Αυτή είναι η 18σελιδη απόφαση του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά

Ακολουθεί ολόκληρη την 18σέλιδη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα Θρησκευτικά , με την οποία ακυρώνεται η υπ' αρ. 14375/Δ2/7.9.2016 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο» (Β ́ 2920/13.9.2016).

Σύμφωνα με την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου:

Η προσβαλλόμενη απόφαση του πρώην υπουργού Παιδείας Ν. Φίλη, έρχεται σε αντίθεση

α) προς την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος (η οποία αποτελεί το βασικό

νομικό θεμέλιο για τη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος), διότι, με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγει για τις Γ - ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ο επιβεβλημένος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού,

β) προς την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι -ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους- με τη σύγχυση που προκαλείται, όπως έχει εκτεθεί από το προπεριγραφέν πρόγραμμα σπουδών και με τον επιδιωκόμενο δι’ αυτού «αναστοχασμό» των μαθητών (ηλικίας 8 - 15 ετών), η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους,

γ) προς την διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει το ευθέως καθιερούμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και

δ) προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ) και προς το άρθρο 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 9) της ΕΣΔΑ, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία όπως έχει εκτεθεί προβλέπει για μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, εβραίους και μουσουλμάνους τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα. Κατά δε την ειδικότερη και συγκλίνουσα ως προς το αποτέλεσμα γνώμη του ….και των Συμβούλων …, και …οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης είναι ανίσχυρες, διότι από το περιεχόμενό τους, όπως έχει περιγραφεί, προκύπτει ότι η σχετική διδακτέα ύλη, απευθυνόμενη σε όλους εν γένει τους μαθητές, είναι τέτοια κατά το είδος και την έκτασή της, ώστε να κυριαρχεί η παροχή και επεξεργασία πληροφοριών και γνώσεων αναφορικά με το περιεχόμενο της θρησκείας εν γένει, των επί μέρους εκφάνσεών του στα διάφορα θρησκεύματα και των σχετικών συγκριτικών και γενικότερων προβληματισμών, σε τρόπο που να παραβιάζεται η, σύμφωνα με την γνώμη αυτή, συνταγματική υποχρέωση της διαμόρφωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης των Ελλήνων έτσι, ώστε να αποβλέπει προεχόντως στην μετάδοση του βιώματος του ιερού, αντλούμενου, κατά πρόσφορο τρόπο, από την χριστιανική ορθοδοξία. Αντιθέτως, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν γνωμοδοτήσεως των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων και φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, ακούσθηκαν δε και οι απόψεις της Εκκλησίας, υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το Κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης, παρουσιάζει επαρκώς την διδασκαλία της Ορθοδοξίας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που παρατέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, κινείται δε εντός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων, που είναι ερμηνευτέες σύμφωνα με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις. Επομένως, κατά την μειοψηφούσα αυτή γνώμη, οι αντίθετοι λόγοι, οι οποίοι ερείδονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Μειοψήφισαν οι Σύμβουλοι (5 στον αριθμό)…, …, …, … και …, υποστήριξαν την ακόλουθη άποψη:

