Τα καράβια μου καίω

Από πέρσι, με έχει καταλάβει μια έντονη τάση φυγής. Μετά τις εκλογές έγινε ακόμη πιο πιεστική. Όσο περνούν οι μήνες, γίνεται ανυπόφορη. Τα όσα ακούω και βλέπω καθημερινά με κάνουν να θέλω να εξαφανιστώ από τούτη τη χώρα που με γέννησε. Τη χώρα που λάτρεψα για τον ήλιο της και την θάλασσα της. Για την ιστορία της με τα ηρωικά αλλά και μελανά σημεία της. Για τους ποιητές και τους συγγραφείς της. Για τους ανθρώπους της. Για την ατμόσφαιρα της. Για την Ακρόπολη

και τον Σαρωνικό της. Για το Αιγαίο της και το Ιόνιο. Για τα νησιά και τα χωριά της. Για το φαγητό και το κρασί της.

Γράφει ο Άγγελος Μόσχοβας

«Η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου για να ζεις» έλεγα πάντα, γυρίζοντας από τα ταξίδια μου ανά τον κόσμο. Και έχει γίνει η πιο καταπιεστική. Βλέποντας το που οδηγούμαστε, θέλω να φύγω, να αλλάξω ήπειρο.

Η κρίση, τα μνημόνια, η φτώχια, οι άστεγοι. Κατάθλιψη. Και το επακόλουθο (ως ένα βαθμό) όλων αυτών, ο εκφασισμός. Η συμμορία των ναζιστών γίνεται πολιτικός παράγοντας, μπαίνει στη Βουλή, απειλεί χυδαία. Και το κυριότερο; Έχει ποτίσει με το δηλητήριο του ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που – θα το πω – ενέχει ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Ο ρατσισμός υπό την έννοια της αντιμετώπισης του διαφορετικού (του όποιου διαφορετικού) ως αντικείμενο χλευασμού, ήταν πάντα παρών: Στο σχολειό, στο στρατό, στη δουλειά, στο καφενείο, στην κουτσομπόλα γειτονιά, στην πλατεία του χωριού. Ο σπόρος προϋπήρχε. Ήρθε το κύμα των μεταναστών, η αβελτηρία της Πολιτείας να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς την κατάσταση και έβαλε το λίπασμα. Η κρίση, ήταν το επιστέγασμα.

Η ατιμωρησία των φασιστών, οδήγησε στην αποθράσυνση τους.

Μερικές φορές θέλω να αναθεματίσω την συνήθεια μου να διαβάζω ιστορία. Αν δεν ξέρεις, είσαι ανέμελος, εύπιστος, ευτυχής στην άγνοια σου.

Η έλλειψη πραγματικής παιδείας, πολιτισμού, ιστορικής γνώσης, οδηγεί κόσμο να ανέχεται αλλά και να επιχαίρει, τις φασιστικές πρακτικές. Ανατριχίλα με πιάνει όταν άνθρωποι νέοι, γουστάρουν να ακούνε τους βουλευτές και τα στελέχη της Χρυσής Αυγής να πουλάνε τσαμπουκά, να ασχημονούν, να βιάζουν κάθε έννοια δημοκρατίας και ανθρωπισμού. Κάθε μαχαιριά στο σώμα μετανάστη είναι μια μαχαιριά στο σώμα της Δημοκρατίας μας. Κάθε αμυχή σε ξυλοκοπημένο αντιφασίστα, είναι πληγή όλων μας.

Η εν ψυχρώ δολοφονία Φύσσα, ενεργοποίησε αντανακλαστικά. Πολιτείας και πολιτών. Αργά. Πολύ αργά. Έπρεπε να υπάρξει μια θυσία (Έλληνα) για να τραφεί ο Μινώταυρος του φασισμού; Δυστυχώς, όπως φαίνεται. Αλλά ακόμη πιο θλιβερό είναι ότι δεν ξεριζώνει τα άνθη του κακού. Και αν όλο αυτό δεν οδηγήσει στην εξαφάνιση της φασιστικής νοοτροπίας, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα έχουμε νέο κύκλο βίας και αίματος.

Κάτι τέτοιες σκέψεις μου βάζουν στο μυαλό την ιδέα να τα παρατήσω όλα και να φύγω. Χθες, μια φίλη στο τουίτερ μου έγραψε: «Δεν πρέπει να νικήσουν αυτοί, αλλά εμείς». Της απάντησα: «Αυτό με κάνει και μένω». Η αίσθηση ότι δε πρέπει να νικηθεί η λογική, ο πολιτισμός, η δημοκρατία, η ανθρωπιά, η ελευθερία από μια δράκα θρασύδειλους φασίστες. Έτσι κι αλλιώς, πάντα είχα σε περισσότερη εκτίμηση όσους επί χούντας αγωνίστηκαν εναντίον της, μένοντας στην Ελλάδα. Όχι από την ασφάλεια μιας ξένης χώρας όπου αυτοεξορίστηκαν. Το χρωστάμε στην πατρίδα μας (πόση καπηλεία έχει υποστεί αυτή η λέξη). Στα παιδιά μας. «Τα καράβια μου καίω» που λέει και ο Ππορτοκάλογλου και μένω εδώ. Δεν θα πάω πουθενά. Εμείς θα νικήσουμε.

Keywords
Τυχαία Θέματα