Στρίβειν διά του Συντάγματος

07:01 17/3/2025 - Πηγή: Real.gr

Θυμάστε τη συνταγματική διάταξη για τον «βασικό μέτοχο»; Το ασυμβίβαστο της ιδιότητας προμηθευτή/εργολήπτη του Δημοσίου με την ιδιοκτησία μέσων ενημέρωσης που είχε καθιερωθεί στην Αναθεώρηση του 2001; H πολιτική εξουσία ήθελε τότε να δείξει πως δεν είχε πρόθεση να λυγίσει απέναντι στους «νταβατζήδες». Οταν αργότερα μια ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να φτιάξει τον σχετικό νόμο, έπεσε στον τοίχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ούτως ή άλλως, ένα «πυροτέχνημα» ήταν. Η τύχη του ήταν γνωστή από την αρχή.

Οπως είχε επισημάνει τον Σεπτέμβριο του 2015 σε σχέση με τον «βασικό μέτοχο» ο Αντώνης Μανιτάκης,

«με τη συνταγματική ρύθμιση, η πολιτική εξουσία αναζήτησε, τελικά, στο Σύνταγμα καταφύγιο και πολιτικό άλλοθι. Θεώρησε τη Συνταγματική Αναθεώρηση ως το κατάλληλο μέσο προκειμένου να απαλλαγεί η ίδια από την κατηγορία της πολιτικής συγκάλυψης ή της ανοχής της διαπλοκής». Ομως, φευ, το καταφύγιο του τυπικού Συντάγματος και η χρησιμοποίηση της διαδικασίας της Αναθεώρησης από την πολιτική εξουσία, ως πρόσχημα για μια διαφυγή προς τα εμπρός (fuite en avant) από τα δυσεπίλυτα προβλήματα της πολιτικής εξουσίας, αποδείχθηκε διέξοδος απατηλή, πρόσκαιρη και αναποτελεσματική».

Αν όπου γράφει ο Μανιτάκης ότι «η πολιτική εξουσία επεδίωκε να απαλλαγεί από την κατηγορία της ανοχής στη διαπλοκή» βάλετε ότι σήμερα επιδιώκει «να απαλλαγεί από την κατηγορία ότι δεν έχει τη βούληση να κάνει αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων» θα έχετε εκ των προτέρων ένα έγκυρο σχόλιο για τις προοπτικές της νέας κυβερνητικής πρωτοβουλίας. Γιατί και εδώ το Σύνταγμα εργαλειοποιείται ως καταφύγιο και πολιτικό άλλοθι.

Το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα ως «φυγή προς τα εμπρός» από την τραγωδία των Τεμπών, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται πως αν υπήρχε στοιχειώδης αξιολόγηση στο Δημόσιο, ο Βασίλης Σαμαράς δεν θα έκανε τη βραδινή βάρδια ως σταθμάρχης Λάρισας στις 28 Φεβρουαρίου του 2023. Η συνταγματική πρωτοβουλία θέλει να σηματοδοτήσει στην κοινή γνώμη πως η κυβέρνηση διαθέτει την απαιτούμενη αποφασιστικότητα να διορθώσει τα κακώς κείμενα.

Ωστόσο, ανέκαθεν το ζητούμενο σε σχέση με την αξιολόγηση δεν ήταν τα ισχυρά νομοθετικά κείμενα, αλλά η εφαρμογή της στην πράξη. Θεσμικό πλαίσιο, άλλωστε, υπάρχει εδώ και χρόνια και εμπλουτίζεται συνεχώς, τελευταία μάλιστα από την ίδια την κυβέρνηση Μητσοτάκη με τον νόμο 4940/2022, που αντικατέστησε τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ (4369/2016). Ωστόσο, όποτε επιχειρήθηκε να αξιολογηθεί το δημοσιοϋπαλληλικό προσωπικό τα αποτελέσματα ήταν κωμικοτραγικά.

