Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Δεν υπάρχει χρόνος, η νέα κυβέρνηση ξεκινά με δυσμενέστερους όρους

Σαφή προειδοποίηση προς τη νέα κυβέρνηση αποτελεί η τριμηναία έκθεση του γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής που κατατέθηκε το πρωί της Παρασκευής, επικαιροποιημένη μετά το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου.

Στην έκθεση την οποία παρέδωσε στον απερχόμενο πρόεδρο της Βουλής ο συντονιστής του γραφείου καθηγητής Παναγιώτης Λαιργκόβας (φωτογραφία),

περιγράφεται το τοπίο που διαμορφώνει η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές αλλά και όλες οι εκκρεμότητες που έχει η χώρα μας σε σχέση με τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της.

Εκφράζεται η προειδοποίηση ότι πρέπει οι αποφάσεις της κυβέρνηση να ληφθούν ταχύτατα και σημειώνεται με έμφαση ότι «η νέα κυβέρνηση εκκινεί από δυσμενέστερη αφετηρία σε σύγκριση με την κατάσταση που πήγαινε να διαμορφωθεί το 2014.» αλλά το ενδεχόμενο να χαθούν συνολικά 50 δισ. ευρώ για την Ελλάδα, τα επόμενα χρόνια.

Παράλληλα όμως, στην έκθεση εκφράζεται το συμπέρασμα ότι «για οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους, κατά την εκτίμησή μας, οι εταίροι δε θα είναι ανυποχώρητοι στις θέσεις τους όπως διαμορφώθηκαν έως τα τέλη του 2014.»

Αναλυτικά, στην έκθεση επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα εξής:

Tο διαπραγματευτικό τοπίο μετά τις εκλογές

Η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει πολλές εκκρεμότητες και πρέπει να συμφωνήσει με τους εταίρους για το τι είναι δυνατό και πώς θα χρηματοδοτηθεί.
Βρίσκει στο τραπέζι συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα σε μια σειρά θεμάτων. Περιλαμβάνουν:

Συμφωνία για τα προαπαιτούμενα (δημοσιονομικό κενό, μεταρρυθμίσεις) μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2015 και αξιολόγηση του προγράμματος προσαρμογής («μνη- μονίου ΙΙ»), με την παράλληλη αποδέσμευση των τελευταίων δόσεωνΣυμφωνία για ένα διάδοχο εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης,Επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τη συμμετοχή τους στο πρό-
γραμμα ύψους περίπου €2 δισ.,Έγκριση «προληπτικής γραμμής πίστωσης» στον ΕΜΣ,Ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους (σύμφωνα με δέσμευση του Eurogroup
από τον Νοέμβριο 2012!),Συμμετοχή στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (δηλαδή αγοράς κρατικών ο-
μολόγων) που η ΕΚΤ αποφάσισε στις 22.1.2015. Η συμμετοχή της Ελλάδος θα είναι δυνατή από τον Ιούλιο 20151 υπό όρους (αποπληρωμή χρέους προς ΕΚΤ, συμφωνία για πρόγραμμα προσαρμογής). Αν η χώρα συμμετάσχει στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» θα μπορέσει να εφαρμόσει κυρίως αναπτυξιακά μέτρα.

Όλα τα παραπάνω ενδέχεται να τροποποιηθούν είτε ως προς το περιεχόμενο είτε ως προς τη χρονική διάρκεια.