Όπως έχει κριθεί (ΣΕ 194/1987) με την διάταξη του άρθρου 13 πα ρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται και προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως που είναι ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 του Συντάγματος). Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του καθενός να πρεσβεύει το θρήσκευμα ή το δόγμα της εκλογής του ή να μην ακολουθεί κανένα θρήσκευμα ή να είναι άθεος. Το δεύτερο εξ άλλου εδάφιο της συνταγματικής αυτής διατάξεως κατοχυρώνει την θρησκευτική ισότητα, έκφραση της οποίας είναι το δικαίωμα του καθενός να απολαύει ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του το σύνολο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη και μάλιστα όχι μόνον των ατομικών και πολιτικών αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα παιδείας. Περαιτέρω, με τις αποφάσεις 2280 - 5/2001 της πλήρους Ολομελείας, με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, οι οποίες είναι θεμελιώδεις, ως μη υποκείμενες σε αναθεώρηση, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 αυτού, η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, είναι απαραβίαστη και υπόκειται μόνο στους περιορισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, περιλαμβάνει δε, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Διάφορο δε είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποιήσεως του θρησκεύματος του ατόμου, για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας (π.χ. η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους αντιρρήσεων συνειδήσεως, η απαλλαγή από την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και από συναφείς σχολικές υποχρεώσεις, όπως ο εκκλησιασμός και η ομαδική προσευχή, κ.λπ., σκ. 9 - 10). Περαιτέρω το άρθρο 3 του Συντάγματος, το οποίο υπόκειται σε αναθεώρηση κατ’ άρθρο 110 παρ. 1 αυτού αναφέρεται απλώς στο πραγματικό γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζεται το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, περιλαμβανόμενο στα Ελληνικά Συντάγματα από την Επανάσταση του 1821 και εξής, ετέθη δε και στο Σύνταγμα του 1975 κυρίως για λόγους ιστορικούς (βλ. Πρακτ. Ολομ. Συντ. σ. 402). Η διάταξη αυτή έχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, το οποίο συνάπτεται με τον καθορισμό επίσημων θρησκευτικών αργιών για τη διευκόλυνση της ασκήσεως θρησκευτικών καθηκόντων των ενδιαφερομένων (βλ. ΣΕ 100/ 2017 Ολομ.). Όπως, όμως, έχει κριθεί με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 2280 - 5/201 της πλήρους Ολομελείας, η διάταξη αυτή του άρθρου 3, το οποίο άλλωστε εντάσσεται στο Τμήμα Β’ του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν επηρεάζει την άσκηση του κατοχυρούμενου με το άρθρο 13 ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος με αντικείμενο τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα αντέβαινε και στην ειδική διάταξη της παραγρ1 του άρθρου 13, που επιβάλλει την ίση μεταχείριση στην απόλαυση και των ατομικών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις(σκ. 10). Ομοίως δεν επηρεάζει την άσκηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα η φράση “Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος” στην προμετωπίδα του Συντάγματος, η οποία τέθηκε, ομοίως για ιστορικούς λόγους και έχει περιορισμένη κανονιστική επιρροή, αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 3 παρ1 (πρβλ. απόφαση της 26-9-1990 του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ελβετίας, BGE 116IaS252, 258, σκ. 5, το Σύνταγμα της οποίας περιλαμβάνει αντίστοιχη προμετωπίδα). Εξ άλλου, οι ελευθερίες της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας που κατοχυρώνει το άρθρο 9 παρ1 της ΕΣΔΑ, όπως έχει κρίνει παγίως το ΕΔΔΑ είναι ένα από τα θεμέλια της “δημοκρατικής κοινωνίας” κατά την έννοια της Συμβάσεως. Όσον αφορά την θρησκευτική της διάσταση, είναι ένα από τα ζωτικότερα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητα των πιστών και την αντίληψή τους για την ζωή, αλλά είναι επίσης ένα πολύτιμο στοιχείο για τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους σκεπτικιστές και τους αδιάφορους. Είναι προϊόν του πλουραλισμού, ο οποίος κατακτήθηκε ακριβά ανά τους αιώνες, που δεν μπορεί να διαχωρισθεί από μια τέτοια κοινωνία. Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, ιδίως, την ελευθερία ενός προσώπου που ασπάζεται ή όχι μια θρησκεία και την ελευθερία να ασκεί ή όχι τα θρησκευτικά του καθήκοντα (βλ. “ασκήσεως ή μη αυτής” αποφ. ΕΔΔΑ της 3-10-2010,πδ κατά Ελλάδος, σκ. 76, της 25-3-1993 Κοκκινάκης κατά Ελλάδος,σκ. 31, της 18-2-1999, Buscarini κατά Αγίου Μαρίνου, σκ. 34 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την αυτή γνώμη, από τον συνδυασμό των διατάξεων των μη υποκειμένων σε αναθεώρηση άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, του άρθρου 16 παρ. 2 αυτού, του άρθρου 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, του άρθρου 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΔΠ) που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997 (Α ́ 25) και του άρθρου 14 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού (ΔΣΔΠ), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2101/1992 (Α ́ 192) συνάγεται ότι υποκείμενο του δικαιώματος της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι τόσο οι Έλληνες, ήτοι οι κεκτημένοι την ελληνική ιθαγένεια (βλ. Σε 3317/2014 Ολομ.), όσο και όλοι οι νομίμως ευρισκόμενοι στην Ελλάδα, στο πλαίσιο των υπαρχουσών εκπαιδευτικών δομών και των διατιθέμενων μέσων (ΕΔΔΑ 23-7-1968 Affaire linguistique belge, σκ. Β3). Περαιτέρω,κατά το άρθρο 16 παρ2 του Συντάγματος, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται συστηματικά με τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις, λαμβανομένων υπόψη τόσο των συνθηκών κατά την θέσπιση του Συντάγματος όσο και των δεδομένων της σύγχρονης πραγματικότητας, ως ανάπτυξη της “εθνικής συνείδησης” νοείται η συνειδητοποίηση της συμμετοχής στην εθνική κοινότητα που προσδιορίζεται διαχρονικά ως ελληνική με πολιτιστικά και γλωσσικά κριτήρια, ενώ, ως “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως” νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση βεβαίως στην παρουσίαση των διδαγμάτων και των αρχών της Ορθοδοξίας, δηλαδή της “επικρατούσας” θρησκείας με την προεκτεθείσα έννοια. Κατά ταύτα η ανάπτυξη της “εθνικής συνειδήσεως” κατά το Σύνταγμα δεν εξαρτάται από την ανάπτυξη “θρησκευτικής συνειδήσεως” ούτε από την πίστη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα, διότι η ελληνική εθνική συνείδηση απολύτως θεμιτώς μπορεί έχουν και όσοι ασπάζονται διαφορετικό ή δεν ασπάζονται κανένα θρήσκευμα. Η κατά τα ανωτέρω “ανάπτυξη θρησκευτικής συνειδήσεως” επιτυγχάνεται μέσω της υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια βάσει καταλλήλου προγράμματος σπουδών. Για την διαμόρφωση του προγράμματος αυτού και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ευχέρεια αυτή οριοθετείται από τις προαναφερθείσες αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων προέχων είναι “η διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών” και κατοχυρώνουν την ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, φορέας της οποίας είναι αυτοτελώς και το παιδί, καθώς και το δικαίωμα των γονέων να “φροντίζουν“ για την θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους και να “καθοδηγούν” το παιδί στην άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων του προς τον σκοπό της αναπτύξεως των ικανοτήτων του, δεν παρέχεται όμως στους γονείς δικαίωμα να αξιώσουν από το κράτος την οργάνωση διδασκαλίας συγκεκριμένου περιεχομένου (ΕΔΔΑ 10-1-2017 Osmanoglu, σκ. 92 - 95), σε περίπτωση δε συγκρούσεως των δικαιωμάτων του παιδιού και των γονέων υπερτερεί το δικαίωμα του παιδιού (ibidem σκ. 95, 97, 105, Βαλσάμης, σκ. 37, Johnston 1986, σκ. 63). Από αυτά παρέπεται ότι το Κράτος κατά την παροχή της εκπαίδευσης, περιλαμβανομένου του μαθήματος των θρησκευτικών, που απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και όχι μόνον σε ορθοδόξους μαθητές δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη “κοσμοθεωρία” ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους. Ειδικότερα, το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί μεν να περιλαμβάνει “πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα” πλην η μετάδοσή τους πρέπει να είναι “αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική” και να μην επιδιώκει “κατηχητικό σκοπό” (ΕΔΔΑ7.12.1996, Kjeldsen σκ. 53, 29.6.2007 Folgero). Εν όψει τούτων, κατά την γνώμη αυτή, το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις που προαναφέρθηκαν ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών αμιγώς ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρας, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά με “επιβολή θρησκευτικής συνείδησης” συγκεκριμένου περιεχομένου, όπερ αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος και ματαιώνουν το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και ναι μεν οι κείμενες διατάξεις παρέχουν την δυνατότητα εξαίρεσης του μαθητή από μάθημα που αντίκειται στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή τις πεποιθήσεις των γονέων του, πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέσο διότι δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού εις βάρος του ομαδικού πνεύματος που πρέπει να καλλιεργεί το σχολείο, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης του παιδιού (ΕΔΔΑ προαναφερθείσα απόφαση Osmanoglu, σκ.103). Ακριβώς αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο κατά τα εκτεθέντα. Οίκοθεν, εξ άλλου, νοείται ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους και την θρησκευτική αγωγή τους εκτός σχολείου, όπως στην οικογενειακή εστία ή σε άλλους θεσμούς, όπως το κατηχητικό κ.λπ. (βλ. Αποφάσεις ΕΔΔΑ της 29-6-2007 Folgero σκ. 88 - 89, της 7-2-1976 Kjeldsen, σκ. 50 - 53 κ.ά.).

