Οι δρόμοι της στάχτης

Του Στέφανου Δάνδολου

Τον έναν τον βλέπω συχνά. Πότε στην Ομόνοια, κοντά στις σκάλες του μετρό προς την Αθηνάς, πότε επί της Πανεπιστημίου, χαμηλά, λίγο πριν την Αιόλου. Δεν γίνεται να μην τον προσέξεις. Του λείπουν χέρια και πόδια, και το πρόσωπό του είναι καμένο. Βρίσκεται κατά γης και βγάζει υπόκωφες κραυγές που με κάποιον παράξενο τρόπο μοιάζουν με σιωπή. Έχω δει παιδιά να τρομάζουν βλέποντάς τον, ενήλικες να στρέφουν αλλού το βλέμμα τους, οι περισσότεροι από οίκτο. Μα ποιος μπορεί να συλλάβει τέτοια δυστυχία. Χωρίς χέρια,

χωρίς πόδια, καμένος. Ένα κουφάρι πεταμένο στην άκρη του δρόμου με ένα δίσκο μπροστά του, που αμφιβάλλω αν ο ίδιος μπορεί να τον διακρίνει.

Χθες το μεσημέρι ήταν πάλι εκεί. Του άφησα λίγα κέρματα, αν και αυτό που θα ήθελα ήταν να ήμουν θεός και να μπορούσα να του αφήσω ένα θαύμα. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; σκέφτομαι κάθε φορά που τον βλέπω. Ποιος ήταν πριν γίνει έτσι; Ίσως κάποτε είχε γονείς που κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, τον έπαιρναν στην αγκαλιά τους και τον νανούριζαν στο σκοτάδι, όπως κάνω εγώ με τον γιο μου. Τι όνειρά είχε; Ποιες ελπίδες; Τι αγαπούσε; Και πώς αυτά τα συναισθήματα επιβιώνουν πίσω από τα χαλάσματα ενός ρημαγμένου σώματος; Τι μπορεί να νιώθει τώρα, μες στην σιωπή των κραυγών του;

Κάθε φορά που περνώ από μπροστά του, θέλω να τον σηκώσω στα πόδια του, να του δώσω πίσω όσα έχασε, να ληστέψω τρεις τράπεζες και να γεμίσω τον δίσκο του όσο δεν πάει. Κάποιοι λένε ότι για να δεις τον ήλιο πρέπει πρώτα να αντέξεις την βροχή, αλλά για πλάσματα σαν κι αυτόν, όλα είναι βροχή, δεν θα υπάρξει ποτέ ήλιος. Ύστερα αναρωτιέμαι εάν θέλει να βρίσκεται εκεί, σε κοινή θέα, έτσι που τα παιδιά τρομάζουν καθώς τον βλέπουν και τα πουλιά φτερουγίζουν μακριά. Κι αν δεν θέλει, πώς θα το έλεγε χωρίς στόμα, χωρίς χείλη; Κι αν εκμεταλλεύεται κάποιος αυτό το κουφάρι, πώς θα το ξέραμε; Έχει γίνει ο δικός μου καμένος, όπως είχε η Χάννα τον «Άγγλο Ασθενή» της σε κείνη την μισοερειπωμένη βίλα της Φλωρεντίας. Χθες το μεσημέρι πήρα τηλέφωνο στον Δήμο Αθηναίων και τους ανέφερα την περίπτωση. Σήμερα ήταν πάλι εκεί, στην γωνιά του.

Τον άλλο τον είδα χθες, επί της Σταδίου, λίγο πιο κάτω από τον Ιανό. Τον ήξερα. Το πρόσωπό του μου ήταν γνώριμο από άλλες εποχές, χωρίς να μπορώ να θυμηθώ από πού ακριβώς. Ήταν καλοστεκούμενος, γύρω στα εβδομήντα, και είχε καθίσει σε ένα πεζούλι, όπως κάνεις όταν κουράζεσαι από το περπάτημα στο κέντρο της Αθήνας, ή όταν περιμένεις κάποιον. Δεν είχα καταλάβει γιατί είχε σταθεί εκεί. Δεν υπήρχε ούτε πιατάκι μπροστά του ούτε δίσκος, τίποτα που να προδίδει την δική του βροχή. Περνώντας από μπροστά, του έριξα μια φευγαλέα ματιά, όπως κοιτάζεις κάποιον που έχει αόριστα γνώριμο πρόσωπο, και πρόσεξα πως, ενώ η πλάτη του ήτανε ίσια και το σακάκι του σιδερωμένο και κομψό, τα χέρια του ήταν με ανεπαίσθητο τρόπο απλωμένα μπροστά και έτρεμαν ελαφρώς. Και τότε ήταν που άκουσα την φωνή του. Ήταν ραγισμένη, σαν να μην ήξερε τον τρόπο που ξεστομίζεις την απελπισία. Ίσως μέχρι χθες δεν το είχε επιχειρήσει. Ίσως σήμερα να ήταν η πρώτη του μέρα. Πάντως από τις ρωγμές ξετρύπωσαν τρεις λέξεις. «Μια βοήθεια, παρακαλώ».

Ντράπηκα στην ιδέα ότι μπορεί να με θυμόταν κι αυτός κάπως αόριστα και φοβούμενος ότι ενδεχομένως θα τον έφερνα σε δύσκολη θέση, δεν σταμάτησα. Ίσως όμως δεν σταμάτησα επειδή είδα το πρόσωπό του και στη θέα των δικών του εγκαυμάτων, της καμένης μέσα γης, αναγνώρισα όλους εμάς που τον προσπερνούσαν δίχως να σταματούν. Πόσο εύκολο είναι να περάσεις αυτή την λεπτή γραμμή που χωρίζει τον κόσμο που έχει από τον κόσμο που δεν έχει. Δεν είναι παρά μια λεπτή γραμμή, τίποτε άλλο. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε ένα κουφάρι που τρομάζει τα πουλιά και σε ένα κουφάρι κρυμμένο πίσω από ένα σακάκι και ένα πουλόβερ. Καμία. Ή όχι, ίσως υπάρχει μία. Ακόμη κι αν κλαίει ο δικός μου καμένος, δεν μπορεί να το δείξει, το πρόσωπό του είναι στάχτη και στην στάχτη δεν κυλάει τίποτα υγρό. Ενώ εκείνος ο καλοστεκούμενος άνδρας, που στην όψη μοιάζει με τον πατέρα μου, είχε απλώσει πολύ διακριτικά τα χέρια του, και ζητούσε βοήθεια σαν να ήθελε να μην τον ακούσει κανείς. Και στο πρόσωπό του κυλούσαν δάκρυα. Η στάχτη ήταν στην ψυχή.

Κατηγορία: Ελλάδα
Keywords
Τυχαία Θέματα