Ένας συλλογικός θάνατος

Στέφανος Δάνδολος

Καμιά κοινωνία δεν είναι συνηθισμένη να χάνει νέους ανθρώπους και παιδιά.

Ακόμη και τις εποχές των δύο μεγάλων πολέμων υπήρχε ένας Φορντ Μάντοξ Φορντ που έγραφε ότι "το να πεθαίνουν εικοσάχρονοι ισοδυναμεί με το να πεθαίνουν οι ελπίδες μας". Αλλά τότε φυσικά ήταν οι μάχες στα χαρακώματα. Σήμερα; Στα χρόνια τα δικά μας, το να χάνονται παιδιά και νέοι είναι ακόμη βαθύτερο από τον θάνατο της ελπίδας. Για την Ελλάδα η "εποχή της αθωότητας" (δηλαδή της νιρβάνας) έσβησε με την ιστορία του Άλεξ και θρυμματίστηκε

για πάντα με την ιστορία του Δουρή. Ήταν οι δύο περιπτώσεις όπου ήρθαμε να αντιμετωπίσουμε πρόσωπο με πρόσωπο το βαθύ σκότος της διπλανής πόρτας, το γεγονός ότι το κακό ενυπάρχει στον μικρόκοσμό μας. Και στις δύο ιστορίες η χώρα μας έζησε έναν πρωτόγνωρο εφιάλτη γιατί ήρθε να αναμετρηθεί με το ίδιο το πρόσωπό της. Και τώρα, κάτι αντίστοιχο συνέβη με την ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη.

Τι επανέφερε στο προσκήνιο η τραγωδία του νεαρού φοιτητή; Επανέφερε καταρχάς τα παιδιά που εκφοβίζουν, τους νέους ανθρώπους που επιτίθενται επειδή έτσι νομίζουν ότι θα μπορέσουν να τραβήξουν την προσοχή. Παιδιά μεγαλωμένα σε σπίτια όπου μαίνονται οι εκφοβισμοί, σπίτια που σαρώνονται από την οικογενειακή βία. Παιδιά που δεν είδαν ποτέ την επιθετικότητά τους να τιμωρείται, και έτσι την κουβάλησαν από το δημοτικό στο γυμνάσιο και αργότερα στο πανεπιστήμιο (θα την μεταφέρουν σε μερικά χρόνια στα δικά τους παιδιά, και τα δικά τους παιδιά θα δημιουργήσουν τις δικές τους μικρές ή μεγάλες τραγωδίες). Επανέφερε στο προσκήνιο μια ολόκληρη κοινωνία, που εδώ και κάμποσα χρόνια μαστίζεται από μια πρωτοφανή κρίση πολιτισμού (σ.σ.: δεν μας αρέσει ο όρος "κρίση πολιτισμού", επομένως προτιμήσαμε τον όρο "οικονομική κρίση", που είναι πιο επιεικής απέναντι στις δικές μας ατομικές ευθύνες). Μια κοινωνία που επιβραβεύει, όπως όλος ο δυτικός πολιτισμός, τον επιζώντα, τον νικητή, αδιαφορώντας για τον τρόπο της επιβίωσής του. Μια κοινωνία που, πολύ πιο έντονα από κάθε άλλη δυτική κοινωνία, έχει περιθωριοποιήσει την ποίηση, σατιρίζει και σαρκάζει την διαφορετικότητα, έχει εξοβελίσει τους αδύναμους, εξιδανικεύει τους εκάστοτε ισχυρούς και -το χειρότερο;- έχει θεοποιήσει την ψευτο-μαγκιά, τον τσαμπουκά, όσους πουλάνε μούρη και φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ο Χέμινγουέι έγραψε κάποτε πως δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα από έναν λαό που δεν διαβάζει, και ο Έλληνας μοιάζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά εγκλωβισμένος στο μοτίβο των απαίδευτων λαών: έχει βυθιστεί για τα καλά στο εύκολο θέαμα, στις εύκολες διαπιστώσεις, στους εύκολους εξορκισμούς, στις εύκολες κρίσεις. Τίποτε δεν μοιάζει δύσκολο. Όλα είναι μαύρο ή άσπρο, όλα είναι ναι ή όχι.