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η 18ΣΕΛΙΔΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Αριθμός 660/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2017 με την εξής σύνθεση: Νικ. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Γ. Παπαγεωργίου,
Ι. Μαντζουράνης, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Θ. Αραβάνης, Μ. Πικραμένος, Π. Μπραΐμη, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Θ. Τζοβαρίδου, Ελ. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Μ. Σωτηροπούλου, Αγγ. Μίντζια, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Χρ. Σιταρά, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ελ. Παπαδημητρίου και Αγγ. Μίντζια, καθώς και η Πάρεδρος Αικ. Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 11ης Νοεμβρίου 2016 αίτηση: των: .........
κατά του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Σπυρίδωνα Παπαγιαννόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 1ης Δεκεμβρίου 2016 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α ́, 20 και 21 του πδ 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 143575/Δ2/7.9.2016 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β ́ 2920/13.9.2016).

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ε. Αντωνόπουλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πρώτο εκ των αιτούντων ως δικηγόρο και ως πληρεξούσιο των λοιπών αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σχ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έφ θ ηκ ε κ ατ ά το ν Νό μο

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του
ν. 3719/2008 (Α ́ 241) του Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, λαμβάνει μέρος στην διάσκεψη αντ’ αυτού ως τακτικό μέλος η Σύμβουλος Ε. Παπαδημητρίου (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 117 Α/2017).

2. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. 3719648 - 50 ειδικά έντυπα παραβόλου).

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 143575/Δ2/7.9.2016 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο» (Β ́ 2920/13.9.2016).

4. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια κατόπιν της από 1-12-2016 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α’, 20 και 21 του πδ 18/1989 (Α ́ 8), λόγω σπουδαιότητος.

5. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1512 και 1516 του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι οι γονείς ασκούν καταρχήν από κοινού τη μέριμνα για το ανήλικο τέκνο τους (γονική μέριμνα), εκτός εάν συντρέχει κατά τον Α.Κ. περίπτωση ασκήσεως της γονικής μέριμνας αποκλειστικά από τον ένα γονέα ή από τρίτον. Η εκ μέρους του ενός γονέα επιχείρηση πράξεων της γονικής μέριμνας, όταν η άσκησή της ανήκει από κοινού και στους δύο γονείς, επιτρέπεται μόνον στις ρητώς προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 1516 του 8Α.Κ. περιπτώσεις, στις οποίες (μεταξύ άλλων) περιλαμβάνονται οι συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου, οι πράξεις που αφορούν την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του, καθώς και οι πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Η άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεων που είτε αφορούν το πρόσωπο του ανήλικου τέκνου είτε βλάπτουν τα έννομα συμφέροντά του, δεν υπάγεται μεν στις συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή της τρέχουσας διαχειρίσεως της περιουσίας του, συνιστά, όμως, πράξη που έχει επείγοντα χαρακτήρα, εν όψει του ότι πρέπει να ασκηθεί εντός ορισμένης προθεσμίας, 60 ημερών, από τη δημοσίευση ή την κοινοποίηση ή τη γνώση της προσβαλλόμενης πράξεως, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 46 του Π.Δ. 18/1989 (Α ́ 8). Κατά συνέπεια, εγκύρως η αίτηση αυτή ασκείται από τον ένα γονέα, εφ' όσον όμως έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ο άλλος γονέας εγκρίνει την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου ή προσκομισθεί απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1512 του Α.Κ. Η έγκριση αυτή γίνεται με δήλωση που κατατίθεται στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή προφορικά στο ακροατήριο από τον έτερο γονέα ή από πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο αυτός έχει χορηγήσει γενικό ή ειδικό πληρεξούσιο. Η έγκριση μπορεί επίσης να γίνει και με δήλωση του γονέα αυτού ενώπιον συμβολαιογράφου, αντίγραφο όμως της συμβολαιογραφικής πράξεως πρέπει να περιέλθει στο Συμβούλιο έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως (ΣτΕ 5720/1996 Ολομ., βλ. ΣτΕ 4541/2014, 2044/2011 7μ., 2655/2004, 1636/2002, 1198/1999, 2570/1998, 2078/1998).

