Γιώργος Παπανδρέου: Η επιστροφή

Στέφανος Δάνδολος

Πολύ φοβάμαι ότι ο Νόρμαν Μέιλερ είχε δίκιο. «Πάρε έναν πρώην πολιτικό ηγέτη και άνοιξε τον στα δυο», είχε γράψει το 1975 στο επετειακό φύλλο της Village Voice, του πρωτοποριακού εντύπου που εισήγαγε τον όρο Νέα Δημοσιογραφία.

«Τι θα βρεις; Αυταρέσκεια, νοσταλγία, μελαγχολία και αρτηρίες φραγμένες από αναμνήσεις μεγαλείων. Το μόνο που δεν θα βρεις –ή θα το βρεις σπάνια– είναι η αυτοεπίγνωση».

Κάθομαι και το σκέφτομαι. Ο μόνος ίσως από τους Έλληνες πρώην πολιτικούς ηγέτες που θα μπορούσε να σου πει κάμποσα για τον Νόρμαν Μέιλερ είναι ο Γιώργος Παπανδρέου. Όπως θα μπορούσε να σου πει αρκετά για το κίνημα των μπίτνικς, το σινεμά του Φελίνι, το «Dark side of the moon» των Πινκ Φλόιντ, την ποίηση του Γουίτμαν. Είναι αυτής της μενταλιτέ. Μακράν ξένος. Πραότητα κεντροευρωπαϊκή, ιδιοσυγκρασία ήρωα ενός campus novel, γονίδια αμερικανικής κουλτούρας που στο βάθος, στο πολύ βάθος, δεν έπαψαν ποτέ να καθρεφτίζουν εικόνες από τον ακτιβισμό της εποχής των ονειροπόλων.
Το πώς ο Γιώργος Παπανδρέου κατάφερε να γίνει κάποτε πρωθυπουργός, την στιγμή που αν λεγόταν Τζορτζ Φρίμαν ή Τζορτζ Κάρτερ θα ήταν ένας πανευτυχής καθηγητής λογοτεχνίας που θα σου ανέλυε καταλεπτώς βιβλία σαν τον «Οδυσσέα» του Τζόις και το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» του Πίντσον, είναι στα μάτια μου ένα θαύμα που μόνο η πολιτική μπορεί να γεννήσει. Φυσικά από τα ερείπια του προκατόχου του στην εξουσία της χώρας, οτιδήποτε θα μπορούσε να γεννηθεί. Ωστόσο η δική του περίπτωση έμοιαζε πάντα ιδιάζουσα. Παραήταν φανερό ότι του έλειπε η γαλιφιά του πατέρα του, η νεοελληνική μαγκιά, ο τσαμπουκάς να κατεβάζεις υπουργούς από το αεροπλάνο. Παραήταν επίσης προφανές ότι του έλειπε το είδος της ψυχρότητας που προκαλεί ταράκουλο στον αντίπαλο (Σημητικό γνώρισμα) ή το είδος της ρητορείας που μπορεί να σε πείσει ότι είσαι λευκός ενώ είσαι μαύρος κατράμι (Βενιζελικό γνώρισμα). Όμως, ο Γιώργος Παπανδρέου σου έδινε πάντα την εντύπωση ότι είχε αυτοεπίγνωση εκεί όπου οι άλλοι μαστίζονταν από ουτοπικές εμμονές. Το έβλεπες συνήθως στο βλέμμα του ότι το όνομα δεν ήταν μόνο ευχή, μα και το αντίθετό της. Και για λίγο το πίστεψες. Στο τέλος του έργου όπου ήταν πρωταγωνιστής, με τον πράσινο ήλιο να δύει πάνω από τα συντρίμμια της χώρας, η φιγούρα του να φεύγει προς κάποιο ξένο πανεπιστήμιο όπου θα έβρισκε επιτέλους την υγειά του, αποτέλεσε ένα σπάνιο ενσταντανέ της πολιτικής: είδες να αποχωρεί κάποιος που ήταν συμβιβασμένος με την αποτυχία του. Διόλου ελληνικό γνώρισμα.
Τώρα, καθώς ο ίδιος πράσινος ήλιος έχει πάψει να είναι πράσινος και αχνοφέγγει σαν αρχαίος πυρσός, η επιστροφή του Γιώργου Παπανδρέου στα εσωτερικά του ΠΑΣΟΚ και στις άχαρες ζυμώσεις του δύσκολου αυτού Νοέμβρη, καταρρίπτει την φιλοφρόνηση με την οποία αποτύπωσες τότε την άδοξη φυγή του. Δεν σου μοιάζει και τόσο κεντροευρωπαϊκό τούτο το γνώρισμα, να θέλει ξαφνικά να εμπλακεί πάλι σε μια υπόθεση για την οποία ό,τι είχε να δώσει το έδωσε. Ούτε σου θυμίζει ήρωα campus novel μήτε καν πρωταγωνιστή καφκικής φάρσας. Όχι, το σενάριο μοιάζει μάλλον φωσκολικό, το αντίθετο της φελινικής μαγείας. Ένας πρώην πρωθυπουργός και αρχηγός κόμματος που αναζητεί κάποια δίοδο στο στενό πέρασμα της λήθης. Αυτοεπίγνωση; Αυτογνωσία; Μα πού χάνονται τούτες οι αρετές, αναρωτιέσαι; Τι τις κάνει να χάνονται, να σβήνουν; Ο πόθος της εξουσίας; Η ανάγκη να αποδεικνύεις διαρκώς στον εαυτό σου πράγματα που οι άλλοι δεν ενδιαφέρονται πια να αποδείξεις; Η βαρεμάρα; Ο Γλαύκος Κληρίδης μου είχε πει κάποτε ότι η χειρότερη κατάρα για έναν πολιτικό είναι η ησυχία. Αυτό είναι; Μπούχτισε στην ησυχία του ο Γιώργος Παπανδρέου και αποφάσισε να γυρίσει; Ό,τι και να είναι, μοιάζει λυπηρό. Μου θυμίζει κάτι παλιές δόξες του πενταγράμμου που καταλήγουν να τραγουδάνε σε μισοερημωμένες αίθουσες συνεστιάσεων, κάπου στην επαρχία. Η πτώση είναι τόσο αργή, που δεν αντιλαμβάνονται ότι πεθαίνουν παρατεταμένα.
Δεν ξέρω πού θα βγάλει η παράξενη αυτή αναβίωση της διαμάχης του 2007 και τι μπορεί πραγματικά να προσφέρει ο όρος «Δημοκρατική Παράταξη» για το ΠΑΣΟΚ. Δεν με ενδιαφέρει καν η ειρωνεία ότι ο κ. Βενιζέλος προτείνει σαν φάρμακο την παράφραση ενός όρου που πρώτος χρησιμοποίησε ο πατέρας του Γιώργου (ο οποίος για να επιταχύνει την διόγκωση του κόμματός του, επινόησε την «Δημοκρατική Συνεργασία» την άνοιξη του 1977). Δεν με απασχολεί, μπροστά στην σωρεία των ανοιχτών μετώπων που έχει η χώρα μου, το αν θα κάνει Συνέδριο το ΠΑΣΟΚ ή όχι. Και δε με νοιάζει αν ο Γιώργος Παπανδρέου επανέλθει στην διεκδίκηση του πράγματος που ίσως και να θεωρεί πατρική του κληρονομιά. Εκείνο που με αφήνει αποσβολωμένο είναι το πώς, την ώρα που πασχίζουμε να κρατηθούμε στον χάρτη, θέτει τέτοια ζητήματα μικροπολιτικής ο ίδιος άνθρωπος του οποίου στα χέρια έσκασε η βόμβα που απείλησε να μας αφανίσει. Και αναρωτιέμαι. Τι συμβαίνει στα μυαλά τέτοιων ανθρώπων; Αδυνατούν να κατανοήσουν την εικόνα τους στη κοινωνία; Τόσο επιρρεπείς είναι στις προτροπές των κολάκων τους; Ή ζουν στο κόσμο τους; Κι αν ζουν στο κόσμο τους τώρα, τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι δεν ζούσαν και τότε, και ότι εκλέγουμε ανθρώπους που δεν έχουν την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα; Ας με συγχωρέσει ο Γιώργος Παπανδρέου. Ποτέ δεν πίστεψα ότι είχε τεράστιες ηγετικές ικανότητες. Υπήρξε ένας εξαιρετικός υπουργός εξωτερικών, ένας χαρισματικός συζητητής και ίσως ένας ρομαντικός ιδεολόγος παλαιάς κοπής, πολύ πιο ατόφιος πιθανώς και από τον Ανδρέα. Δεν υπήρξε ποτέ ένας χαρισματικός πρωθυπουργός. Εντούτοις εάν το απογοητευτικό πέρασμά του κατάφερε λίγο να ατονήσει στην μνήμη μας τα τελευταία χρόνια, αυτό επιτεύχθηκε με την βοήθεια της διακριτικής του απόσυρσης. Μπαίνοντας ξανά στο παιχνίδι, δεν με έκανε απλά να ξεχάσω τις σπάνιες αρετές της δικής του κουλτούρας, αλλά και να θυμηθώ ότι ήταν από κείνους που οδήγησαν την Ελλάδα στην χρεοκοπία.

Κατηγορία: Πολιτική
Keywords
Τυχαία Θέματα