ΥΠΟΙΚ: Υψηλά πλεονάσματα μέχρι το 2022

Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και διοχέτευση των μη προβλεπόμενων κρατικών εσόδων στην μείωση του δημοσίου χρέους ή την ενίσχυση των ρευστών διαθεσίμων του κράτους, που θα διατηρήσει τον δείκτη δημοσίου χρέους σε πτωτική τροχιά, προνοεί το Πρόγραμμα Σταθερότητας για την περίοδο 2019 – 2022.


Το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το οποίο ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο στην συνεδρία του στις 17 Απριλίου, προνοεί μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ με ρυθμό 3,6% το 2019, 3,2% το 2020 και στο 3% το 2021 και το 2022

αντίστοιχα.

Το δημοσιονομικό πλεόνασμα εκτιμάται να ανέλθει σε 3% του ΑΕΠ το 2019 και να υποχωρήσει ελαφρώς στο 2,6% το 2020, στο 2,4% του ΑΕΠ το 2021 και στο 2,2% το 2022. Το πρωτογενές πλεόνασμα (εξαιρουμένων των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους) από το 5,3% του ΑΕΠ το 2019 προβλέπεται να υποχωρήσει στο 4,8% του ΑΕΠ το 2020, και να διαμορφωθεί στο 4,4% του ΑΕΠ και στο 4,1% το 2021 και 2022 αντίστοιχα.

«Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η κυβέρνηση στοχεύει στην διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, χρησιμοποιώντας τα μη προβλεπόμενα έσοδα για την μείωση του χρέους ή τηνν βελτίωση των ρευστών διαθεσίμων του κράτους, κλειδώνοντας έτσι τα ωφελήματα της υπεραπόδοσης (των δημοσιονομικών στόχων) και επιτρέποντας τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ να συνεχίσει την πτωτική του πορεία με ικανοποιητικό ρυθμό κατά την περίοδο 2020-2022», αναφέρεται στο έγγραφο που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Οικονομικών.

Το δημόσιο χρέος από €21,25 δισεκατομμύρια (δισ) το 2018 ή 102,5% του ΑΕΠ, λόγω της στήριξης της συναλλαγής που αφορούσε την πώληση της ΣΚΤ, προβλέπεται να υποχωρήσει στα €20,7 δις ή στο 95,7% του ΑΕΠ το 2019. Το χρέος εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την πτωτική του τροχιά την περίοδο 2020-2022, υποχωρώντας στο 89,1% του ΑΕΠ, στο 83% και στο 77,5% αντίστοιχα.

Εφικτός ο στόχος της μείωσης ΜΕΔ στο 25% στο τέλος του 2019
---------------------------
Σε σχέση με τον τραπεζικό τομέα, το ΥΠΟΙΚ σημειώνει ότι η μεγαλύτερη πρόκληση παραμένει η μείωση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ), οι οποίες στο τέλος Νοεμβρίου του 2018 ανέρχονταν στο 32% των συνολικών δανείων ή €11,25 δις και είναι εφικτό να υποχωρήσουν περαιτέρω στο 25% στο τέλος του 2019, από 46%, που ήταν στο τέλος του 2016.

Προς αυτή την κατεύθυνση, το Υπουργείο Οικονομικών σημειώνει πως στοχεύει να εφαρμόσει μια στρατηγική τριών πυλώνων, που περιλαμβάνει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του νομικού πλαισίου αντιμετώπισης των ΜΕΧ, την αντιμετώπιση του πιο δύσκολου χαρτοφυλακίου των ΜΕΧ, ήτοι τα στεγαστικά δάνεια ή τα δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που έχουν ως εξασφάλιση κύρια κατοικία μέσω της εφαρμογής του σχεδίου «Εστία» και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΚΕΔΙΠΕΣ.

Όπως αναφέρεται, η στρατηγική των τριών πυλώνων αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του αποθέματος των ΜΕΧ στον τραπεζικό τομέα μέσω της μείωσης €5,8 δις. ως αποτέλεσμα της πώλησης της ΣΚΤ, της μείωσης κατά €3,4 δις από ΜΕΧ που είναι επιλέξιμα για συμμετοχή στο σχέδιο «Εστία», ενώ ήδη εκτός τραπεζικού συστήματος μεταφέρθηκαν δάνεια €2,7 δις λόγω της πώλησης του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου από την Τράπεζα Κύπρου στο Apollo Fund. Στη στρατηγική περιλαμβάνονται επιπρόσθετη μείωση μέσω της εφαρμογής των στρατηγικών σχεδίων σε συνεργασία με τους εξειδικευμένους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων (servicers), με τους οποίους οι τράπεζες έχουν συμβληθεί.

«Στη βάση των πιο πάνω είναι εφικτό να επιτευχθεί μείωση του αποθέματος των ΜΕΧ στον τραπεζικό τομέα στο 25% των συνολικών δανείων μέχρι το τέλος του 2019», αναφέρει το ΥΠΟΙΚ.

Εξάλλου, η πώληση της ΣΚΤ και η μεταφορά περιουσιακών στοιχείων ύψους €9 δις εκτός του τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με την πώληση του δανειακού χαρτοφυλακίου ύψους €2,8 δις (εκ των οποίων τα €2,7 δις ΜΕΧ) της Τράπεζας Κύπρου στο Apollo Fund είχαν ως αποτέλεσμα τη σμίκρυνση του τραπεζικού τομέα στο 286% του ΑΕΠ από 631% που ήταν το 2012.

Μετά την συναλλαγή που αφορούσε τη ΣΚΤ, ο κυπριακός τραπεζικός τομέας κυριαρχείται πλέον από τρεις τράπεζες, την Τράπεζα Κύπρου, την Ελληνική και την RCΒ που κατέχουν το 72% των συνολικών καταθέσεων, ενώ οι τρεις ελληνικές θυγατρικές κατέχουν μερίδιο 16%, με το υπόλοιπο να κατανέμεται σε μικρότερα τραπεζικά ιδρύματα.

Πηγή: ΚΥΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα