Γιατί όλοι μιλάνε για το Rex;

Λοιπόν, βγάλτε λίγο από το μυαλό σας αυτά που έγραψα τις προάλλες για το νέο show της Άννας Βίσση στο Rex. Όχι, δεν το λέω επειδή άλλαξα γνώμη, ίσα, ίσα επιμένω ότι πρόκειται για το καλύτερο θέαμα που παρακολούθησα φέτος (εδώ που τα λέμε βέβαια δεν είδα και πολλά). Απλώς το λέω για να μην είστε επηρεασμένοι και να διαβάσετε πιο χαλάρα στο Down Town που κυκλοφορεί, τον Τάσο Θεωδορόπουλο να αναλύει τους λόγους για τους οποίους… «Όλοι φέτος μιλάνε για το Rex».

 

Σε μερικά πράγματα δεν υπάρχει μέση οδός. Ή σου πετυχαίνουν και κάνεις πάρτι ή τα ξεχνάς, αλλά δυστυχώς τα θυμάται για όλους τους λάθος λόγους ο κόσμος. Το «Δώδεκα», το φετινό πρόγραμμα της Άννας Βίσση με την καλλιτεχνική επιμέλεια της Μυρτώς Κοντοβά, είναι ένα από αυτά. Θα μπορούσε να είναι η καταστροφή της σεζόν. Και χωρίς να κρύβω τη μεροληψία μου, όσον αφορά τα τρυφερά μου αισθήματα απέναντι και στις δυο τους, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι, αν το δοκίμαζε οποιοσδήποτε άλλος, θα δημιουργούσε σχεδόν σίγουρα την καταστροφή της χρονιάς. Θέλει ταλέντο, κόπο, συναίσθημα, πίστη στο στόχο σου και αλογόκριτο πάθος για να παίξεις το παιχνίδι της αποδόμησης και να ροκάρεις πάνω στα οικοδομικά υλικά σου. Θέλει μέτρημα αλλά και τρέλα, με ζυγαριά ακριβείας, για να μπορείς να τα ισορροπήσεις. Και πάνω απ’ όλα θέλει γνώση. Της μουσικής και της εικόνας. Της δικής σου αλλά και της εποχής σου. Θέλει αίσθηση της πιο χαρούμενης εκδοχής του pop και γκαζολίνη που να μπορεί να διατρέξει με ροκ ταχύτητα εικόνες και εποχές, προσδοκίες και συμπεριφορές, λαϊκή πίστα και musical performance.

Η Άννα συνηθίζει, όταν αναφέρεται στο «Δώδεκα», να το προσδιορίζει σαν «πάρτι». Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να κάνεις ένα πετυχημένο πάρτι. Ειδικά όταν λαμβάνει χώρα σε έναν ιστορικό χώρο μαζικής νυχτερινής διασκέδασης κι όταν έχει σαν επίκεντρο μια φιγούρα του μεγέθους της Βίσση. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα το ρολόι αρχίζει και χτυπάει μετρώντας αντίστροφα, ενώ από το video projector σκάνε όμορφα γραφιστικά σε παραλλαγές της αφίσας της παράστασης. Ακριβώς στις 12.00 η Άννα Βίσση εμφανίζεται μπροστά από ένα «μαγικό» ρολόι, με ένα καπέλο ταχυδακτυλουργού, σε ένα φροντισμένα μετα-καταστροφικό, ατημέλητο σκηνικό, που μοιάζει να έχει φτιαχτεί από τμήματα νεοϋορκέζικων hip νεανικών musical όπως το Rent. Το τι συμβαίνει ακριβώς από κει και πέρα μπορεί να αποδοθεί μόνο με δονήσεις και συναισθήματα, όχι με λέξεις.

Ένα ασταμάτητο σφυροκόπημα γνωστών τραγουδιών, ελληνικών και ξένων, παντρεμένων με δικές της επιτυχίες που έχουν επανεφευρεθεί και προσδιοριστεί σαν τώρα, και όχι σαν λιτανεία στο παρελθόν. Ντυμένη σε νεο-grunge φροντισμένο casual από την κόρη της, Σοφία, με μια μπάντα σε διάθεση και σε γκάζια κολεγιακού συγκροτήματος σε στάδιο, τίποτα –μα τίποτα– δεν σου θυμίζει πίστα νυχτερινού κέντρου, εκτός από τα λουλούδια που πέφτουν. Από τα γλυκά κορίτσια στα background φωνητικά, μέχρι τους Wedding Singers, που μπλέκουν το χρωματιστό στιλιζάρισμα της παρουσίας τους με τον τσαμπουκά και την ενέργεια ερεθισμένου

Keywords
Τυχαία Θέματα