6. Επειδή, εν προκειμένω, ο πρώτος αιτών παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, ενώ ο πέμπτος αιτών διόρισε ως δικηγόρο τον πρώτο αιτούντα αυτοπροσώπως στο ακροατήριο. Οι μητέρες των τέκνων τους, όμως, δεν παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο ούτε περιήλθε στο Δικαστήριο έγκρισή τους για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, με έναν από τους τρόπους που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθ’ ο μέρος ασκείται από τους εν λόγω αιτούντες υπό την ιδιότητά τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των τέκνων τους, δεν αρκεί δε το γεγονός ότι φέρονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ως «ασκούντες τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια επί των προσώπων των ανήλικων τέκνων τους», εφόσον δεν προσκομίζονται σχετικά στοιχεία.

7. Επειδή, η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία έχει κανονιστικό χαρακτήρα, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 13.9.2016 (ΦΕΚ Β 2920/13.9.2016), με ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας την 14η.9.2016 [βλ. την σχετική ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου (Ε.Τ.) και την υπ' αρ. Γ 2012/12.1.2017 βεβαίωσή του] και ως εκ τούτου η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατετέθη στην Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11.11.2016, ασκείται εμπροθέσμως, τούτο δε ανεξαρτήτως της αναστολής της προθεσμίας ασκήσεώς της, μέχρι και 15.9.2016, λόγω των δικαστικών διακοπών.

8. Επειδή, ο πρώτος και ο πέμπτος από τους αιτούντες ασκούν την κρινόμενη αίτηση ατομικώς, προβάλλοντες, για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους, ότι έχουν, κατά το άρθρο 1518 ΑΚ, νόμιμη υποχρέωση και δικαίωμα να μεριμνούν για την εκπαίδευση των τέκνων τους και ότι κατά το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), έχουν δικαίωμα έναντι του Κράτους δια την παροχή εκπαιδεύσεως στα τέκνα τους σύμφωνης με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (ως ορθοδόξων χριστιανών). Ενόψει τούτων προβάλλουν ότι τα εν λόγω δικαιώματά τους θίγονται με την προσβαλλόμενη απόφαση, προσκομίζουν δε προς απόδειξη των ισχυρισμών τους μεταξύ άλλων, ο μεν πρώτος αιτών την ......... βεβαίωση φοιτήσεως του ανήλικου τέκνου του, ......... στη ...τάξη του ............. για το σχολικό έτος 2016 - 2017, καθώς και το ..........πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως του ....... ο δε πέμπτος εξ αυτών τις ....... βεβαιώσεις φοιτήσεως των ανήλικων τέκνων του, ........, στην....τάξη του ........ για το σχολικό έτος 2016 - 2017, καθώς και το ........... πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως του ........ Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τους δύο ως άνω αιτούντες ατομικώς (πρβλ. ΣΕ 2176/1998 επταμ.).

