Το Post που θα σε καταστρέψει

Στέφανος Δάνδολος

Η ευκολία με την οποία πληκτρολογείς μερικές λέξεις και έπειτα πατάς Post.

Ο θρίαμβος, και ταυτόχρονα η μεγάλη παγίδα, των social media. Από τη μία να νιώθεις ότι ασκείς μια παρέμβαση και από την άλλη να συμμετέχεις σε ένα είδος μαζικής παραφοράς, όπου οι αποχρώσεις του χλευασμού αποτελούν την χειρότερη μορφή κανιβαλισμού.

Τον Δεκέμβριο του 2013, ο Τζάστιν Σάκκο, κορυφαίο στέλεχος της πολυεθνικής εταιρείας IAC, σκάρωσε ένα αποτυχημένο αστειάκι στο Τουίτερ. Έγραψε: «Going to Africa.

Hope I don’t get AIDS. Just kidding. I am white!» Η φράση του έκανε μέσα σε μια νύχτα τον γύρο του κόσμου. Το Ίντερνετ τον κατασπάραξε. Έχασε την δουλειά του, βρέθηκε ξαφνικά στα αζήτητα. Σήμερα είναι ξεχασμένος. Ο βρετανός συγγραφέας Τζον Ρόνσον στο καινούργιο του βιβλίο που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες με τίτλο «So You’ve been Publicly Shamed», στήνει μια έρευνα γύρω από τις κοινωνικές επιπτώσεις του φαινομένου που ονομάζεται «ελευθερία έκφρασης» στα social media, χρησιμοποιώντας στον πυρήνα του την ιστορία του Σάκκο. «Υπήρχε μια αγριότητα στον τρόπο με τον οποίο κατεδαφίστηκε εκείνος ο άνθρωπος», είπε στο περιοδικό Rolling Stone ο συγγραφέας, «μια αγριότητα για την οποία δεν πίστευα ότι είμαστε ικανοί». Κι όμως είμαστε ικανοί. Μια ματιά να ρίξει κανείς στα καθημερινά timelines του φέισμπουκ και του τουίτερ και θα διαπιστώσει πως η ελευθερία της έκφρασης έχει εκτραπεί σε ελευθερία της χλεύης. Πόσες φορές δεν έχουμε έρθει αντιμέτωποι με τον πειρασμό να αποδοκιμάσουμε με μια λέξη έναν άνθρωπο που είπε κάτι, που έκανε κάτι, που δημιούργησε κάτι; Πόσες φορές δεν έχουμε υποκύψει σε αυτόν το πειρασμό; Ο Φάνης Γκέκας χάνει ένα πέναλτι και χιλιάδες ύβρεις εκτοξεύονται στον ουρανό του διαδικτύου, γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος ενός έθνους. Ο Σάκης Ρουβάς τραγουδάει Μίκη και διασύρεται από εκατομμύρια ανθρώπους που δεν περιμένουν καν να τον ακούσουν. Πρόσωπα της πολιτικής, των Τεχνών και φυσικά της Τηλεόρασης, πρόσωπα που κάνουν την δουλειά τους δημόσια, σε κοινή θέα, αποδοκιμάζονται με την ίδια ευκολία που αποθεώνονται, χθες είναι ήρωες, σήμερα είναι καταγέλαστες φιγούρες. Παλιά λέγαμε «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά». Στις μέρες μας, με την ταχύτητα των social media, δεν υπάρχει καν λόγος για καπνό. Η φωτιά πιάνει αμέσως και λυσσομανάει.

