Η τελευταία νύχτα στο Μανιάκι….

17:16 24/3/2012 - Πηγή: Olympia

ένα ιστορικό αφήγημα

Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ

Η φωτιά έκαιε μέσα στη νύχτα, φωτίζοντας με τις αναλαμπές της τα σιωπηλά πρόσωπα των παλικαριών που κάθονταν τριγύρω της. Πιο πέρα άναβαν και άλλες φωτιές με καθισμένες φιγούρες και σκιές που πηγαινοέρχονταν. Μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό και οι λιγοστές φλάσκες με το κρασί πήγαιναν από χέρι σε χέρι. Δεν άκουγες συνομιλίες, παρά μόνο το κριτσάνισμα της φωτιάς και μια φλογέρα που σύριζε έναν ρυθμό ποιμενικό, αρχαίο.

Αυτό το βράδυ, στις 19 προς 20 Μαΐου του 1825, έχω μεταφερθεί

με τα φτερά της φαντασίας πίσω στο χρόνο, στα ταμπούρια στο Μανιάκι. Θέλω να γνωρίσω από κοντά τον ήρωα αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο Παπαφλέσσα. Τον αναζητώ με τα μάτια ανάμεσα στους υπόλοιπους ήρωες, έχοντας κατά νου όλα όσα έχω διαβάσει για αυτόν. Σκέφτομαι, πως σε τούτο το παράξενο ταξίδι της φαντασίας, θα έχω απέναντι του ένα πλεονέκτημα. Γνωρίζω το μέλλον, τι θα γίνει αύριο και πώς θα γραφτεί το τέλος. Οι άλλοι αγωνιστές δε θα μπορούν να αντιληφθούν την παρουσία μου. Μόνο ο Δικαίος θα μπορεί να με δει, φαντάζομαι, σαν την οπτασία κάποιου που έρχεται από το μέλλον. Σαν μέσα από την έκσταση ενός οράματος στο οποίο μπορεί να βυθιστεί ένας πολεμιστής, όπου λίγες στιγμές πριν συναντήσει το βέβαιο θάνατο, βλέπει πρόσωπα, εικόνες και σκηνές από το μέλλον. Μπορεί να με αντιληφθεί ως μια παραίσθηση αγωνίας. Μπορεί ακόμη να μην τον φαντάζομαι εγώ, αλλά να με φαντάζεται εκείνος.

Τον βρήκα να κάθεται μόνος στο ταμπούρι του. Είχε αναμμένη μια μικρή φωτιά και ήταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου. Κοίταζε κάτω στο σκοτεινό κάμπο το στρατόπεδο του Ιμπραήμ, με τις αμέτρητες, σαν φωτεινές πυγολαμπίδες, φωτιές του. Ήταν μόνος, όπως ο Ιησούς στον κήπο της Γεσθημανή, πριν το Πάθος. Τον πλησίασα με δισταγμό. Γύρισε και με κοίταξε. Ήταν όπως περίπου τον φανταζόμουν, όπως τον απεικονίζουν τα βιβλία. Στα 37 του χρόνια, είχε μαύρα πυκνά γένια και μακριά μαλλιά με λίγα γκρίζα στους κροτάφους. Ήταν ωραίος άνδρας. Το βλέμμα του υγρό και σκοτεινό, με δύο λάμψεις σα μαχαίρια μέσα στις κόρες των ματιών. Φορούσε το μαύρο ζωστικό του και από πάνω είχε ριγμένη για την ψύχρα της νυχτιάς την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ πασά, την οποία είχε κερδίσει ως λάφυρο στα Δερβενάκια. Μου έκανε νόημα να καθίσω

εκεί δίπλα του. Υπάκουσα γεμάτος συγκίνηση. Ήθελα πολλά να τον ρωτήσω, αλλά δεν ήξερα από που να αρχίσω. Έτσι, προτίμησα να σιωπήσω.

Σκάλισε για λίγο τη φωτιά και έπειτα μίλησε πρώτος. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Αφού έρχεσαι από το μέλλον, όπως συμπεραίνω από τα ρούχα σου, αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα ελευθερωθεί». «Ναι, Γρηγόρη! Θα ελευθερωθεί η Ελλάδα». του απάντησα. «Δόξα τω θεώ!»τον άκουσα να λέει. Συνέχισα διστακτικά, του είπα: «Ελευθερώθηκε χάρη σε εσένα, αλλά…». Με διέκοψε αμέσως. «Ξέρω!». «Ξέρεις;» τον ρώτησα έκπληκτος. «Ναι, ξέρω και δεν ξέρω, θα εξαρτηθεί από τη Διοίκηση», μου απάντησε. «Αν κρατήσω λίγο ακόμη εδώ τον Μπραϊμη, θα προλάβουν να μου στείλουν τροφές, ντουφεκόπετρες και στρατό, μπορεί να έρθει και

Keywords
Τυχαία Θέματα