Ποιος έχει διαβάσει ολόκληρο τον Εθνικό μας Ύμνο;

15:05 20/9/2012 - Πηγή: Olympia

Τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδος αποτελούν οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”. Γράφτηκε το Μάιο του… 1823 στη Ζάκυνθο από τον ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε στο Μεσολόγγι και τον ίδιο χρόνο ο Φωριέλ το συμπεριέλαβε στη συλλογή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Το 1828, ο Νικόλαος Μάντζαρος, κερκυραίος μουσικός και φίλος του Σολωμού, μελοποίησε το ποίημα, με βάση λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία, αλλά όχι ως εμβατήριο. Έκτοτε ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές.

Το 1844 το ποίημα

μελοποιήθηκε για δεύτερη φορά από τον Μάντζαρο και υποβλήθηκε στον βασιλέα Όθωνα με την ελπίδα να γίνει δεκτό ως εθνικός ύμνος. Παρά την τιμητική επιβράβευση του Ν. Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα και του Δ. Σολωμού με Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος, το έργο διαδόθηκε μεν ως “θούριος” αλλά δεν εγκρίθηκε ως ύμνος.

Το 1861 ο Υπουργός των Στρατιωτικών ζήτησε από τον Μάντζαρο να συνθέσει εμβατήριο πάνω στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν”. Ο μουσικός μετέβαλε τον ρυθμό του ύμνου του Σολωμού σε ρυθμό εμβατηρίου και το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος. Ο εθνικός ύμνος, μαζί με τη μουσική του, τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 κομμάτια, το 1873, στο Λονδίνο.

Το ποίημα “Ύμνος εις την Ελευθερία” αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος, το 1865. Από αυτές οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης αποδίδονται τιμές χαιρετισμού.

***

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.

‘Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά

Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ’ ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.

‘Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.

΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ‘βρεις τα παιδιά σου, σύρε

Keywords
Τυχαία Θέματα