Έκτακτες κοιλιακές συστολές: Πότε θα πρέπει να ανησυχούμε;

Οποιαδήποτε συστολή ή χτύπος της καρδιάς εμφανίζεται πρώιμα και παρεμβάλλεται στο φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό ονομάζεται έκτακτη συστολή.

Όταν οι έκτακτες συστολές προέρχονται από τις κοιλίες, τις κάτω κοιλότητες της καρδιάς, ονομάζονται έκτακτες κοιλιακές συστολές (ΕΚΣ). Οι ΕΚΣ αποτελούν μία από τις συχνότερες αρρυθμίες και εμφανίζονται είτε σε ασθενείς με καρδιακή νόσο, όπως ασθενείς με ιστορικό εμφράγματος μυοκαρδίου, καρδιακής ανεπάρκειας ή οποιασδήποτε άλλης μυοκαρδιοπάθειας, είτε σε άτομα με δομικά φυσιολογική καρδιά. Στη δεύτερη περίπτωση χαρακτηρίζονται

και ως ιδιοπαθείς ΕΚΣ. Η συχνότητα τους υπολογίζεται έως και 4% στο γενικό πληθυσμό. Μπορεί να προέρχονται είτε από μία μεμονωμένη εστία της καρδιάς είτε από πολλαπλές εστίες, χαρακτηρίζοντας την αρρυθμία ως μονοεστιακή ή πολυεστιακή αντίστοιχα.

Προκαλούνσυμπτώματα;

ΟιΕΚΣ εκδηλώνονται με ένα ευρύ φάσμασυμπτωμάτων. Μπορεί να είναι έντονασυμπωματικές προκαλώντας ενδεικτικάαίσθημα «φτερουγίσματος», αίσθημα ενόςεπιπλέον έντονου παλμού ή «κόμπου» στολαιμό, ζάλη και σπανιότερα δύσπνοιααλλά μπορεί να είναι «σιωπηλές»,ασυμπτωματικές, ανεξαρτήτως του αριθμού,οπότε και μπορεί να ανιχνευθούν σετυχαίο ιατρικό έλεγχο. Ωστόσο, ορισμένεςφορές η απουσία συμπτωμάτων είναιυποκειμενική καθώς «ασυμπτωματικά»άτομα με ιδιαίτερο υψηλό φορτίο αρρυθμιώνπαρατηρούν σημαντική βελτίωση τηςφυσικής τους κατάστασης μετά τηναντιμετώπιση της αρρυθμίας.

Ποιεςείναι οι κύριες αιτίες;

Οισημαντικότεροι παράγοντες που μπορείνα προκαλέσουν την εμφάνιση ΕΚΣ ή νααυξήσουν το φορτίο ήδη προϋπάρχουσαςκοιλιακής αρρυθμίας είναι οποιαδήποτεκατάσταση μπορεί να επιδράσει στοαυτόνομο νευρικό σύστημα όπως αγχώδειςδιαταραχές, συναισθηματική φόρτιση,υπερβολική κατανάλωση καφέ και αλκοόλ,κάπνισμα, διαταραχές ηλεκτρολυτών,καθώς και νοσήματα όπως η μυοκαρδίτιδα,οι μυοκαρδιοπάθειες, η αρτηριακήυπέρταση, η πρόπτωση μιτροειδούςβαλβίδας, η αναιμία και το σύνδρομουπνικής άπνοιας.

Είναιεπικίνδυνες;

Ηπαρουσία ΕΚΣ σε ασθενείς με δομικήκαρδιακή νόσο σχετίζεται με αυξημένοαρρυθμικό κίνδυνο, ενώ άτομα με ΕΚΣ καιχωρίς ευρήματα καρδιοπάθειας έχουνγενικότερα καλή πρόγνωση. Συνεπώς, είναιιδιαίτερα σημαντικό να διενεργείταικαρδιολογικός έλεγχος σε κάθε ασθενήμε ΕΚΣ, ο οποίος μπορεί να αναδείξειτην παρουσία ή όχι ευρημάτων καρδιακήςνόσου και να συμβάλλει στη σωστήδιαστρωμάτωση αρρυθμικού κινδύνου. Οέλεγχος περιλαμβάνει αρχικά τη λήψηοικογενειακού και ατομικού ιστορικού,την κλινική εξέταση του εξεταζόμενουκαι ακολούθως, κατά την κρίση τουκαρδιολόγου, τη διενέργεια διαγνωστικώνεξετάσεων όπως το ηλεκτροκαρδιογράφημα,το υπερηχογράφημα καρδιάς, το Holterρυθμού 24ώρου και τη δοκιμασία κόπωσης.Σε πιο ειδικές περιπτώσεις προτείνεταιη διενέργεια μαγνητικής τομογραφίαςκαρδιάς και ηλεκτροφυσιολογικής μελέτης.