Σε όλες τις αξιολογήσεις που μετά κόπων και βασάνων διενεργήθηκαν η πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων αρίστευε σε ποσοστό 97%, με ένα ελάχιστο ποσοστό (μόλις το 0,24%) να περνά κάτω από τη βάση. Αυτό είναι αστείο και έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την καθημερινή εμπειρία της ελληνικής κοινωνίας. Αλλωστε, οι αξιολογήσεις αυτές δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Η βαθμολογία δεν είχε καμία επίπτωση στη μισθολογική και βαθμολογική ανέλιξη, ούτε στις εργασιακές συνθήκες των εργαζομένων. Αξιολόγηση στο ελληνικό Δημόσιο δεν γίνεται, γιατί δεν τη θέλουν ούτε οι κυβερνώντες αλλά ούτε και οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Σε κάθε απόπειρα εκτίμησης της αποδοτικότητας εκδηλώνονται αντιδράσεις, ακόμα και σε ευαίσθητους και νευραλγικούς χώρους, όπως είναι αυτός της παιδείας. Και δεν είναι αμελητέες. Η Ελλάδα έχει 550.000 δημοσίους υπαλλήλους, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον αριθμό οι συμβασιούχοι. Αυτό σημαίνει ότι από τις εκάστοτε κυβερνητικές πρωτοβουλίες για τους δημοσίους υπαλλήλους επηρεάζονται περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι, το 20% του πληθυσμού. Αυτό είναι ένα γιγαντιαίο εκλογικό σώμα για να το αγνοήσει κανείς. Οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι απολύτως καχύποπτοι απέναντι στην αξιολόγηση, γιατί πιστεύουν ότι θα επηρεάσει αρνητικά τις εργασιακές τους συνθήκες και ότι μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει στην κατάργηση της μονιμότητας. Ολες οι αξιολογήσεις μέχρι σήμερα έχουν σκοντάψει στην απρόθυμη έως εχθρική στάση των δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στην αξιολόγηση. Πιθανώς και για να παρακάμψει αυτόν τον σκόπελο με τελευταίο του νόμο το υπουργείο Εσωτερικών θεσμοθέτησε ότι οι πολίτες θα αξιολογούν την εμπειρία τους από τη δημόσια διοίκηση στην πράξη, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Είναι λοιπόν ενδεικτικό ότι από μια κυβέρνηση που μας έχει συνηθίσει να στήνει πλατφόρμες σε μια νύχτα, αυτή την εφαρμογή ακόμα την περιμένουμε.

Δεν φταίει για όλα η μονιμότητα. Υπάρχουν και σε άλλες χώρες δημοσιοϋπαλληλικά σώματα με μονιμότητα, π.χ. στη Γαλλία και στη Γερμανία. Εκεί, όμως, οι υπάλληλοι αξιολογούνται σε συγκεκριμένη περιοδικότητα και το αποτέλεσμα της αξιολόγησης είναι καθοριστικό για τη μισθολογική και βαθμολογική τους ανέλιξη και για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται. Εννοείται, βέβαια, πως σε όλα αυτά τα συστήματα η αξιολόγηση διενεργείται και αποτελεί το πρωταρχικό καθήκον του άμεσου προϊσταμένου και αυτό προϋποθέτει ιεραρχία, κάτι που στο ελληνικό Δημόσιο δεν υφίσταται.

Με τη συνταγματική θεσμοθέτηση της αξιολόγησης η κυβέρνηση επιχειρεί να χωρίσει την πολιτική ήρα από το σιτάρι, να δείξει ποια κόμματα είναι εναντίον της αξιολόγησης. Αυτό θα το πετύχει. Και δεν είναι απίθανο να υπάρξουν και οι απαραίτητες πλειοψηφίες για τη θέσπιση της συνταγματικής υποχρέωσης της αξιολόγησης. Το όλο εγχείρημα, όμως, θα κριθεί όταν κάποια κυβέρνηση προχωρήσει στην κατάρτιση του εφαρμοστικού νόμου και, κυρίως, αν επιχειρήσει να τον υλοποιήσει στην πράξη. Τότε τα ξαναλέμε…

Keywords
Τυχαία Θέματα
Στρίβειν, Συντάγματος,strivein, syntagmatos