Όταν τα Χριστούγεννα νίκησαν τον πόλεμο

Του Γιάννη Γιαννόπουλου

Ο Δεκέμβριος είχε φτάσει στο τρίτο δεκαήμερό του με τον μεγάλο πόλεμο να μαίνεται άγριος στα λασπωμένα από τις βροχές χαρακώματα, ενώ το κρύο περόνιαζε τα κορμιά των στρατιωτών, πάνω από τα κεφάλια των οποίων σφύριζαν οι σφαίρες λες και προκαλούσαν να πάρουν απάντηση από τη μια ή την άλλη πλευρά.

Είναι παραμονή Χριστουγέννων του 1914 μα κάθε άλλο παρά Χριστούγεννα θυμίζουν, καθώς η μυρωδιά της νεκρής σάρκας και η αίσθηση του

να ζεις σαν τυφλοπόντικας μέσα σε σκαμμένες τάφρους ή χαρακώματα όπως τα ονομάζουμε, έχει πάρει κάθε αίσθημα ανθρωπιάς από τους αντιμαχόμενους, οι οποίοι αναζητούν μια γωνιά να ηρεμήσουν λίγο από τη βοή της μάχης και του πολέμου.

Οι σκοτωμοί και η καθημερινή μάχη έχουν κάνει τους άντρες σκληρούς γιατί έτσι πρέπει να είναι για να επιβιώσουν σε αυτό το απάνθρωπο περιβάλλον του μεγαλύτερου μέχρι τότε πολέμου που είχε ζήσει ο κόσμος.

Όμως παρά το ότι τα ρούχα «μύριζαν» αίμα και η ανάγκη επιβίωσης ήταν η μόνη σκέψη στο μυαλό όλων, βαθιά μέσα τους οι στρατιώτες, και από τις δύο πλευρές, ένιωθαν την ανάγκη να δείξουν την ανθρωπιά τους, να αφήσουν για λίγο τα όπλα, να κάνουν μια ανάπαυλα στον πόλεμο.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και κάθε χρόνο τέτοια εποχή η ψυχή κάθε ανθρώπου γεμίζει, έστω και κάτω από τέτοιες συνθήκες, με αγάπη και συμπόνια ακόμα και για τον εχθρό. Η ατμόσφαιρα γεμίζει από το άρωμα των Χριστουγέννων.

Αυτό λοιπόν τους ήταν αρκετό και απλά έψαχναν την αφορμή για να το εκδηλώσουν, να βγάλουν προς τα έξω την ανάγκη για λίγες στιγμές ανθρωπιάς, να ξεφύγουν από την καθημερινότητα των λαγουμιών. Άλλωστε κανένας από αυτούς δεν ήξερε αν θα ζούσε και την επόμενη ημέρα…

Η ανάγκη λοιπόν αυτή ήθελε μια αφορμή για να ξεσπάσει και αυτή ήρθε όταν ένας Γερμανός στρατιώτης, ο οπλίτης Μέκελ, που είχε ζήσει στην Αγγλία και μιλούσε αγγλικά, αψήφησε τον κίνδυνο και απευθύνθηκε στους στρατιώτες της απέναντι πλευράς και τους μίλησε για τα Χριστούγεννα. Η ανταπόκριση ήταν άμεση και έτσι άρχισε αντί για ανταλλαγή πυρών, μια συζήτηση από μακριά μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών.

Ο φόβος γρήγορα ξεπεράστηκε και από τα δύο χαρακώματα άρχισαν να βγαίνουν στρατιώτες χωρίς τα όπλα τους και να κατευθύνονται προς την αντίθετη πλευρά. Χιλιάδες Γερμανοί, Αυστριακοί, Ούγγροι, Γάλλοι, Άγγλοι, Βέλγοι, Σκωτσέζοι γιόρταζαν, ο ένας κοντά στον άλλο, τα Χριστούγεννα. Κανένας δεν ξέρει το ακριβές σημείο του μετώπου στο οποίο ξεκίνησε αυτή η αυθόρμητη ανακωχή η οποία έστω και για λίγο είχε παραμερίσει τον ήχο των όπλων.

Ήταν μια παράτολμη, σχεδόν απίστευτη μαζική εκδήλωση, που αιφνιδίασε τις στρατιωτικές διοικήσεις των εμπολέμων και απλώθηκε σε ολόκληρη τη γραμμή του μετώπου, μέχρι τις ακτές της Φλάνδρας.

Υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο οι στρατευμένοι της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας, που παραμέρισαν τις εντολές των στρατηγών και βγήκαν από τα χαρακώματα, ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα», τραγούδησαν την «Άγια Νύχτα», έπαιξαν ποδόσφαιρο.

Μια αυτοσχέδια πάνινη μπάλα φτιάχτηκε αμέσως και περίπου 50 άτομα άρχισαν να αλλάζουν πάσες. Τη θέση της μπάλας είχαν πάρει αλλού ένα τενεκεδάκι, αλλού κάλτσες δεμένες στρογγυλά, ενώ λίγο πριν χωρίσουν αντάλλαξαν και υποτυπώδη δώρα από αυτά που θα μπορούσαν να έχουν επάνω τους, τσιγάρα, λίγο κρυμμένο κονιάκ, καμιά μισή σοκολάτα και κουμπιά από τις χλαίνες τους.

Ήταν η πιο αυθόρμητη ανακωχή στην παγκόσμια ιστορία. Οι στρατιώτες έσφιξαν τα χέρια και ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο «Καλά Χριστούγεννα». Ο καθένας μιλούσε στη γλώσσα του, όμως δεν τους ένοιαζε. Καταλάβαιναν όλοι τη γλώσσα των Χριστουγέννων, τη γλώσσα της μιας ημέρας ανακωχής που ήταν η δική τους ημέρα. Ήξεραν ότι την επομένη θα στρέψουν ο ένας το όπλο εναντίον του άλλου, όμως έζησαν τη στιγμή, όταν τα Χριστούγεννα νίκησαν τον πόλεμο.

Keywords
Τυχαία Θέματα