Σεποιες περιπτώσεις και πως αντιμετωπίζονται;

Δεδομένουότι οι περισσότερες ΕΚΣ είναι καλοήθεις,επί απουσίας δομικής καρδιοπάθειας ηθεραπευτική αντιμετώπιση καθορίζεταιαπό (1) την παρουσία συμπτωμάτων και (2)το συνολικό αριθμό των ΕΚΣ ανά 24ώρο.Ασυμπτωματικοί ασθενείς με χαμηλόαρρυθμικό φορτίο δε χρήζουναντιμετώπισης. Συστήνεται τακτικήκαρδιολογική παρακολούθηση και αλλαγήστον τρόπο ζωής όπως μείωση άγχους,περιορισμό καπνίσματος και κατανάλωσηςαλκοόλ και καφεΐνης.Ιδιαίτερααυξημένο φορτίο ΕΚΣ θεωρείται η παρουσία>10000 ΕΚΣ ή >10% του συνόλου των συστολώντης καρδιάς ανά 24ωρο. Κλινικές μελέτεςέχουν τεκμηριώσει ότι το φορτίο ΕΚΣ>10% του συνολικού αριθμού συστολώναποτελεί παράγοντα κινδύνου εμφάνισηςκαρδιακής ανεπάρκειας, γνωστή ωςμυοκαρδιοπάθεια επαγόμενη από ΕΚΣ, ηοποία είναι συνήθως αναστρέψιμη με τηνεξάλειψη των ΕΚΣ. Κατά συνέπεια, σεσυμπτωματικούς ή ασθενείς με συχνέςΕΚΣ που προκαλούν ελάττωση της συστολικήςλειτουργίας της καρδιάς, κρίνεταιεπωφελής η αντιμετώπιση τους.

Θεραπευτικέςεπιλογές αποτελούν (1) τα αντιαρρυθμικάφάρμακα,και (2) ηεπεμβατική αντιμετώπιση με κατάλυση(ablation)με υψίσυχνο ρεύμα.

Τααντιαρρυθμικά φάρμακα επηρεάζουν τιςηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες τηςκαρδιάς και συνεπώς μπορούν να αποτρέψουντην εμφάνιση ΕΚΣ αλλά η αποτελεσματικότητατους είναι περιορισμένη και το θεραπευτικόαποτέλεσμα δεν είναι μόνιμο.

Νεότεραεπιστημονικά δεδομένα τεκμηριώνουν ταυψηλά ποσοστά επιτυχίας και ασφάλειαςτων επεμβάσεων με κατάλυση σε συγκεκριμένεςεστιακές κοιλιακές αρρυθμίες καικαθιστούν σήμερα την επεμβατικήαντιμετώπιση ως θεραπεία εκλογής. Ημέθοδος αυτή γίνεται σε νοσοκομειακόπεριβάλλον (αιμοδυναμικό εργαστήριο)και μετά από τοπική αναισθησία στο κάτωάκρο του εξεταζόμενου γίνεται ανώδυναπαρακέντηση ενός περιφερικού αγγείου(φλέβας ή αρτηρίας), μέσω του οποίουειδικοί, λεπτοί καθετήρες προωθούνταιστην καρδιά. Η απεικόνιση ανατομικώνδομών της καρδιάς σε πραγματικό χρόνομε τη χρήση συστημάτων ηλεκτροανατομικήςχαρτογράφησης και ενδοκαρδιακού υπερήχουεπιτρέπουν την ακριβή εντόπιση τηςεστίας που είναι υπεύθυνη για τηνπαρουσία των ΕΚΣ. Το επόμενο στάδιο κατάτη διάρκεια αυτής της μεθόδου είναι ηχορήγηση ενέργειας (καυτηριασμός) μεστόχο την οριστική εξάλειψη της αρρυθμίας.

Συμπερασματικά,οι φαινομενικά ιδιοπαθείς ΕΚΣ είναισυχνές στο γενικό πληθυσμό, συνήθωςκαλοήθεις και χαμηλού αρρυθμικούκινδύνου. Στην πλειονότητα των περιπτώσεωνσυστήνεται παρακολούθηση και συντηρητικήαντιμετώπιση. Η αντιμετώπιση τους είτεμε φαρμακευτική αγωγή είτε επεμβατικά,κρίνεται επωφελής σε περιπτώσειςπαρουσίας έντονων συμπτωμάτων, σύμπλοκηςαρρυθμίας και μείωσης της συστολικήςλειτουργίας της καρδιάς.

Γράφει ο
Δημήτριος Ν. Ασβεστάς
Καρδιολόγος – Ηλεκτροφυσιολόγος
Αναπληρωτής Διευθυντής Καρδιολογικής κλινικής Ενηλίκων ΜΗΤΕΡΑ

Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα