το νομοσχέδιο περιλαμβάνει τον ορισμό της ενιαίας εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, περιλαμβανομένης της Ανώτερης και Ανώτατης εκπαίδευσης, στη συνέχεια ρυθμίζει τα διάφορα θέματα ή επιβάλλει υποχρεώσεις μόνο αναφορικά με τη Δημοτική και Μέση Δημόσια εκπαίδευση και δεν επιβάλλει υποχρεώσεις ή ρυθμίσεις σε ό,τι αφορά την Ιδιωτική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, καθώς και την Ανώτερη και Ανώτατη που παρέχεται από ιδρύματα του δημοσίου.

«Επομένως, με βάση τις πιο πάνω παρατηρήσεις μου, θεωρώ ότι το όλο θέμα της ενιαίας εκπαίδευσης πρέπει να ρυθμιστεί νομοθετικά με σαφήνεια, διαφάνεια και με όλες τις απαιτούμενες εγγυήσεις σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητά του. Μόνο με σωστές μεταβατικές διατάξεις και ξεκάθαρα χρονοδιαγράμματα μπορεί να εξασφαλιστεί, με συνέπεια, μια ομαλή μετάβαση στην ενιαία εκπαίδευση. Σίγουρα, αρκετά από τα θέματα αυτά θα ρυθμιστούν με τους Κανονισμούς, αλλά ο Νόμος-πλαίσιο (framework law) πρέπει να παρέχει τη σχετική δυνατότητα (enabling provisions). Επομένως, στη βάση των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, θεωρώ ότι ο Νόμος και οι Κανονισμοί θα πρέπει να προωθηθούν ταυτόχρονα», σημειώνει.

Τέλος, η Επίτροπος διευκρινίζει ότι οι πιο πάνω παρατηρήσεις υποβάλλονται σε αυτό το στάδιο, για σκοπούς υποβοήθησης της διαδικασίας διαβούλευσης την οποία έχει ξεκινήσει το Υπουργείο Παιδείας, επί θεμάτων γενικών αρχών, και επιφυλάσσεται για την υποβολή συγκεκριμένων και εμπεριστατωμένων απόψεων επί του νομοσχεδίου και των σχεδίων Κανονισμών, όταν της διαβιβαστούν για απόψεις.

Keywords
Τυχαία Θέματα