Δέκα ερωτήσεις: Ένα «κατηγορώ»

«Παιδεία δε των εν ημίν μόνον εστίν αθάνατον και θείον»
Πλούταρχος, Περί παίδων αγωγής

Μέχρι πρόσφατα εκείνοι που κυρίως ασκούσαν κριτική στο εκπαιδευτικό σύστημα σε ό,τι αφορούσε τα προβλήματα ήταν οι εκπρόσωποι των κοινωνικών φορέων με στόχο πάντα την προώθηση των ζητημάτων της δημόσιας εκπαίδευσης. Τώρα η εικόνα εδώ και μερικά χρόνια έχει αντιστραφεί. Οι πολιτικά αρμόδιοι είναι αυτοί που όχι μόνο δεν ασκούν απλώς μια κριτική, αλλά υιοθετούν μια κατεδαφιστική αντίληψη και πρακτική για το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα (ως να μην έχουν καμιά ευθύνη γι’ αυτή την κακή εξέλιξη, αν όντως

είναι τέτοια!) και ανακαλύπτουν ως λύση των σύνθετων προβλημάτων της παιδείας την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και δη της τριτοβάθμιας.

Εδώ την ερμηνεία γι’ αυτή τη στάση των πολιτικών την έχει δώσει πολύ νωρίτερα ο Μπουρντιέ τονίζοντας πως «η καταστροφολογία αποτελεί δικαιολογία για κάθε είδους συντηρητισμό». Ως ένας πολίτης που έχει σχετική γνώση για το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, θα ήθελα να θέσω κάποια ερωτήματα στο πολιτικό πεδίο στους διαμορφωτές των γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων. Οι ερωτήσεις μου είναι ρητορικές. Είναι διατυπωμένες σε έναν καμβά δύο βεβαιοτήτων: πρώτον, δεν κατέχω προφανώς την αλήθεια και δεύτερον, και ως συνέπεια του πρώτου, προσπαθώ πάντα να αναλύω διεξοδικά τα κοινωνικά τεκταινόμενα με νοοτροπία αμφισβήτησης και κριτικής και δημιουργικής σκέψης.

Οι ερωτήσεις μου είναι ρητορικές, γιατί στοχεύουν να συγκροτήσουν ένα «κατηγορώ» πρώτον κατά της άγνοιας που εμφανίζεται με τη μορφή της γνώσης ή και της απόλυτης αλήθειας και δεύτερον κατά της σκιάς της σκόπιμης προκατάληψης και των στρεβλών νοημάτων των λέξεων που επιχειρούν να επικαθήσουν επί της καθαρότητας και της λαμπρότητας της γλώσσας μας. Είναι ρητορικές, γιατί οι σημερινοί πολιτικοί είναι εν πολλοίς απλοί μεσολαβητές, δεν έχουν αυτοφυή εξουσία, δεν λειτουργούν ως αυτόνομα πολιτικά υποκείμενα και ως εκ τούτου οι όποιες απαντήσεις τους δεν έχουν καμιά σημασία.

1) Εάν η μόνη επιλογή στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής είναι οι προτεραιότητες της αγοράς με τις ιδιωτικοποιήσεις (νοσοκομεία, πανεπιστήμια, ασφάλιση, δρόμοι, λιμάνια κλπ κλπ, ων ουκ έστιν αριθμός, ιδιωτικοποιούνται διαρκώς είτε εν όλω είτε επιμέρους λειτουργίες τους – μόνο η εθνική άμυνα και οι αρχαιολογικοί χώροι παραμένουν έξω από το βεληνεκές των ιδιωτικοποιήσεων), τότε ποιο είναι το νόημα της συγκρότησης της σφαίρας της πολιτικής;

2) Εάν το κράτος αποδομεί την κοινωνική του διάσταση (όψη που διαμόρφωσε με κόπους δεκαετιών βεβαίως και από τη συντηρητική παράταξη) και τον αναδιανεμητικό του ρόλο, τότε για ποιο λόγο μπορεί να υπάρχει, μόνο για τους θεσμούς της επιβολής και της καταστολής;

3) Όταν ανακαλύπτεται από τους πολιτικούς η λογική της αγοράς ως η λυδία λίθος για την επίλυση των προβλημάτων και επιχειρηματολογούν μονομερώς υπέρ της, μήπως στρέφουν τα πυρά κατά του εαυτού τους χωρίς να το κατανοούν; Και εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί να μην ευδοκιμήσει στο επόμενο διάστημα ένα σχήμα ελληνικού Μπερλουσκόνι ως πιο αυθεντικό, για το πώς διοικείται το κράτος – επιχείρηση;