9. Επειδή, η δεύτερη των αιτούντων Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς και ο τρίτος εξ αυτών Μητροπολίτης Πειραιώς προβάλλουν προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους ότι έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται με την Πολιτεία επί του θέματος της θρησκευτικής εκπαιδεύσεως και αγωγής των νέων και δη των παιδιών του δημοτικού και του γυμνασίου, ενόψει της διαλαμβανόμενης στις διατάξεις του
ν. 590/1977 (περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος) βασικής αποστολής των Ιερών Μητροπόλεων και των Ιερών Ναών, των Αρχιερέων Μητροπολιτών και των Ιερέων, και ιδίως αυτής του άρθρου 2 του νόμου αυτού κατά την οποία «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος, ........». Εξ άλλου, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς ισχυρίζεται επί πλέον ότι έχει και την ευθύνη λειτουργίας και την εποπτεία τριών σχολικών μονάδων, διαφορετικού εκπαιδευτικού επιπέδου, (παιδικού σταθμού και νηπιαγωγείου, δημοτικού σχολείου, γυμνασίου και λυκείου) και ότι για τον λόγο αυτόν έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως. Εν όψει τούτων έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν τόσο η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, όσο και ο Μητροπολίτης Πειραιώς, ο οποίος προίσταται αυτής και φέρει την ποιμαντική ευθύνη για τους ορθοδόξους χριστιανούς της Μητροπόλεώς του, δοθέντος ότι, όπως προβάλλουν, θίγονται ηθικώς από τη μεταβολή του περιεχομένου της διδασκαλίας και του εν γένει χαρακτήρος του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημοτικά και γυμνάσια. Το έννομο συμφέρον των ανωτέρω προσώπων ενισχύεται και εκ του ότι λόγω της λειτουργίας σχολείων πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως, για τα οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας η αιτούσα Ιερά Μητρόπολη υφίσταται υποχρέωση εφαρμογής των σχετικών προγραμμάτων σπουδών που αφορούν το μάθημα των θρησκευτικών.

10. Επειδή, η τέταρτη αιτούσα, Εστία Πατερικών Μελετών, αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το προσκομισθέν από 25.1.2011 καταστατικό της (καταχωρηθέν στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό 1959/2011), στη μελέτη της ορθόδοξης πατερικής και εκκλησιαστικής γραμματείας, των λειτουργικών κειμένων και των Ιερών Κανόνων και στη διάδοση του ευαγγελικού και πατερικού λόγου, στην έκθεση της ορθόδοξης διδασκαλίας και προάσπιση της ορθόδοξης πίστεως, στη διαλεκτική αντιπαράθεση προς θέσεις, ιδέες και πρακτικές που εναντιώνονται στην ορθόδοξη παράδοση και διδασκαλία (όπως συμβαίνει, κατά τους ισχυρισμούς της, με το επίδικο πρόγραμμα σπουδών), στη διατύπωση γνώμης και προτάσεων προς τους επίσημους κρατικούς φορείς για τη διατήρηση του μαθήματος των θρησκευτικών ως υποχρεωτικού με σκοπό την πραγμάτωση των επιδιώξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος και στην προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ελλήνων ορθοδόξων πολιτών, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ. Με τα δεδομένα αυτά, και η ως άνω αιτούσα εταιρεία έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 1114/2016 7μ., 3492/2015 7μ.).

11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, όλοι οι ως άνω αιτούντες μετ' εννόμου συμφέροντος ασκούν την κρινόμενη αίτηση και παραδεκτώς ομοδικούν προβάλλοντες λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση. Κατά την γνώμη όμως του Συμβούλου.., οι αιτούντες φυσικά πρόσωπα δεν έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως διότι δεν προσκόμισαν συναίνεση της συζύγου, από κοινού με την οποία ασκείται κατά νόμο η επιμέλεια του τέκνου, που περιλαμβάνει και την αγωγή τους, ούτε η απαραίτητη κατά τις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος που παρατίθενται κατωτέρω συναίνεση του παιδιού, το οποίο είναι το κατ’ εξοχήν υποκείμενο του δικαιώματος εκπαίδευσης κατά τις αυτές διατάξεις. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, οι λοιποί αιτούντες δεν ομοδικούν παραδεκτώς με τα αιτούντα φυσικά πρόσωπα καθ ο μέρος αυτά επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων των γονέων επί της αγωγής των τέκνων τους, διότι οι σχετικοί λόγοι προβάλλονται εκ συμφέροντος τρίτου.