Φυσικά, εκείνο το ανώτατο στέλεχος της πολυεθνικής εταιρείας υπέπεσε σε ένα τεράστιο λάθος, το αστείο του συνδύασε ρατσιστική και σεξουαλική χλεύη μαζί, οπότε το οργισμένο πλήθος με τις πέτρες στα χέρια δεν δίστασε ούτε στιγμή να ξεκινήσει τον λιθοβολισμό. Αναρωτιέμαι όμως: πόσο καταπιεσμένα πρέπει να είναι τα σύνδρομα μιας κοινωνίας για να διαλύει εν μια νυχτί ανθρώπους που υπέπεσαν σε λάθη. Και να πώς επανέρχομαι στην αρχική πρόταση του κειμένου: η ευκολία με την οποία πληκτρολογείς μερικές λέξεις και έπειτα πατάς Post είναι σχεδόν εφάμιλλη με την ευκολία που λες κάτι προφορικά. Πάνω στα νεύρα σου ή στην ευθυμία σου θα βρίσεις, θα πετάξεις μια πατάτα, θα προσβάλλεις. Η διαφορά εδώ είναι ότι τα γραπτά μένουν, ακόμη κι αν κάνεις delete ύστερα από μερικά λεπτά. Αυτό που γράφεις δεν παίρνεται πίσω, δεν σβήνεται ολοσχερώς. Έχει ειπωθεί. Να γιατί φρίττω, λόγου χάρη, όταν βλέπω νεαρούς σπουδαστές δημοσιογραφίας, εικοσάχρονα παιδιά, να παρασύρονται από το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, και να βρίζουν δημόσια παράγοντες που είναι παράλληλα και εκδότες και των οποίων την πόρτα ενδεχομένως θα χτυπήσουν αύριο για να βρουν δουλειά. Δεν σκέπτονται πως κάθε λέξη που ξεστομίζει κανείς σε κοινή θέα θα τον ακολουθεί σε όλη του την ζωή; Ή έχουμε περάσει σε μια ελαφρότητα που επισφραγίζει πια ανεπιστρεπτί την αναρχία του λόγου;

«Η δημοκρατία της δικαιοσύνης στα social media έχει πάρει εφιαλτική μορφή», λέει ο Τζον Ρόνσον που στο βιβλίο του αναφέρει περιπτώσεις ζωών που καταστράφηκαν μέσω τουίτερ ή φέισμπουκ, όπως ακριβώς καταστράφηκε και ο Τζάστιν Σάκκο. Αναφέρει τον Τζόνα Λέρερ, έναν πρώην δημοσιογράφο του New Yorker, τον Λίντσεϊ Στόουν, έναν άσημο εργάτη φιλανθρωπικών έργων, που ανέβασε μια «λάθος» φωτογραφία, μνημονεύει πολλούς ακόμα. Εκείνο που μένει είναι μια πικρή γεύση. Είτε το θέλουμε είτε όχι, τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει ένας καθρέφτης, και ας μην μπούμε στο ευαίσθητο (και ολίγον οργουελικό) κομμάτι που λέει ότι πολλές εταιρείες σήμερα, πριν προσλάβουν κάποιον, τον τσεκάρουν από τους λογαριασμούς του. Ας δούμε το φαινόμενο σαν μια πληγή. Θεωρώ γελοίο το να χλευάσεις ή να υβρίζεις χωρίς επιχειρήματα, μόνο υπό την ασπίδα του εύκολου αστεϊσμού. Ταυτόχρονα όμως θεωρώ ανεπίτρεπτο το να κανιβαλίζουμε κάποιον επειδή είπε κάτι λάθος, επειδή παρασύρθηκε για μια φορά από την ευκολία του ποσταρίσματος. Μπορεί να καταστραφεί μια ολόκληρη ζωή από ένα τουίτ; Κι όμως μπορεί. Για σκεφτείτε το. Ξεπερνάει τον εφιάλτη. Όπως λέει και ο Ρόνσον: «Θέλω να ζω σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι δεν θα προσδιορίζονται από την χειρότερη στιγμή τους». Δυστυχώς σε έναν τέτοιο κόσμο έχουμε φτάσει να ζούμε.

Κατηγορία: Κόσμος
Keywords
Τυχαία Θέματα