Άρης Τερζόπουλος – Πέτρος Κωστόπουλος βίοι παράλληλοι

Ο χαρισματικός εκδότης Άρης Τερζόπουλος περιγράφει τη συνεργασία του με τον Πέτρο Κωστόπουλο όπως μόνο ο ίδιος γνωρίζει.

Η Άνοδος και η Πτώση του Πέτρου Κωστόπουλου

Ένας πασίγνωστος εκδότης και η εκδοτική του εταιρεία, γίνονται ένα ακόμη από τα θύματα της οικονομικής κρίσης που έπληξε βάναυσα τα Μέσα Ενημέρωσης.

Ένας πασίγνωστος εκδότης και η εκδοτική του εταιρεία,

γίνονται ένα ακόμη από τα θύματα της οικονομικής κρίσης που έπληξε βάναυσα τα Μέσα Ενημέρωσης.

Εκείνο το απόγευμα, προς το τέλος Ιουνίου του 1987 ο Πέτρος Κωστόπουλος, μπήκε στο γραφείο μου, κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια του, με ύφος στενοχωρημένο και συνοφρυωμένος, για να με βρει και μένα να κάθομαι με το ίδιο ύφος και κρατώντας ένα αντίτυπο από το ίδιο κομμάτι χαρτί. Ήταν το δελτίο με τα στοιχεία κυκλοφορίας του τρίτου τεύχους του Κλικ, που το πρώτο του τεύχος είχε κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του ’87 και τα στοιχεία δεν ήταν καθόλου καλά. Το πρώτο τεύχος είχε πιάσει κυκλοφορία 14.000 φύλλα , το δεύτερο 12.000 και το τρίτο 11.000. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου και είχαμε και οι δυο ένα ύφος σαν κλαμένα κάτι. «Τι κάνουμε αφεντικό»; με ρώτησε. Έτσι με αποκαλούσε. Ή Αφεντικό ή Αρούλη. «Ξέρω ‘γω» του απάντησα. «Ρε συ» μου είπε «σκέψου το και αν θέλεις να το κλείσουμε, το κλείνουμε. Δεν θέλω να σε βάλω και σε περιπέτειες». «Ξέρω ρε»του είπα «μην έχεις τέτοιε σκέψεις. Δεν περίμενα να πέσουμε κι άλλο να πάρει η ευχή». Καθίσαμε για λίγο αμίλητοι. Το είχαμε ήδη αγαπήσει και οι δυο αυτό το περιοδικό και ξέραμε ότι αν δεν πετύχαινε θα φταίγαμε μόνο εμείς. Η εποχή ήταν έτοιμη. Αλλά ήμασταν στριμωγμένοι. Είχα μόνο 20 εκατομμύρια δραχμές στη διάθεσή μου και τα δέκα ή και περισσότερα είχαν ήδη φύγει. Και με τις εκδόσεις μερικές φορές αν δεν σταματήσεις έγκαιρα, το πράγμα δεν μαζεύεται.. Κάτσαμε για λίγη ώρα ακόμη έτσι. «Κοίτα» του είπα «πάμε λίγο σπίτια μας να ξεκουραστούμε και να χωνέψουμε την κρυάδα και βρισκόμαστε το βραδάκι στο γυμναστήριο και βλέπουμε τι κάνουμε».

Με το Πέτρο είχαμε γνωριστεί μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι το ’86. Εκείνος δούλευε στο Υπουργείο Νέας Γενιάς που στα μέσα του καλοκαιριού είχε διοργανώσει με την Γυναίκα, μια μεγάλη και πετυχημένη επίδειξη μόδας με νέους Έλληνες σχεδιαστές ,που είχε σημειώσει και μεγάλη επιτυχία. Δεν είχαμε γνωριστεί, ούτε πριν ούτε στη διάρκεια της επίδειξης, αλλά βρεθήκαμε λίγες μέρες αργότερα , στο σπίτι μου στη Μύκονο. Είχαμε περάσει πολύ ωραία στη Μύκονο και κυρίως με πολλή κουβέντα, που ήταν και το πράγμα που κυρίως μου έλειπε, όποτε πήγαινα στη Μύκονο. Επιτέλους είχα βρει κάποιον άνθρωπο να κουβεντιάζω. Η κουβέντα συνεχίστηκε και όταν γυρίσαμε στην Αθήνα και έτσι όπως συμβαίνει πολλές φορές χωρίς να το καταλάβουμε γίναμε κολλητοί φίλοι. Πολλές φορές διαφωνούσαμε και μαλώναμε-φιλικά εννοείται-πάνω στην εξέλιξη της κουβέντας, αυτό το στοιχείο που την κάνει πιο ενδιαφέρουσα, όταν έχεις δίπλα σου έναν καλό συζητητή. Δεν ήξερε τι ακριβώς θα έκανε στο μέλλον, αλλά ο κόσμος της πολιτικής του προκαλούσε μάλλον απέχθεια, παρ’

Keywords
Τυχαία Θέματα