Όταν γνώρισα τον Σάκη Μπουλά

Ένα μικρό κόμπιασμα στο λαιμό και αρκετό άγχος. Ανεβαίνω τις σκάλες του ηλεκτρικού στη πλατεία Βικτωρίας και τον βλέπω να μου κάνει νόημα. Είναι μια από τις πρώτες συνεντεύξεις και εγώ είμαι ‘‘ψαρωμένος’’ όσο ποτέ άλλοτε.

Γράφει ο Κώστας Χρήστου

Ένα μικρό κόμπιασμα στο λαιμό και μπόλικο άγχος. Ανεβαίνω τις σκάλες του ηλεκτρικού στη πλατεία Βικτωρίας και τον βλέπω να μου κάνει νόημα. Είναι μια από τις πρώτες συνεντεύξεις και εγώ είμαι ‘‘ψαρωμένος’’ όσο ποτέ άλλοτε.

Η γνωριμία από απλή τύχη. Τυχαία συναντηθήκαμε, τυχαία πιάσαμε την κουβέντα. Ήξερα ότι δεν είναι φαν των

συνεντεύξεων και δεδομένου ότι εγώ δούλευα σε ένα μικρό τοπικό έντυπο εκείνη την εποχή, δεν ήξερα καν αν θα δεχόταν. Τελικά του είπα την αλήθεια που τόσα χρόνια ήθελα. Ότι θέλω να πάμε για ένα καφέ για να μιλήσουμε, να τον γνωρίσω. Χαμογέλασε και δέχτηκε. Και κάπως έτσι κλείστηκε το ραντεβού.

Ήταν καλοκαιράκι αλλά πιστός στις ροκ επιλογές, είχε έρθει με ένα μαύρο λεπτό πουκάμισο. Αρνήθηκε να βγάλει το γυαλί γιατί δεν είχε πιει καφέ. «Βασικά μετά τον 2ο. Γιατί αλλιώς ξεκινάει η μεταμόρφωση στο κτήνος. Καταλαβαίνεις…». Είναι τόσα πολλά που θες να ρωτήσεις έναν άνθρωπο σαν το Σάκη Μπουλά και όμως δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις. Από τις συνεργασίες με τον Σαββόπουλο; Με τη Μάνου; Από το γεγονός ότι σε έκανε να κυλιέσαι κάτω από τα γέλια με τον Ζουγανέλη; Ήταν τόσο πολλά που καμιά φορά σε κάνει και κολλάς. Όμως πήρε εκείνος το λόγο. Άρχισε να ρωτάει για τη δουλειά μου, την ηλικία μου, τις παρέες, τα πάντα. Όταν ξεκινήσαμε να μιλάμε για μουσική, χάσαμε και λίγο τη μπάλα. Εκείνος ενδιαφερόταν στο τι ακούνε οι νέοι, εγώ του έλεγα ότι πρέπει να δώσουμε μια ευκαιρία παραπάνω στο πανκ, ενώ εκείνος το θεωρούσε μια μουσική σκηνή η οποία δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.

Ακόμη όμως και αν δεν τα βρήκαμε στα μουσικά, τα βρήκαμε σίγουρα στην άποψη για τη ζωή. Και τους ανθρώπους. Ο Σάκης, όπως εγώ τον θυμάμαι, ήταν ένας άνθρωπος ρομαντικός. Ή καλύτερα κρυφό-ρομαντικός. Του άρεσαν απλά πράγματα στη ζωή. Του άρεσε να πίνει καφέ μιλώντας με φίλους, να τραγουδάει στο αμάξι, να απολαμβάνει ένα ποτό με φίλους. «Ρε τι να το κάνεις. Αν δεν έχεις απέναντι σου κάποιον να πεις δύο κουβέντες ανθρώπινες, νιώθεις άδειος. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει χειρότερο πράγμα». Ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα που του άρεσαν οι αυθεντικοί άνθρωποι. Μου είχε πει ότι δέχτηκε να βρεθούμε επειδή ήθελα να τον γνωρίσω και όχι να κουτσομπολέψω σχετικά με τα προσωπικά του. «Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να βγαίνεις έξω και να έχεις την εντύπωση ότι σε παρακολουθούν. Δηλαδή αυτό το συναίσθημα που είχε ο κόσμος στη χούντα. Ότι είσαι διαρκώς υπό παρακολούθηση. Αυτό δεν το μπορώ, δεν το θέλω ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε».

