Βουλή: Παράθυρο για διαφορετικό όριο ηλικίας για αποχώρηση ιατρών ΕΣΥ, αν συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος

Έκθεση με αφορμή νομοσχέδιο του υπουργείο Υγείας γνωστοποίησε η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής.

Δεν εμποδίζεται ο κοινός νομοθέτης να ορίσει διαφορετικό όριο ηλικίας κατά κλάδους υπαλλήλων του δημοσίου, όταν ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας το δικαιολογούν, σημειώνει στην έκθεσή της η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, αναφορικά με το άρθρο του νομοσχεδίου του υπουργείου Υγείας για την «παράταση χρόνου παραμονής στην υπηρεσία ιατρών κλάδου Εθνικού Συστήματος

Υγείας και νοσοκομειακών φαρμακοποιών».

Η Επιστημονική Υπηρεσία αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Υπαλληλικό Κώδικα, ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του εξηκοστού έβδομου (67ου) έτους της ηλικίας του. Δεν εμποδίζεται, όμως, ο κοινός νομοθέτης να ορίσει διαφορετικό όριο ηλικίας κατά βαθμό ή βαθμούς υπαλλήλων (βλ. ΣτΕ 1093/1958) ή κατά κλάδους υπαλλήλων, όταν οι ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας το δικαιολογούν (βλ. ΣτΕ 362, 363/1939).

«Έχει κριθεί, μάλιστα, ειδικώς ότι η, ως προς ειδική κατηγορία ιατρών του Ε.Σ.Υ., παρέκκλιση του κανόνα της αποχώρησης των ιατρών του Ε.Σ.Υ. από την υπηρεσία σε ορισμένη ηλικία, δεν παρίσταται συνταγματικά αδικαιολόγητη, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις ή λόγοι που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον ή ειδική σκοπιμότητα (βλ. ΣτΕ 2907/2000)», αναφέρει η επιστημονική υπηρεσία.

Γυαλιά πρεσβυωπίας

Η έκθεση αναφέρεται και στη νέα ρύθμιση σύμφωνα με την οποία, ειδικά για την περίπτωση διάθεσης, από φαρμακεία, τυποποιημένων ομματοϋαλλίων (πρεσβυωπίας) και υγρών φακών επαφής, δεν είναι υποχρεωτικός ο ορισμός οπτικού ως επιστημονικά υπευθύνου. «Τα οπτικά είδη, όπως και τα φάρμακα, δεν αποτελούν μόνον καταναλωτικά προϊόντα, αλλά, ιδίως, αγαθά που χρησιμεύουν ως μέσο αντιμετώπισης των διαθλαστικών ανωμαλιών των οφθαλμών, και, ως εκ τούτου, εντάσσονται στη σφαίρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Αντίστοιχα, το επάγγελμα τόσο του οπτικού όσο και του φαρμακοποιού επιτελεί κοινωνική αποστολή και εξασκείται (και) σε χώρους εξυπηρέτησης των πολιτών (καταστήματα οπτικών και φαρμακεία, αντίστοιχα), οι οποίοι δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά παρέχουν και αγαθά ζωτικής σημασίας για τη δημόσια υγεία. Όπως έχει παγίως κριθεί, η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην υγεία συνεπάγεται ότι το Κράτος υποχρεούται να παρέχει στους πολίτες υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου οι οποίες σαφώς να καλύπτουν τις ανάγκες για διάγνωση και θεραπεία των παθήσεων, παρέχοντας τα αναγκαία φάρμακα», αναφέρει η επιστημονική υπηρεσία και προσθέτει:

«Διατάξεις περί της υποχρέωσης, ή όχι, ορισμού οπτικού ως επιστημονικά υπευθύνου καταστήματος μη οπτικών ειδών, το οποίο διαθέτει εν όλω ή εν μέρει οπτικά είδη, κρίνονται υπό το πρίσμα της στάθμισης της ελευθερίας άσκησης οικονομικής και επαγγελματικής δραστηριότητας με την προστασία της δημόσιας υγείας, και, ειδικότερα, του κατά πόσον περιορισμοί της εν λόγω ελευθερίας παρίστανται αναγκαίοι και κατάλληλοι για τη διασφάλιση του επιδιωκομένου με αυτές σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1991/2005) ή κατά πόσον η άρση περιορισμών της εν λόγω ελευθερίας, όπως εν προκειμένω, δύναται να υποβαθμίσει το επίπεδο παροχής υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες - εξαιτίας της απουσίας στο κατάστημα διάθεσης οπτικών ειδών και της αντίστοιχης έλλειψης εποπτείας κατά τη διάθεσή τους όπως και καθοδήγησης των ασθενών - από προσωπικό που δεν είναι οπωσδήποτε καταρτισμένο στον εξειδικευμένο κλάδο της επιστήμης της υγείας η οποία αφορά τους οφθαλμούς και τα προϊόντα αντιμετώπισης οφθαλμολογικών παθήσεων».

Δαπάνες νοσοκομείων

Σε σχέση με τη «Νομιμοποίηση δαπανών των νοσοκομείων και των Υγειονομικών Περιφερειών» που έχει περιληφθεί στο νομοσχέδιο, η επιστημονική υπηρεσία αναφέρει ότι κατά τη διενέργεια των σχετικών δαπανών από τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και τις Υ.Πε, πέραν της ρητής προϋπόθεσης να είναι οι δαπάνες εντός των εγκεκριμένων πιστώσεων των προϋπολογισμών τους των αντιστοίχων ετών αναφοράς, θα πρέπει να τηρείται και το εύλογο μέτρο από τους προβαίνοντες στη δαπάνη.

Δοθέντος ότι ο έλεγχος που ασκεί το Ελεγκτικό Συνέδριο λειτουργεί ως μέσο στα χέρια της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας, για την εξυπηρέτηση της διαφάνειας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η παράταση ισχύος τέτοιων διατάξεων όπως και ο επαναληπτικός τους χαρακτήρας, αναφέρει η Επιστημονική Υπηρεσία «αποδεικνύει κατά κύριο λόγο την παθογένεια και την πρόδηλη αδυναμία της Διοίκησης να προγραμματίσει και να διενεργήσει τακτικές διαγωνιστικές διαδικασίες και εν γένει σύννομες διαδικασίες με άλλοθι τη δεινή οικονομική κατάσταση της Χώρας» και άγει σε «ασκήσεις ισορροπίας των δικαστών μεταξύ της προστασίας του δημοσίου χρήματος που καλούνται προεχόντως να υπηρετήσουν και της προστασίας εν γένει άλλων μορφών του δημοσίου συμφέροντος, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας με τη μη διατάραξη της συνεχούς και αδιάλειπτης προμήθειας αγαθών και παροχής συναφών υπηρεσιών».

Σε κάθε περίπτωση, «στη ρυθμιστική (…) εξουσία του κοινού νομοθέτη εμπίπτει και η θέσπιση διατάξεων για τη "νομιμοποίηση" δαπανών, εφόσον όμως οι σχετικές ρυθμίσεις δεν είναι τέτοιου είδους και τέτοιας έκτασης ώστε να καταλύεται ουσιαστικώς η (…) ελεγκτική αρμοδιότητα του ΕλεγκτικούΣυνεδρίου και να αναιρείται, συνακόλουθα, η δυνατότητα αναζήτησης, μέσω αντίστοιχου καταλογισμού, των χρηματικών ποσών που δαπανήθηκαν παρανόμως (Ολ. Ε.Σ. 981/2016)», επισημαίνει η επιστημονική υπηρεσία.

Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα