Δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’αρχινίσει…

22:47 31/5/2012 - Πηγή: Olympia

Κάποτε ένας λύκος, μας λέει ο Αίσωπος, γύριζε στο δάσος και έψαχνε να βρεί κάτι να φάει.
Ξαφνικά βλέπει ένα μικρό αρνάκι να πίνει νερό σ΄ένα ρυάκι.
‘’Ω, είπε, είμαι πολύ τυχερός που θα φάω αυτό το μικρό, τρυφερό αρνάκι’’. Ετοιμάστηκε να ορμήσει, αλλά μια σκέψη τον συγκράτησε.
‘’Τι θα πουν όταν δουν εμένα , τον φοβερό λύκο, να κατασπαράζει ένα ανίσχυρο και αθώο αρνάκι; Καλύτερα να βρω μια δικαιολογία’’.
Και την βρήκε. Προχώρησε προς το ρυάκι και έκανε πως πίνει νερό.
‘’Έ! Φώναξε τάχα θυμωμένος. Γιατί μου βρωμίζεις το νερό; Δεν βλέπεις ότι πίνω και γω; Δεν σ΄έμαθε κανείς τρόπους;
‘’Μα

κυρ λύκε, είπε το αρνάκι. Αποκλείεται να σου βρωμίζω το νερό, γιατί εγώ πίνω παρακάτω’’.
‘’Έ! Τότε κάποιος μου είπε ότι πριν από
έξη μήνες με κατηγορούσες σαν άκαρδο. Βρήκε ο λύκος άλλη δικαιολογία.
‘’Μα κυρ λύκε, πριν από έξη μήνες δεν είχα γεννηθεί, αποκρίθηκε το αρνάκι’’.
‘’Τότε δεν ήσουνα εσύ, αλλά ο πατέρας σου, είπε ο λύκος. Κι επειδή δεν βρήκα τον πατέρα σου, θα τιμωρήσω εσένα. Και μ΄αυτή την δικαιολογία, έφαγε το καημένο το αρνάκι.
Οι ισχυροί, πάντα έχουν δικαιολογίες και κατηγόριες, για τους λαούς, που θέλουν να καταστρέψουν, αυτό μας διδάσκει η ιστορία.
Τώρα οι λύκοι, αυτοί οι αιμοπότες θηρευτές της ζωής μας και της πατρίδας μας, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη τσοπανόσκυλου και την αβελτηρία των βοσκών, έχουν κάνει επιδρομή στο δικό μας μαντρί, και κατηγορώντας μας σαν απολωλότα πρόβατα, και αφού μας κούρεψαν, χωρίς να ξέρουμε πόσο και που πάει το μαλλί μας, ετοιμάζονται να μας πετάξουν στον γκρεμό. Σαν αποδιοπομπαίους τράγους, φορτωμένοι αμαρτίες άλλων.
Ουρλιάζουν γύρω από την στάνη μας, προεξοφλώντας το λυκόφως μας. Σε μια χώρα που γεννήθηκε στο λυκαυγές της ιστορίας, οι λύκοι αυτοί,-η ασεβής γέννα της Μορμώς- δεν ξέρουν ότι στον γκρεμό δεν θα ΄μαστε μονάχοι. Και κάποια στιγμή θα ανέλθουμε στο Λύκιο φως, ενώ αυτοί θα ουρλιάζουν πάντα κάτω από το παγωμένο φεγγάρι, μέσα στα σκοτεινά τους δάση.
Και οι ποιμένες μας, οι ταγοί μας, αφού μας άρμεγαν τόσα χρόνια, και μας τάιζαν κουτόχορτο, τώρα αγρό αγοράζουν, (κυριολεκτικά και μεταφορικά), βάζουν την κάπα τους στραβά, ξύνονται στην γκλίτσα τους, σφυρίζοντας κλέφτικα (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Αλλά και οι πνευματικοί μας ποιμένες –εκτός από λίγες εξαιρέσεις-,είναι άφαντοι, μέσα στην στάνη τους. Όπως άφαντος και απόμακρος είναι και ο θρησκευτικός μας ποιμένας, που αναπαύεται στο μητάτο του, αρκούμενος να μοιράζει λίγη χλόη στο πενόμενο κοπάδι. Ένα κοπάδι φοβισμένο και παραλοισμένο, που άγεται και φέρεται –βελάζοντας κάτω από φόρους και χαράτσια-, από τους επίδοξους σωτήρες. Αυτούς που μας έβαλαν σε μπελάδες, φορώντας τώρα τις βελάδες μιας άλλης εποχής, και τις ρητορείες περασμένων χρόνων, τότε που μας έλεγαν ότι το δέρας μας θα γινόταν χρυσόμαλλο, και μεις μηρυκάζαμε τα λόγια τους, και σταλίζαμε κάτω από τις χρωματιστές τους σημαίες, τώρα λένε ότι θα συμμαζέψουν την σκορπισμένη αγέλη.
Άλλοι , ομοιάζοντας με τον ψεύτη βοσκό, μας τρομοκρατούν ό
Keywords
Τυχαία Θέματα