«Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό»

13:22 3/7/2012 - Πηγή: Olympia
Γράφει ο Δημήτρης ΝατσιόςΔάσκαλος, Κιλκίς«Να δούμε ακόμα πού θα φτάσουμε! Δεν αφήσαμε βρωμιά, δεν αφήσαμε σιχαμένη πράξη, που να μην την κάνουμε, δεν αφήσαμε πονηρό διαλογισμό που να μην τον πούμε ή να μην τον γράψουμε με την μεγαλύτερη αδιαντροπιά. Ξεχαλινωθήκαμε πια ολότελα. Ποτέ ο άνθρωπος δεν είχε φτάσει ούτε στην μισή αναισθησία και σιχαμένη παραμόρφωση, απ’ όσο έφτασε σήμερα…». (Φ.Κόντογλου, «Μυστικά Άνθη», εκδ. «Αστήρ», σελ. 21). Αν ζούσε σήμερα ο κυρ-Φώτης, πενήντα χρόνια μετά την μακαρία κοίμησή του, κι έβλεπε τις προκοπές και τις
πομπές μας, τι θα έγραφε άραγε; Δεν θα ‘πιανε την μύτη από τις αναθυμιάσεις; Τι καλό να περιμένεις, όταν, για παράδειγμα, στην πάλαι ποτέ συμβασιλεύουσα πόλη του αγίου Δημητρίου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, παρελαύνει, «δόξη και τιμή», η διαστροφή; Να μαγαρίζεται μια ολόκληρη πόλη από την δυτικόφερτη ασυδοσία με τις «ευλογίες» της δημοτικής αρχής; «Θε μου τι βλέπομεν στις μέρες μας», όπως αναφωνεί ο Μακρυγιάννης. Και από κοντά τα δημοσιογραφικά γιουσουφάκια, να υπερασπίζονται το δικαίωμα της θηλύγλωσσης αναίδειας να παρελάσει, προβάλλοντας και πάλι το μπαχαρικό των τάχα και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Για τις παρελάσεις όμως των εθνικών επετείων εξεμέουν δηλητήρια. Εκείνες τους ενοχλούν, η παρελαύνουσα ηθική παραλυσία τους ενθουσιάζει. Τι να πει κανείς, κατρακύλισμα εις μέγα βόθυνον και γι’ αυτό το κατρακύλισμα έλεγε ο ψαλμωδός: «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». (Ψαλμ. 48, 13).Αγνώριστη η πατρίδα μας. Και αν περπατούμε και ανασαίνουμε πάνω στα άγια χώματά της, μας φαίνεται σαν ξένη. Σάβανα απλώθηκαν πάνω από τα ρόδινα ακρογιάλια της και δεν μας αφήνουν να δούμε τον ήλιο και τον Ήλιο της Δικαιοσύνης. Νοσταλγούμε την Ελλάδα, την Πονεμένη Ρωμηοσύνη.Το είπε ο Σεφέρης με τον άφθαστο ποιητικό λόγο αυτό, από το 1936 ακόμη:«Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό». Αλήθεια δεν μας κυριεύει η πικρή και βαριά νοσταλγία του ποιητή, βλέποντας τα δάκρυα και ακούγοντας τους ολοφυρμούς της πατρίδας; Και ο πόνος μεγαλώνει, γιατί νοσταλγούμε… Νοσταλγούμε τα χρόνια τα ευλογημένα στο πατρικό σπίτι και όχι στην πολυώροφη απανθρωπία, τα βράδια του καλοκαιριού που μοσχοβολούσαν οι μπαχτσέδες και συνάζονταν οι γειτόνισσες, μαζί με την μάνα μας, και περνούσαν γενεές δεκατέσσερις όλη την πόλη ή το χωριό και εμείς, τα αλάνια αλωνίζαμε τον τόπο. Ήταν ωραία χρόνια, δεν τα εξωραϊζω, και ας ζούσαμε με την «έντιμον πενίαν» του Παπαδιαμάντη. Και μετά η πατρίδα μαγαρίστηκε. Τρέξαμε λαχανιασμένοι να προλάβουμε το τρένο του δήθεν εξευρωπαϊσμού μας, υψώσαμε σε εθνικό ιδεώδες έναν «πολιτισμό», τον δυτικό, διαφορετικό από πολλές απόψεις του δικού μας, μόνο κ
Keywords
Τυχαία Θέματα