Αίγυπτος, Τουρκία και Μέση Ανατολή. Τότε και τώρα

16:50 25/11/2013 - Πηγή: TNSite

Οι περισσότερες χώρες βρίσκονταν κάτω από τους νόμους ή την προστασία των δυτικών, ενώ άλλοι βρίσκονταν σε μία κατάσταση αυτοδιακυβέρνησης (όπως η Αίγυπτος από το 1922).

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αραβικές χώρες απέκτησαν σταδιακά την ανεξαρτησία και σύντομα η Μέση Ανατολή άρχισε να αναζητά μια αναδυόμενη χώρα που θα έπαιρνε το προβάδισμα.

Η Αίγυπτος ήταν μια από τις πρώτες αυτόνομες χώρες που πέτυχε

την ανεξαρτησία υπό τη Βρετανική Αυτοκρατορία.

Μέχρι τις αρχές του 1950, είχε φτάσει ένα σημείο όπου η Αίγυπτος βρισκόταν σε θέση να ανατρέψει τη δυτική επιρροή και να γίνει αυτάρκης χώρα.

Αν και η κρίση της διώρυγας του Σουέζ τον Οκτώβριο του 1956 έληξε με στρατιωτική ήττα εναντίον του Ισραήλ, ήταν παρόλα αυτά μια διπλωματική νίκη για τον πρόεδρο της Αιγύπτου Gamal Abdel Nasser[i] που σύντομα έγινε η ηγετική φιγούρα για τα αραβικά κράτη της περιοχής.

Από εκείνη τη στιγμή, η Αίγυπτος έγινε η χώρα της Μέσης Ανατολής που θα αμφισβητούσε τις δυτικές επιθυμίες και οδηγίες και που είχε την υποστήριξη -αλλά δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ΕΣΣΔ-.

Επιπλέον, από το 1961, η Αίγυπτος -μαζί με την Ινδία και τη Γιουγκοσλαβία- ήταν μία από τις ιδρυτικές και κορυφαίες χώρες του Κινήματος μη Ευθυγράμμισης.

Σκοπός του ήταν να παρέχει μια μέση λύση για τις χώρες που δεν επιθυμούσαν να συμμορφωθούν με το στρατόπεδο της αμερικανικής ηγεσίας ή αυτό που ήταν υπό την ηγεσία της ΕΣΣΔ.

Η δύναμη και το καθεστώς της Αιγύπτου ήταν απαράμιλλα εκείνη την εποχή και την έκαναν να είναι η ιδανική ηγέτης ενός αραβικού κόσμου που αποτελούνταν, εκείνη την εποχή, από διάφορα νεοσύστατα κράτη (όπως η Συρία και η Ιορδανία) που δεν μπορούσαν να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο.

Ο Gamal Abdel Nasser και ο Anwar Sadat, που διαδέχτηκε τον προηγούμενο μετά τον θάνατό του το 1970, διατήρησε την Αίγυπτο ως την ντε φάκτο κυρίαρχη δύναμη του αραβικού κόσμου και του αγώνα εναντίον του Ισραήλ μέχρι το 1973, όταν ξεκίνησαν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ και ολοκληρώθηκε με τη Συνθήκη Camp David Peace το 1979.

Η Αίγυπτος διατήρησε τους δεσμούς με τις αραβικές χώρες, κυρίως λόγω των οικονομικών αναγκών από την πλευρά τους, αλλά θεωρήθηκε από εκείνη τη στιγμή προδότης στην υπόθεση απελευθέρωσης της Παλαιστίνης, λόγος για τον οποίο δεν επρόκειτο να συγχωρηθεί για τις αμαρτίες της.

Είναι αυτονόητο πως το Ισραήλ και η απελευθέρωση της Παλαιστίνης ήταν ένας από τους κύριους ιστούς μεταξύ των αραβικών κρατών.

Η Τουρκία πέτυχε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά τη διχοτόμησή της το 1923 (Συνθήκη της Λωζάνης - 24 Ιουλίου 1923).

Το κεμαλικό κράτος αγωνίστηκε με διπλή ταυτότητα για το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ενώ χρειαζόταν να ισορροπήσει τις σχέσεις της με τις αραβικές χώρες και τον δυτικό κόσμο.

Η Τουρκία έπρεπε να ασχοληθεί με την ακόλουθη διχοτομία: ήταν μια μουσουλμανική χώρα με ένα πολιτικό σύστημα και αρχές χτισμένη πάνω στις δυτικές αξίες.