4) Όταν μιλάνε για ανταγωνισμό, την υπέρτατη και «αγία αξία» της αγοράς, τι εννοούν; Ποιος, για παράδειγμα, θα λύνει καλύτερα τα κοινωνικά προβλήματα και προς όφελος των πολιτών ή ποιος θα παίρνει τα περισσότερα χρήματα από τους εργαζόμενους;

5) Εάν η παγκοσμιοποίηση είναι το ρεύμα που κινεί τις βασικές κατευθύνσεις της οικονομίας και της πολιτικής, τότε οι πολιτικοί αυτοί με τι ακριβώς εντρυφούν; Να μας εξηγούν και να μας εξειδικεύουν ή και να μας επιβάλλουν αυτές τις κατευθύνσεις ή να αρθρώνουν το δικό τους αυτόνομο λόγο, που βεβαίως θα λαμβάνει υπόψη του και τις διεθνείς εξελίξεις; Δεν είμαι απ’ αυτούς που δαιμονοποιούν την παγκοσμιοποίηση, αλλά ούτε και απ’ αυτούς που τη θεωρούν ως αναπόφευκτο φυσικό φαινόμενο και αγχώνονται μόνο πως να προσαρμοστούν σε αυτό και να το εκφράσουν.

6) Υπάρχει καθόλου εθνική διάσταση στην άσκηση της πολιτικής ή μήπως εξαντλείται στα επιφαινόμενα και στα δευτερεύοντα ζητήματα;

7) Η προώθηση των ιδιωτικών και κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, είναι καρπός μιας κοινωνικής δυναμικής; Αποτέλεσε ποτέ αίτημα μαζικών κοινωνικών φορέων; Μήπως πιστεύουν ότι λύνει κάποιο πρόβλημα της εκπαίδευσης και αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι τόσες συλλογικές εκφράσεις της χώρας μας γιατί είναι συντεχνίες και δεν κατανοούν τις εξελίξεις;

8) Επειδή αυτή την περίοδο υποφέρουν οι λέξεις και τα νοήματά τους από τους βερμπαλισμούς και τις μεγαλοστομίες, μήπως ο ρητορικός λόγος αποικιοποιεί τη σκέψη τους και επινοείται μια κατασκευασμένη πραγματικότητα, που δεν έχει καμιά σχέση με τους πολίτες και τη χώρα μας;

9) Ό,τι φέρνει η εποχή (στην περίπτωση μας το χρηματιστηριακό διεθνοποιημένο κεφάλαιο) σημαίνει ότι είναι πρόοδος; Υπήρξε ποτέ γραμμική αντίληψη για την ιστορία; Είναι λουδίτες όσοι μιλούν για δικαιοσύνη, για ισότητα, για δημόσια αγαθά, για κοινωνικές προτεραιότητες και αλληλεγγύη;

10) Εάν η πολιτική δεν έχει έστω σχετική αυτονομία από τις επιταγές της αγοράς και εγκαταλείπει ακόμα και το βασικό πυρήνα της συγκρότησης του κράτους δικαίου και του κράτους πρόνοιας, εάν ο πολιτικός λόγος γίνεται όλο και πιο συμβολικός και τα κέρινα ομοιώματα πολλαπλασιάζονται και κυκλοφορούν έξω από τα μουσεία, μήπως χρειάζεται και κάποιος έστω αδρός στοχασμός;

Ένας στοχασμός που έρχεται μόνος του, που κάνει κάθε άνθρωπος, ένας στοχασμός σαν αυτόν του Γκωγκέν: «Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πού πηγαίνουμε;» Μόνο που αυτά τα ερωτήματα στα δημόσια πρόσωπα, ως έχοντα πολιτική ευθύνη, αποκτούν άλλη εικόνα, εικόνα δραματοποιημένη και ταυτόχρονα αποκαθηλωμένη, γιατί η εικόνα τους εμφανίζεται και σε ύστερους καιρούς, όπου οι ψευδεπίγραφες ετικέτες κονιορτοποιούνται, γιατί η ζωή και η ιστορία πάντα είναι αμείλικτες!

Νίκος ΤσούλιαςΠολιτική
Keywords
Τυχαία Θέματα