H ντροπή: οι Τούρκοι στα σπίτια μας

Του Δημήτρη Νατσιού

Δάσκαλος-Κιλκίς«θα μας καταστρέψουν αυτά που αγαπάμε»Χάξλεϋ«Δεν του πάει Τούρκος τούτου του τόπου, ρε παιδιά, πώς να το κάνουμε», έλεγε ο ποιητής Κώστας Μόντης, βλέποντας, με νοτισμένα τα μάτια, την ωραία Αμμόχωστο, τον γενέθλιο τόπο του. Γιατί; διότι «από εκεί πέρασε ένας άλλος λαός που γέμισε πληγές το χώμα. Βρήκε εκκλησιές και τις χάλασε. Βρήκε λιακωτά και τα κούρσεψε. Βρήκε τα βήματα ενός πολιτισμού και θέλει να τα παραγράψει. Και χαλά. Γιατί δεν μπορεί να κτίσει. Και ιεροσυλεί. Γιατί δεν μπορεί να σεβαστεί. Και καταστρέφει. Γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει». («Απ’ εδώ
πέρασαν εκείνοι», Άνθος Λυκαύγης. Κυπριακό Ανθολόγιο Ε-Στ’, Λευκωσία 1994, σελ. 195).Έτσι μιλούν και γράφουν όσοι αγαπούν την πατρίδα και δεν ξεχνούν (άλλο πράγμα αν συγχωρούν) τις αδικίες, τις λεηλασίες, τις σφαγές στις οποίες μας καταδίκασε η συμβίωση με το εξ ανατολών θηρίο. Αλλά τώρα που καταντήσαμε «ανεμοδούρες, μηχανές διαφταρμένες», ως θα έλεγε ο τίμιος Μακρυγιάννης, έχουμε την Τουρκιά στα σπίτια μας, στις σάλες μας. Καθημερινοί μουσαφιραίοι, φίλοι καρδιακοί, οι γλυκανάλατες, σαχλές τουρκοσαπουνόπερες. Οι Γενοκτόνοι του λαού μας, οι εγκληματίες, οι δολοφόνοι του Ισαάκ, του Σολωμού, του Ηλιάκη, των τριών ηρώων των Υμίων, δόξη και τιμή, μπήκαν στα σπίτια μας. Χάθηκε η αγάπη στην πατρίδα. Φτώχυνε το κράτος, το καταλήστευσαν οι κοπροπολιτικάντηδες, αλλά η αηδία, η απόρριψη επεκτείνεται. Δεν περιορίζεται στους Γραικύλους της σήμερον, αλλά «επιπολαίως» απλώνεται στο χθες, σ’ αυτούς που ες αεί τους χρωστάμε στους νεκρούς. («Ελλάδα είσαι γεννημένη από τους πεθαμένους», κανοναρχεί ο ποητής Τάσος Λειβαδίτης). Οι ανίκανοι της σήμερον, δεν είναι η πατρίδα. Αυτοί είναι το όνειδός της. «Στώμεν καλώς». Η πατρίδα ποτέ δεν ξεπέφτει, δεν χάνεται στα τάρταρα της οικονομικής φρίκης, μονάχα ξαποσταίνει. Διασώζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στα «Διηγήματά» του ένα φωτεινό συμβάν στο οποίο πρωταγωνιστεί εκείνος ο «μεταξένιος» άνθρωπος, ο ήρωας Κωνσταντής Κανάρης.Μετά την αποτυχία να πυρπολήσει στην Αλεξάνδρεια τον αιγυπτιακό στόλο (ωραία η ιστορία. Τούρκοι και Αιγύπτιοι, Μπραϊμηδες, Ερντογάνηδες και λοιπά Μεμέτια, τα ταγκαλάκια, ξανασμίγουν σήμερα, για να πνίξουν τον Ελληνισμό. Μόνο που τώρα λείπουν οι Κολοτρωναίοι, που, κατά τον Ελύτη, ήταν ικανοί να αποβάλουν την «τόσων αιώνων δουλεία, με σκέτο σαπουνόνερο»), επιστρέφει, λοιπόν, με τους ναύτες του, όλοι τους σε κακή κατάσταση, δίχως ψωμί και νερό. Εμφανίζεται τότε, ένα αυστριακό εμπορικό πλοίο. Σαλτάρουν οι Έλληνες στο καράβι, πιάνει ο Κανάρης τον πλοίαρχο. «Τι θέλετε;» ρωτάει έντρομος ο καπετάνιος. «Ψωμί, νερό και ό,τι άλλο έχει το καράβι, γιατί πεθαίνουμε από την πείνα», απαντάει ο Κανάρης. Ο αυστριακός προστάζει και κατεβαίνουν οι ζαϊρέδες στην βάρκα του μπουρλοτιέρη. Του λέει ο Κανάρης: «Δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω τώρα· γράψε σ’ ένα χαρτί πόσο αξίζουν και φέρε το να το υπογράψω». «Δεν κάνουν τίποτα» αποκρίνεται ο ξένος.«Φέρε το χαρτί και γράψε δύο χιλιάδες γρόσια», είπε έντονα ο Κανάρης. Και αφού υπόγραψε: «Αλλά εσεί
Keywords
Τυχαία Θέματα