Στη ζωή του έψαχνε την ποιότητα. Μου είχε πει μάλιστα ότι την ποιότητα την βρίσκει κανείς μέσα από απλά πράγματα που κάνεις με μοναδικούς ανθρώπους. Τις δουλειές που έκανε, δεν τις έκανε μόνο επειδή τον ενδιέφεραν , αλλά επειδή ήταν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που βρέθηκαν δίπλα του ως πρωταγωνιστές. «Είναι ο άνθρωπος που σε καλεί κοντά του, αυτό που σου βγάζει. Αν σταματήσεις να σαι άνθρωπος στη ζωή σου, είσαι ένα τίποτα για μένα».

Κάποια στιγμή μιλήσαμε για τη νεολαία και για το πώς αντιλαμβάνεται τη ζωή. Όλα για εκείνον ήταν θέμα παιδείας. «Όταν κλωτσάς ένα σκυλί στο δρόμο, ή όταν κλείνεις τον άλλο στο πάρκινγκ ή του κλέβεις τη θέση στην εφορία, δείχνεις ότι σπιλώνεις την παιδεία και τον πολιτισμό σου. Εγώ προσωπικά περιμένω από σας τα νέα παιδιά να εξαλείψουν αυτό το φαινόμενο. Δηλαδή, ειλικρινά, όχι άλλη βλαχιά Κωστάκη. Φτάνει. Είναι στο χέρι σας τώρα». Τον ένιωσα τόσο οικείο που μοιράστηκα μαζί του και προσωπικές ανησυχίες. Δεν τις πέρασε στο βερεσέ, ούτε άλλαξε θέμα. Με άκουσε και με συμβούλεψε. «Άκουσε να δεις αγόρι μου. Ποτέ μην αφήσεις κάποιον να σε κάνει να πιστέψεις ότι δεν αξίζεις κάτι στη ζωή σου. Οφείλεις να έχεις σεβασμό απέναντι στον εαυτό σου». Θεωρούσε επίσης τον έρωτα μια πολύ βασική κατάσταση για την ανθρώπινη ύπαρξη. Θυμάμαι ότι είχε πάρει ένα πολύ σοβαρό τόνο όταν μιλούσε γι’ αυτόν. Ο έρωτας είχε σημαντική θέση στη ζωή του και θεωρούσε αφύσικο το να μην υπάρχει και στη ζωή κάποιου άλλου. «Ακούς καμιά φορά που λένε κάποιοι ‘‘εγώ δεν ερωτεύομαι ρε’’. Μα καλά, το λένε και με καμάρι; Είναι άδεια η ψυχή σου χωρίς έρωτα».

Εκείνη την ημέρα η συνέντευξη δεν έγινε ποτέ. Ή τουλάχιστον δεν ήταν μια συνέντευξη που θα πήγαινε για τύπωμα. Ήταν απλά μια όμορφη κουβέντα δύο ανθρώπων περί ανέμων και υδάτων. Όπως κάνουν οι φίλοι όταν βγαίνουν για καφέ. Γιατί τον είδα σαν φίλο και είμαι πολύ σίγουρος ότι το ίδιο έκανε και εκείνος. Θα μπορούσα να ακούω τον Σάκη να μιλάει όλη την ημέρα για οποιοδήποτε θέμα. Ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος με πραγματική παιδεία. Και αυτοί οι άνθρωποι είναι που αλλάζουν τα πράγματα στον κόσμο και επηρεάζουν και τους τριγύρω τους. Γέλασε, συζήτησε, είπε ανέκδοτα και μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Ήταν αυτό που λέμε πολύ καλή ποιότητα ανθρώπου. Όμως το προσωπικό καλό που μου άφησε, ήταν ότι μου έδειξε τότε την αξία της ανθρώπινης επικοινωνίας. Με ξεμπλόκαρε και από τότε, πολύ νωρίς ηλικιακά, δεν αγχώθηκα ποτέ ξανά για καμία συνέντευξη. Θυμάμαι έναν άνθρωπο να με χαιρετάει από μακριά κλείνοντας μου το μάτι. Και έτσι θέλω να τον θυμάμαι.

Λίγες λέξεις για σένα, λοιπόν, και λίγα δάκρυα ρε συ Σάκη. Για το καλό που έκανες σε ένα παιδί και δεν το έμαθες ποτέ. Και εγώ θα νοσταλγήσω τον Σάκη τον ηθοποιό και τον τραγουδιστή, αλλά πολύ περισσότερο τον Σάκη τον άνθρωπο.

Keywords
Τυχαία Θέματα