12. Επειδή, στο προοίμιο του ισχύοντος Συντάγματος γίνεται επίκληση της Αγίας Τριάδος («Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς»), στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού, το οποίο εντάσσεται στο Α Τμήμα του Μέρους Πρώτου αυτού, ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Εν συνεχεία, στο άρθρο 3, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Β ́ αυτού (με τίτλο: «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας») του Μέρους Πρώτου του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. H Oρθόδoξη Eκκλησία της Eλλάδας, πoυ γνωρίζει κεφαλή της τoν Kύριo ημών Iησoύ Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δoγματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινoύπoλης και με κάθε άλλη oμόδoξη Eκκλησία τoυ Xριστoύ· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τoυς ιερoύς απoστoλικoύς και συνoδικoύς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτoκέφαλη, διoικείται από την Iερά Σύνoδo των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνoδo πoυ πρoέρχεται από αυτή και συγκρoτείται όπως oρίζει Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων τoυ Πατριαρχικoύ Tόμoυ της κθ ́ (29) Ioυνίoυ 1850 και της Συνoδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίoυ 1928. 2. To εκκλησιαστικό καθεστώς πoυ υπάρχει σε oρισμένες περιoχές τoυ Kράτoυς δεν αντίκειται στις διατάξεις της πρoηγoύμενης παραγράφoυ. 3. To κείμενo της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλoίωτo. H επίσημη μετάφρασή τoυ σε άλλo γλωσσικό τύπo απαγoρεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτoκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης τoυ Xριστoύ Eκκλησίας στην Kωνσταντινoύπoλη». Περαιτέρω, στο Μέρος Δεύτερο του Συντάγματος με τίτλο: «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» ορίζεται, στο μεν άρθρο 5 αυτού, ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο ... 3. ... 4. ... 5. ...», στο δε άρθρο 13 αυτού ορίζεται ότι: «1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατoμικών και πoλιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεπoιθήσεις καθενός. 2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελoύνται ανεμπόδιστα υπό την πρoστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να πρoσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O πρoσηλυτισμός απαγoρεύεται. 3. ... 4. Kανένας δεν μπoρεί, εξαιτίας των θρησκευτικών τoυ πεπoιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υπoχρεώσεων πρoς τo Kράτoς ή να αρνηθεί να συμμoρφωθεί πρoς τoυς νόμoυς. 5. ...”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 3, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η κατάσχεση εφημερίδων ή άλλων εντύπων, μεταξύ άλλων για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Εξ άλλου, στο άρθρο 16 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. ... 2. H παιδεία απoτελεί βασική απoστoλή τoυ Kράτoυς και έχει σκoπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τoυς σε ελεύθερoυς και υπεύθυνoυς πoλίτες. 3. Tα έτη υπoχρεωτικής φoίτησης δεν μπoρεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4. .... 5. ...», στο δε άρθρο 21 αυτού ορίζεται ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους .... και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. ... 3. ... 4. ... 5. ... 6. ... 7. ...». Σύμφωνα δε με το άρθρο 110 (παρ. 1) δεν υπόκεινται, μεταξύ άλλων, σε αναθεώρηση και οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 αυτού.

13. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως “για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (Α ́ 68) και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 (Α ́ 256) εγγυάται, στην παρ. 1, την ελευθερία της θρησκείας ενώ στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου προβλέπονται οι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα το άρθρο 9 ορίζει ότι: «Πάν πρόσωπο δικαιούται εις την ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων». Περαιτέρω στο άρθρο 14 αυτής ορίζεται ότι: «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα,περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Εξ άλλου, το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, ορίζει δε ειδικότερα ότι: «Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Πάν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και την εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».

14. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως “επικρατούσης” στην Ελλάδα, της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού αποτελούσε την εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων (1844, 1864, 1911, 1927, 1952) και συνιστά μέχρι σήμερα βασικό στοιχείο της συνταγματικής παραδόσεως της Χώρας. Η αναφορά αυτή -όπως άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος, της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά α

Keywords
Τυχαία Θέματα