Μέλι και Ομπρέλα

από τη Μαρίτα Μελέτη

Σε δύσκολες καταστάσεις έχουμε αναζητήσει τη συμπαράσταση και υποστήριξη από τους συνανθρώπους μας. Υπάρχει η έμπρακτη, αλλά υπάρχει και η ηθική υποστήριξη.

Για τα όρια της υποστήριξης απέναντι στον συνάνθρωπο που πάσχει, μάς μιλά η ταινία «Μέλι», ενώ στη «Μαγική ομπρέλα» μια ιπτάμενη νταντά φέρνει την αισιοδοξία και την ελπίδα σε ανθρώπους που την έχουν ανάγκη.

Μέλι (Miele)
(Δραματική, 2013, Διάρκεια: 96') Ιταλική ταινία σε σκηνοθεσία της Βαλέρια Γκολίνο, με τους Κάρλο Τσέκι, Τζασμίνε Τρίνκα, Λίμπερο Ντε Ριένζο.

Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο,

η ηθοποιός Βαλέρια Γκολίνο αντιμετωπίζει με ευαισθησία ένα δύσκολο, επίκαιρο κοινωνικό και φιλοσοφικό θέμα. Η, ελληνικής καταγωγής, Ιταλίδα σταρ κάνει μία απρόσμενα ώριμη είσοδο ως μεγάλου μήκους δημιουργός, επιλέγοντας, μάλιστα, να αντιπαρατεθεί με ένα εμπορικά δύσκολο και ηθικά ευαίσθητο θέμα.
Η ταινία βασίζεται στο δημοσιευμένο, το 2011, μυθιστόρημα του Μάουρο Κόβασιτς «A nome tuo». Μας συστήνει, λοιπόν, την Ιρένε, μια δυναμική 30χρονη κοπέλα, η οποία ζει μοναχική ζωή πηγαίνοντας για πρωινό μπάνιο στην παραλία, βγαίνοντας πού και πού για ένα βραδινό ποτό και συναντώντας τον παντρεμένο εραστή της στο αυτοκίνητό του ή σε ένα απομονωμένο τροχόσπιτο. Η Ιρένε έχει την τέλεια κάλυψη για την διπλή ζωή που ζει με το ψευδώνυμο «Μέλι», καθώς βοηθά βαριά αρρώστους να τερματίσουν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια. Αυτός είναι και ο λόγος που ταξιδεύει κάθε τόσο στο Μεξικό, απ’ όπου προμηθεύεται τα απαραίτητα φάρμακα και συναντά τον ετοιμοθάνατο στο σπίτι του, όπου εκτελεί την ανώδυνη και συγκινητική «τελευταία πράξη». Ο χαρακτήρας της Ιρένε, με την αφοσίωση και την κοινωνική περιθωριοποίησή του, είναι ένας συναρπαστικός κινηματογραφικός ήρωας. Με κοντό μαλλί, αθλητικό ντύσιμο και αποφασιστικό βλέμμα, σέξι, αλλά με επιθετικά αγορίστικη εμφάνιση, η Τζασμίνε Τρίνκα γεμίζει τα πλάνα με μια σιωπή αρκετά ερμητική, ώστε να γεννά ερωτήματα, και με αρκετές χαραμάδες, ώστε να ξεπηδά ο πόνος και έτσι, σκιαγραφεί μια γυναίκα που θα μπορούσε να αφοσιωθεί με το ίδιο πάθος σε οποιονδήποτε «καλό» και «κοινωνικά χρήσιμο» σκοπό.

Είναι, όμως, καλός σκοπός η ευθανασία; Κι αν ναι, υπό ποιες συνθήκες διαχωρίζεται από τη (φυσική ή ηθική) συνεργία σε δολοφονία; Αυτός ο οποίος θα φέρει την Ιρένε αντιμέτωπη με τις επικίνδυνες επιλογές της είναι ένας κυνικός 70άρης αρχιτέκτονας που θα ζητήσει τη βοήθειά της. Αν και η σχέση τους θα ξεκινήσει εριστικά, θα εξελιχτεί όπως αυτή πατέρα και κόρης, αποκαλύπτοντας πράγματα για το παρελθόν της μοναχικής ηρωίδας, και θα αλλάξει καθοριστικά όταν τα πραγματικά κίνητρα του καθενός, τελικά, αποκαλυφθούν.