Η τρόικα προτάσσει τη συμφωνία για τα προαπαιτούμενα και το διάδοχο πρόγραμμα, ενώ η ελληνική πλευρά αναμένει ότι όλα τα ζητήματα αποτελούν μια δέσμη και πρέπει να διευθετηθούν μαζί. Κατά τη γνώμη μας, θα διευκόλυνε τη συνεννόηση αν το ζήτημα του χρέους από την ελληνική πλευρά εντασσόταν ως μέρος μιας συνολικής δέσμης θεμάτων διαπραγμάτευσης, γεγονός που θα ενδυνάμωνε την ευνοϊκή δυναμική που διακρίνεται.
Από την Άνοιξη 2014 οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος προσαρμογής («μνημονίου») γενικά πάγωσαν, πράγμα που μας προϊδέασε για τις δυσκολίες της επόμενης μέρας. Άλλες δυσκολίες για τη νέα κυβέρνηση προκύπτουν από την υστέρηση των εσόδων του κράτους που διευρύνει το «δημοσιονομικό κενό» και μειώνει τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου. Η τάση αυτή πρέπει να αναστραφεί επειγόντως. Στην περίπτωση αυτή θα τεθεί με ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα το ζήτημα της ανακατανομής των τρεχόντων βαρών προκειμένου να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία.

Αποφάσεις το ταχύτερο δυνατό.

Πρώτον, οι αποφάσεις της νέας κυβέρνησης πρέπει να ληφθούν ταχύτατα προκειμένου να αναστραφεί το κλίμα που προκάλεσε η προκήρυξη εκλογών, η μη επίτευξη συμφωνίας με την Τρόικα και η απόπειρα της κυβέρνησης της ΝΔ/ΠΑΣΟΚ να προσφύγει στις αγορές τον Οκτώβριο 2014 χωρίς μια τέτοια συμφωνία. Η δυσμενής πορεία αποτυπώνεται στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου (spreads), στην υποχώρηση των φορολογικών εσόδων, που επιβεβαίωσαν την υπόθεση του εκλογικού κύκλου, στην κατάρρευση του Χρηματιστηρίου Αθηνών, στις περιορισμένες σε σχέση με το 2012 αποσύρσεις καταθέσεων από τις τράπεζες, στις δυσκολίες των εξαγωγών (αφού οι προμηθευτές ζητούσαν προπληρωμή).

Με άλλα λόγια, η νέα κυβέρνηση εκκινεί από δυσμενέστερη αφετηρία σε σύγκριση με την κατάσταση που πήγαινε να διαμορφωθεί το 2014. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος (αν και όχι του μεγέθους που προβλέπει το «μνημόνιο ΙΙ») δίνει στη νέα κυβέρνηση βαθμούς ελευθερίας στη διαχείριση της δημόσιας οικονομίας.

Δεύτερον, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αποπληρώσει εντός των επόμενων δύο μηνών δάνεια (κυρίως προς το ΔΝΤ) ύψους περίπου €4 δισ. και να αναχρηματοδοτήσει έντοκα γραμμάτια ύψους περίπου €7 δισ. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θα προκύψει μετά τον Ιούλιο 2015 όταν η Ελλάδα θα έχει ανάγκη για €8,8 δισ. για να καλύψει τις υποχρεώσεις της έναντι της ΕΚΤ, δευτερευόντως έναντι του ΔΝΤ και τόκους. Φαίνεται αδύνατο να καλυφ- θούν οι σχετικές χρηματοδοτικές δαπάνες χωρίς μια συνολική συμφωνία με τους εταίρους.

Γρήγορες αποφάσεις απαιτούνται διότι εκκρεμεί το ζήτημα των ληξιπρόθεσμων δανείων το 2015 και της πληρωμής τόκων. Για το ολόκληρο το 2015:

Οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας ανέρχονται σε €22,5 δισ. και αφορούν αποπληρωμές ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, δόσεις προς εξόφληση δανείων από το ΔΝΤ, καταβολή τόκων κ.α.Από την άλλη πλευρά, αν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, θα εκταμιευθούν οι προβλεπόμενες από την ισχύουσα δανειακή σύμβαση δόσεις από ΕΕ και ΔΝΤ ύψους €10,6 δισ. από το τρέχον πρόγραμμα. Με βάση τον υπάρχοντα Προϋπολογισμό, η διαφορά μπορεί να καλυφθεί εν μέρει με έντοκα γραμμάτια (που προκαλούν προβλήματα στην οικονομία), άλλους πόρους και με το πρωτογενές πλεόνασμα. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε συμφωνία προκύψει πρέπει να προβλέπει τη διευθέτηση των τρεχουσών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.

Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο επιβάλλεται να ληφθούν ταχύτατα αποφάσεις είναι ότι η κυβέρνηση αμέσως μετά από εκλογές έχει αυξημένη νομιμοποίηση («περίοδος μέλιτος») προς τα μέσα και προς τα έξω. Καθώς έτσι ή αλλιώς θα πρέπει να ληφθούν δύσκολες α- ποφάσεις, η καθυστέρησή τους πέρα από ένα λογικό όριο θα αυξάνει το κόστος τους και τις δυσκολίες εφαρμογής.

Στη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους εταίρους, η κάθε πλευρά αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες διότι είναι οφειλέτρια, χρειάζεται περαιτέρω χρηματοδοτική (και τεχνική) στήριξη, έχει απωλέσει πολύτιμο χρόνο και δεν έχει επαρκή διεθνή κάλυψη. Πιθανή έλλειψη συμφωνίας σε σχέση με τη διευθέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας θα ισοδυναμούσε με πιστωτικό γεγονός. Από την άλλη πλευρά, η διαπραγματευτική θέση των Ευρωπαίων εταίρων είναι επίσης δύσκολη διότι παρ’ όλο που φαίνεται ότι είναι εξοπλισμένοι με θεσμούς (ΕΜΣ, νέα πολιτική ΕΚΤ κ.α.) για να αποτρέψουν επέκταση της κρίσης, εν τούτοις οι πολιτικές κυρίως επιπτώσεις μιας αρνητικής εξέλιξης είναι ανυπολόγιστες.

Το κόστος της μη συμφωνίας για την Ελλάδα

Η συζήτηση στην Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει στην ορθολογική ανάλυση των δεδομένων πέραν οποιασδήποτε κινδυνολογίας. Ειδικότερα σημειώνουμε τα εξής: Βραχυχρόνια και με την προϋπόθεση ότι ο προϋπολογισμός εκτελείται κανονικά (έστω με κάποιες αποκλίσεις), δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα πληρωμής των τόκων για τα δάνεια της χώρας. Εν τούτοις ανοιχτό μένει το ζήτημα της αποπληρωμής των δανείων. Η προσφυγή στις αγορές για την αναχρηματοδότηση των δανείων δεν είναι δυνατή γιατί το κόστος είναι απαγορευτικό. Ανήλθε κατά διαστήματα πάνω από το 10% για τα δεκαετή ομόλογα. Για τους τόκους και τα χρεολύσια προτείνονται διάφορες λύσεις (για το ζήτημα του χρέους βλ. πιο κάτω). Μια συμφωνία για την εξυπηρέτηση του χρέους είναι δυνατή.

Σε περίπτωση μη συμφωνίας, η Ελλάδα θα απωλέσει κατ’ αρχάς €7,2 δισ. των δανείων του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορέσει να συμμετάσχει μέσω των τραπεζών στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ. Για τη συμμετοχή σε αυτό έχουν τεθεί ως κύριες προϋποθέσεις η ύπαρξη προγράμματος προσαρμογής. Ας σημειωθεί ότι το ποσό που μπορεί να αντληθεί από το Μάρτιο του 2015 έως το Σεπτέμβριο του 2016 ανέρχεται σε περίπου €30 δισ. και θα συνέβαλε στην επιδιωκόμενη ανάπτυξη αντί της λιτότητας. Τέλος, δε θα μπορεί να αξιοποιήσει το ποσό των €11,4 δισ. που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Άλλα κόστη θα προκύψουν από την ανάγκη προσφυγής των τραπεζών στον μηχανισμό ELA (emergency liquidity assistance), πράγμα που θα πιέζει τα επιτόκια των επιχειρήσεων προς τα επάνω.

