Στις διαταγές του...

Ένα από τα είκοσι τατουάζ στο σώμα του, απεικονίζει τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Με αυτό το όνειρο ξεκίνησε ο Λουίς Όσκαρ Γκονζάλες, αλλά στην πορεία του προέκυψε μια άλλη θέση και μια μεγάλη καριέρα. Το gazzetta.gr παρουσιάζει την ιστορία του «Διοικητή» που έδωσε την εντολή χθες το βράδυ στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Master chef...
Μια πολυμελή οικογένεια στις γειτονιές του Μπουένος Αΐρες δεν θα μπορούσε να ζει με πολυτέλειες. Ο Λουΐς Όσκαρ Γκονζάλες γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1981, πρωτότοκος του Όσκαρ και της Μαρίας. Ακολούθησε τέσσερα χρόνια μετά ο Μαξιμιλιάνο και το 1987 η Ρομίνα για να συμπληρώσουν την οικογένεια που μπορεί να είχε... λίγο φαγητό, αλλά ήταν πάντα καλομαγειρεμένο. Ο πατέρας του Λούτσο εργαζόταν ως μάγειρας, έστω κι αν το δικό του επάγγελμα διαφέρει πολύ από τις χλιδάτες τηλεοπτικές εκπομπές. Η μητέρα του δούλευε ως οικιακή βοηθός, με στόχο αμφότερων να μπορέσουν να εξασφαλίσουν όσο τον δυνατόν περισσότερα για τα παιδιά τους. Το πρώτο πράγμα που εξασφάλισαν ήταν η σωστή ανατροφή. Είναι σχεδόν δεδομένο σε όσους μεγαλώνουν με στερήσεις να αντιλαμβάνονται διαφορετικά την επιτυχία και τις ανέσεις από εκείνους που δεν ένιωσαν καμία πίεση και καμία στέρηση σε παιδική ηλικία. Κι όταν σε ανύποπτο χρόνο, ο Λούτσο Γκονζάλες ρωτήθηκε για την πίεση που υπάρχει στο ποδόσφαιρο, η απάντησή του ήταν δείγμα των μαθημάτων που πήρε σε παιδική ηλικία. «Για μένα αληθινή πίεση είναι ο πατέρας που ξυπνάει το πρωί για να ταΐσει τα παιδιά του. Αυτό έκανε ο δικός μου πατέρας για μένα και τα αδέλφια μου. Γι' αυτό και εκπλήσσομαι πάντα όταν βλέπω παίκτες που κλέβουν στην προπόνηση ή βαριούνται να τρέξουν. Μάλλον δεν καταλαβαίνουν ποια είναι η αληθινή ζωή. Να ξυπνάς κάθε μέρα στις 5π.μ. για να κάνεις μια δουλειά που δεν σου αρέσει, αυτό συμβαίνει εκεί έξω στον περισσότερο κόσμο. Είμαστε αρκετά τυχεροί να κάνουμε αυτό που αγαπάμε και να πέρνουμε πάρα πολλά λεφτά. Αυτές τις αρχές πήρα εγώ από τον πατέρα μου και όχι μόνο για τη δική μου ζωή, αλλά για όλους». Το παιδικό όνειρο του Λουίς Όσκαρ δεν διέφερε από τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του. Ήθελε να γίνει Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, αφού η λατρεία που έχει για τον κορυφαίο Αργεντίνο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Ξεκίνησε να παίζει στις ακαδημίες της Ουρακάν σε ηλικία 14 ετών και το 1999 έκανε το ντεμπούτο του. Αφού προηγουμένως άλλαξε θέση, προκειμένου να φτάσει πιο κοντά στο όνειρο του και να φοράει το νούμερο που είναι ευχή και κατάρα στην πατρίδα του. «Ξεκίνησα να παίζω κεντρικός επιθετικός. Μεγαλώνοντας, όμως, άλλαξα θέση. Και πάντα ένιωθα πιο άνετα φορώντας το νούμερο «10». Στην Αργεντινή είναι κάτι σπουδαίο αυτό το νούμερο και αυτή η θέση. Πολύ περισσότερο από την Ευρώπη», θα δηλώσει, ενώ η πραγματικότητα είναι πως η αλλαγή θέσης προέκυψε λόγω του αδύνατου και αδύναμου σωματότυπου του. Στην Ουρακάν θα έφτιαχνε γρήγορα το όνομά του. «Είναι το δεύτερο σπίτι μου, έπαιξα εκεί για οκτώ χρόνια. Ό,τι είμαι σήμερα το χρωστάω στην Ουρακάν». Όσο για το κανονικό σπίτι του; Μ
Keywords
Τυχαία Θέματα