Θέτοντας στο κέντρο της ταινίας της μια επιλογή που συνεχίζει να αποτελεί ταμπού, η Γκολίνο δεν αναλώνεται στην πολεμική του διλήμματος «υπέρ ή κατά», αλλά απομονώνει τη νεαρή γυναίκα απέναντι στο τελετουργικό του θανάτου. Σε αυτό το πιο δύσκολο, σεναριακά, σημείο, το «Μέλι» καταφέρνει να αποφύγει τις εύκολες ηθικολογίες και, παρά τις όποιες ψυχαναλυτικές απλοποιήσεις ή την προβλέψιμη εξέλιξη της ιστορίας του, διασώζει μια καλοδεχούμενη αισιοδοξία και μια ειλικρινή τρυφερότητα. Απόλυτα επικεντρωμένη στην ηρωίδα της, η Γκολίνο κάποιες φορές δίνει την εντύπωση ότι επαναλαμβάνεται ή ότι διστάζει να ανοίξει τον ορίζοντα του βλέμματός της, όμως η ευαισθησία του ντεμπούτου της παραμένει αξιοπρόσεκτη.


Η Μαγική Ομπρέλα (Saving Mr. Banks)
(Δραματική κομεντί, 2013, Διάρκεια: 125') Aμερικανική ταινία σε σκηνοθεσία του Τζον Λι Χάνκοκ, με τους Έμα Τόμσον, Τομ Χανκς, Κόλιν Φάρελ, Ρουθ Γουίλσον.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ προσκαλεί τη Βρετανή συγγραφέα Π.Λ. Τράβερς στο Χόλιγουντ, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να την πείσει να του παραχωρήσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα της «Μαίρη Πόπινς». Η συγγραφέας του «Μαίρη Πόπινς» ήταν ένας δύστροπος και μονομανής άνθρωπος, που ήθελε τα πάντα να γίνονται με το δικό της τρόπο, όπως και η κινηματογραφική μεταφορά της διάσημης ηρωίδας της, την οποία δεν επιθυμούσε να εμπιστευτεί στα χέρια του Γουόλτ Ντίσνεϊ. Το «όχι» τού το είχε ήδη πει από το 1940, έξι χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου από τα πολλά βιβλία της σειράς που γνώρισαν άμεση επιτυχία. Εκείνος, όμως, επέστρεφε κάθε φορά και πιο πεισμωμένος και την τελευταία, το 1960, κάλεσε την πολιτογραφημένη Βρετανίδα λογοτέχνιδα στο Χόλιγουντ, υποσχόμενος ότι θα ενέκρινε η ίδια το σενάριο της ταινίας προτού υπογράψει την εκχώρηση των δικαιωμάτων.

Βιογραφία-αγιογραφία ερμηνειών, με μια απολαυστική Έμα Τόμσον υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα. «Δεν αγάπησε κανέναν και δεν την αγάπησε κανείς», δήλωσε για την Π.Λ. Τράβερς ο ίδιος της ο εγγονός λίγο μετά το θάνατό της το 1996. Η «Μαγική Ομπρέλα» ξεκινά να αναβιώσει την αληθινή¬ ιστορία αυτής της καθοριστικής συνάντησης (η κινηματογραφική «Μαίρη Πόπινς» κέρδισε 13 υποψηφιότητες και 5 Όσκαρ), αλλά το κάνει φυσικά με το δικό της μυθοπλαστικό και απόλυτα συγκαταβατικό τρόπο. Το ατού της κινηματογραφικής αυτής περιπέτειας είναι ο χαρακτήρας της Πάμελα Τράβερς, ενός κυνικού κι εσωστρεφούς ανθρώπου, που προσπαθεί με άτσαλη επιμονή να υπερασπίσει το όραμά του. Το ίδιο θέλει να κάνει και ο, μισός καλλιτέχνης και μισός επιχειρηματίας, Ντίσνεϊ, επειδή το έχει υποσχεθεί στην κόρη του, ψάχνοντας τον αποτελεσματικότερο τρόπο. Κάθε του προσπάθεια προσκρούει στην ανυποχώρητη άρνηση και στις φλεγματικά απολαυστικές ατάκες μιας σνομπ γεροντοκόρης, η αχίλλειος πτέρνα της οποίας βρίσκεται στο οικογενειακό της παρελθόν στην Αυστραλία των αρχών του αιώνα.

Έτσι, η ταινία του Τζον Λι Χάνκοκ επιχειρεί να συμπλέξει δύο συγκινητικές, γλυκόπικρες ιστορίες που τρέχουν παράλληλα και περνούν από τη συναισθηματική νοσταλγία στην κομεντί χαρακτήρων και από την αληθινή ζωή στον κινηματογραφικό μύθο.

Keywords
Τυχαία Θέματα