Η Άγκυρα πολέμησε να διατηρήσει τους οικονομικούς, πολιτικούς και στρατηγικούς δεσμούς με τον δυτικό κόσμο( ένταξη στο ΝΑΤΟ, διαπραγματεύσεις υποψηφιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση) και μάλιστα να αναβαθμίσει τη σύνδεσή της με το Ισραήλ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Ισραήλ και Τουρκία έγιναν σύμμαχοι σε στρατηγικό επίπεδο. Θεωρήθηκε αναγκαιότητα εξαιτίας των αναγκών τους να επικεντρωθούν στην περιφερειακή οικονομική και στρατιωτική στρατηγική στη σφαίρα επιρροή τους.

Αυτή η συνεργασία οδήγησε σε ακόμα ισχυρότερους οικονομικούς δεσμούς και τεχνολογικές ανταλλαγές. Μειονέκτημά της ήταν ότι τόνιζε την περιφρόνηση των αραβικών κρατών για την Τουρκία ως μιας χώρας με Μουσουλμανικό πληθυσμό που αναγνώριζε το Ισραήλ.

Οι αραβικές χώρες δεν κοίταξαν ποτέ προς την Τουρκία λόγω της ιδιότητάς της ως άμεσου διαδόχου των Οθωμανών.

Δεν το έκαναν και δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτούν τον χρόνο που πέρασαν υπό την οθωμανική κυριαρχία και για αυτό δεν αποδέχονται το γεγονός ότι η Τουρκία, στις μέρες μας, στοχεύει να ανακτήσει τις πρώην οθωμανικές ένδοξες μέρες και να εδραιωθεί ως το ξόανο της Μέσης Ανατολής.

Ο απλός παρατηρητής μπορεί απλά να δει ότι αυτός είναι ο κύριος λόγος που η Άγκυρα, τα τελευταία χρόνια, και κυρίως από το περιστατικό με το Μαρμαρά το 2010, διαχωρίστηκε σχολαστικά από το Ισραήλ και δεν κρατά πλέον ένα χαμηλό προφίλ σχετικά με τις φιλοδοξίες να παρέχει έναν αξιόπιστο και σταθερό μοντέλο από το πώς πρέπει να μοιάζουν και να λειτουργούν οι μουσουλμανικές χώρες.

Η Τουρκία θεωρεί πως η Μέση Ανατολή βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της -όπως τονίστηκε από τον τωρινό υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του "Στρατηγικό Βάθος"- λόγω της κοινής ιστορίας, κουλτούρας και γεωγραφικής τοποθεσίας.

Το κεμαλικό κράτος δεν θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή να αποτελέσει γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και το Ισλάμ αλλά κεντρική εξουσία με εμβέλεια που εκτείνεται πέρα από τα σύνορά της.

Η βασική διαφορά ανάμεσα στο διάστημα που η Αίγυπτος ήταν επικεφαλής του αραβικού κόσμου και του σήμερα είναι ότι οι αραβικές χώρες είχαν οκτώ δεκαετίες, από το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, για να ασχοληθούν με κάποιες από τις διαφορές τους, να αναπτύξουν τις οικονομίες τους και να διατηρήσουν τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ τους και με την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα (πετρέλαιο, στρατηγικές συμμαχίες).

Αν και το Ισραήλ και η Παλαιστίνη παραμένουν ένα δύσκολο θέμα με τον δυτικό κόσμο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών το ζήτημα έχει μεταμορφωθεί σε ένα θέμα που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί από το εσωτερικό με τη βοήθεια και τη διαμεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών.

Δεν υπάρχει σαφής ηγέτης του αραβικού κόσμου πια. Η Αραβική Άνοιξη ενίσχυσε την αποφασιστικότητα των αραβικών χωρών να είναι αυτόνομες και να κάνουν τη δική τους πολιτική ανεξάρτητα από την άποψη του υπόλοιπου κόσμου για το πώς θα έπρεπε να είναι μια αραβική χώρα.

Με την εμφάνισή της τα τελευταία χρόνια, η Μουσουλμανική Αδελφότητα φάνηκε να ορίζεται ως η επόμενη πρωτοπόρος του παναραβισμού.

Ωστόσο, η άνοδός του σταμάτησε και η επιρροή του επικρίνεται αυστηρά στο εσωτερικό. Μάλιστα ακόμα και το κόμμα απαγορεύτηκε από τον πολιτική στην Αίγυπτο.

* Ο Σταύρος Ι. Δρακουλαράκος είναι συνεργάτης στο International Security Observer (ISO). Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου σήμερα κάνει τη διατριβή του στις Πολιτικές Επιστήμες και την Ιστορία. Έχει πτυχίο στις διεθνείς σχέσεις από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μεταπτυχιακό στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σχέσεις από το Πανεπιστήμιο Paris I - Pantheon - Sorbonne. Εργάστηκε ως Research Expert στον τομέα Διεθνών Σχέσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Είναι native speaker ελληνικών, γαλλικών και αγγλικών και έχει καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας.

Πηγή: International Security Observer

News247

Keywords
Τυχαία Θέματα