Επίσης, άμεσα προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν αν υπάρξει μαζική φυγή κεφαλαίων και αποταμιεύσεων από τις τράπεζες. Ακόμα και μόνο για το λόγο αυτό επιβάλλεται ένα ελάχιστο εγχώριας και διεθνούς συνεννόησης! Αν η μαζική εκροή συνδυασθεί με διακοπή της φθηνής χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, πράγμα όμως που δε θεωρούμε πιθανό παρά τη σαφή θέση της ΕΚΤ, θα δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας των τραπεζών και επομένως θα υπάρξουν περαιτέρω περιορισμοί στη χρηματοδότηση των πραγματικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Τότε, η εντεινόμενη αβεβαιότητα για τα επό- μενα βήματα θα επηρεάσει αρνητικά τις προσδοκίες και θα οδηγήσει σε υποχώρηση των ρυθμών μεγέθυνσης (ανάπτυξης).

Είναι σημαντικό ότι τον τελευταίο καιρό δεν επαναλήφθηκαν επίσημα προτροπές για «μονομερείς ενέργειες». Αυτό διευρύνει τα περιθώρια για αναδιαπραγμάτευση χρέους και προγράμματος προσαρμογής.

Το κόστος της μη συμφωνίας για την ΕΕ

Υποστηρίζεται από πολλές πλευρές ότι η ΕΕ είναι «θωρακισμένη» ώστε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις μιας μη συμφωνίας με την Ελλάδα. Αλλά, τυχόν ρήξη θα είχε άμεσο κόστος και στους εταίρους κυρίως διότι έχουν εγγυηθεί το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει λάβει €183 δισ. ως χρηματοδοτική στήριξη από την ΕΕ. Για παράδειγμα, μόνο το γερμανικό μερίδιο είναι περίπου €50 δισ. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι θα κληθεί αναπόφευκτα ο γερμανικός προϋπολογισμός (δηλαδή οι φορολογούμενοί της Γερμανίας) να συμβάλει στην ανακεφαλαιοποίηση του ΕΜΣ και της ΕΚΤ.

Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα κράτη μέλη. Συνολικά, η ελληνική θέση είναι μεν αδύναμη, αλλά και η ΕΕ δε θα ωθήσει στα άκρα τις απαιτήσεις της, δεδομένου κιόλας ότι γενικά η κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής αμφισβητείται ήδη ιδεολογικά και πολιτικά. Επίσης, δε θα πρέπει να υποτιμήσουμε ότι ένα πιθανό «GRexit» θα καθιστούσε την ευρωζώνη απλή ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών και συνεπώς θα έπληττε τη συνοχή της και θα αύξανε τον πιστωτικό κίνδυνο για άλλες υπερχρεωμένες χώρες. Επιπλέον, θα ενίσχυε τις ευρωσκεπτικιστικές κεντρόφυγες τάσεις σε πολλές χώρες μέλη.

Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και η συμφωνία με τους εταίρους μπορούν να συμβά- λουν στην ήδη δρομολογούμενη αλλαγή πολιτικής στην ΕΕ. Υπενθυμίζουμε το ευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων (με πρωτοβουλία της Επιτροπής Γιουνκέρ) και την «ποσοτική χαλάρωση» της ΕΚΤ. Αλλά σημειώνουμε εμφατικά ότι το ειδικό βάρος της χώρας μας στη διαφαινόμενη αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη και η βελτίωση της διαπραγματευτικής της θέ- σης θα εξαρτηθούν από την τακτοποίηση των του οίκου της!

Συμπερασματικά: Για οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους, κατά την εκτίμησή μας, οι εταίροι δε θα είναι ανυποχώρητοι στις θέσεις τους όπως διαμορφώθηκαν έως τα τέλη του 2014.

Διαβάστε ΕΔΩ το πλήρες κείμενο της έκθεσης

Φωτογραφία: Eurokinissi

The post Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Δεν υπάρχει χρόνος, η νέα κυβέρνηση ξεκινά με δυσμενέστερους όρους appeared first on KoolNews.

Keywords
Τυχαία Θέματα