Σε τέτοιους κόσμους είναι δύσκολο να υπάρχουν μοναχικοί ταξιδιώτες που πρεσβεύουν ίσως το γκρι, και επίσης θεωρείται ξεπερασμένο. Σήμερα η μόνη οδηγία που παίρνεις στο σπίτι σου είναι να είσαι σκληρόπετσος και να κυριαρχήσεις, όχι να είσαι ο εαυτός σου. Σου λένε να δαγκώσεις πριν σε δαγκώσουν για να προλάβεις το δάγκωμα του άλλου, οπότε φτάνεις να γίνεσαι κάποιος που δαγκώνει τους πάντες, ακόμη και κείνους που δεν μεγάλωσαν με την πρόθεση να δαγκώσουν. Σου λένε να φτάσεις στην κορυφή, να γίνεις τέλειος, να βγάλεις λεφτά, να κάνεις τους άλλους να ασχοληθούν μαζί σου. Αυτό είναι το εγχειρίδιο ζωής που λαμβάνεις. Κανείς δεν σου λέει να ακολουθήσεις με υπομονή το όνειρό σου και να απολαύσεις το ταξίδι, με όλες του τις δυσκολίες. Όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα και εύκολα, επομένως ο μόνος τρόπος είναι να δαγκώνεις τους άλλους. Ξεκινάει από τους παιδικούς σταθμούς και φτάνει ως τα γεράματα. Έτσι, η τραγική κατάληξη της ιστορίας του Βαγγέλη επανέφερε στο προσκήνιο την διαπίστωση ότι η κρίση που βιώνουμε είναι καταρχάς ηθική. Όμως αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί όλοι σχεδόν συγκλονιστήκαμε από την ιστορία αυτή; Γιατί μια χώρα ολόκληρη ξέχασε για λίγο τις αντιδικίες περί πολιτικής, τις τηλεοπτικές σαχλαμάρες που την μαγεύουν και την μιζέρια της καθημερινότητάς της, και δάκρυσε ή θύμωσε με την ιστορία του εικοσάχρονου Βαγγέλη; Δεν ξέρω. Ίσως επειδή αναλογίστηκε τις ευθύνες της; Μπορεί... Ναι, μπορεί.... Είναι πιθανόν...

Τώρα λίγα λόγια για σένα. Στις φωτογραφίες δείχνεις γλυκός και ευγενής, και τα μάτια σου είναι φωτεινά. Σπάνια βλέπω φωτεινά μάτια πια, ακόμη και στους ανθρώπους της ηλικίας σου. Αλλά να... Κάθομαι και σκέφτομαι, καλέ μου Βαγγέλη, αυτό που μου είπαν κάποιοι: ότι οι ψυχές που εκπέμπουν μια γλύκα και μιαν ευγένεια, "οι ψυχές οι καθαρές" όπως ωραία το διατύπωσε ένας Κρητικός συγγραφέας του προηγούμενου αιώνα, δεν είναι του κόσμου τούτου, επειδή δεν αντέχουν πολλά. Και άρχισα να σκέφτομαι ότι τελικά κάνουν λάθος. Νιώθω ότι μόνο ψυχές σαν την δική σου, που επειδή είναι φωτεινές κινδυνεύουν εύκολα να σπάσουν από το σκοτάδι των άλλων, μπορούν να με κάνουν να ελπίζω. Ναι, ίσως δεν επιβιώνουν εύκολα ψυχές σαν την δική σου, ή δεν επιβιώνουν καθόλου, όπως εσύ, τουλάχιστον όμως μας δείχνουν πόσο έχει ασχημύνει αυτός ο κόσμος, πόσο στρεβλός και βρώμικος είναι, και πόσο φοβισμένος από ανθρώπους σαν και του λόγου σου. Θα μου πει κανείς, χρειάζεται να θυσιάζονται νέοι για να φτάνουμε σε τέτοιες διαπιστώσεις; Όχι, φυσικά. Μα από την άλλη είναι ανάγκη να δώσουμε ένα μάθημα στους εαυτούς μας. Διότι αυτός ο θάνατος δεν πρέπει να περάσει έτσι, δεν πρέπει να εξανεμιστεί, όπως δεν έπρεπε να περάσει έτσι και η ιστορία του Άλεξ για διαφορετικούς λόγους. Ο θάνατός σου, Βαγγέλη, πρέπει να αποκτήσει μιαν αξία, να γίνει ένα παράδειγμα, ένα ορόσημο, όπως ο θάνατος ενός δεκαπεντάχρονου από τις σφαίρες ενός αστυνομικού. Στην βάση τους δεν απέχουν και πολύ αυτά.

Δεν ξέρω αν έφυγες από το δικό σου χέρι ή από τα χέρια εκείνων που σε βασάνιζαν. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν έφυγες μόνος. Χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, μπορεί και εκατομμύρια, πεθάναμε μαζί σου.

Κατηγορία: Ελλάδα
Keywords
Τυχαία Θέματα