Δυο λόγια για ένα κορίτσι που εξαφανίστηκε (Gone Girl)

Σχεδόν όλες οι κριτικές και αναφορές στην τελευταία ταινία του David Fincher, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Gillian Flynn που διετέλεσε και σεναριογράφος, συνοδεύονται με μια περιοδολόγηση στο πλούσιο έργο του. Δεν είναι τυχαίο – θυμόμαστε όλοι το έργο του Fincher επειδή η αλήθεια είναι ότι τον είχαμε λίγο ξεχάσει, και επειδή αυτή η ταινία μας τον θύμισε για τα καλά: Η επίδραση του Gone Girl, που τον βρίσκει σε μια περίοδο φανερής σκηνοθετικής ωριμότητας, έχει κάτι από το μούδιασμα του Se7en, τις ατελείωτες συζητήσεις

για το Fight Club, την σιωπηλή αμηχανία και το δέος για το Zodiac. Από το 2007 για την ακρίβεια και μέχρι σήμερα, οι τρεις ‘’εμφανίσεις’’ του Fincher μπορεί να ήταν εμπορικές επιτυχίες αλλά ιδιαίτερα στον κύκλο θαυμαστών του είχαν ανάμικτα συναισθήματα: Λίγο φλύαρο το Social Network, λίγο συμβατικό παρά το αντισυμβατικό της υπόθεσης ο Benjamin Button, λίγο ‘’ίσως-το-ορίτζιναλ-ήταν-καλύτερο’’ για το Girl with the dragon tattoo. Αν και στην πραγματικότητα διατηρεί σε όλη του την φιλμογραφία μια αισθητική και μεθοδολογική ενότητα, με το Gone Girl φαίνεται να ρισκάρει και να πηγαίνει δυο βήματα παραπέρα. Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή: Τι ακριβώς είναι το Gone Girl; (Αναγκαστικά, στις επόμενες παραγράφους θα υπάρχουν μερικά spoiler!)

Σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Fincher υπάρχει ένα μόνιμο παιχνίδι με την φόρμα. Οι ταινίες του έχουν αισθητικά επίπεδα, με τον ίδιο τρόπο που έχουν και νοηματικά επίπεδα- ο Fincher φαίνεται να αγαπά τον φορμαλισμό περίπου όσο απολαμβάνει να τον αποδομεί. Ας μην ψάξει κανείς να ‘’κατατάξει’’ το Gone Girl σε ένα είδος: Είναι ταυτόχρονα νέο-νουάρ, ιστορία τρόμου (του γάμου), ιστορία μυστηρίου, μαύρη κωμωδία και φάρσα. Η ταινία γκαζώνει από την αρχή ως μια (συνηθισμένη) ιστορία που η κυρία εξαφανίζεται και το χωριό αναστατώνεται και τα ΜΜΕ αφηνιάζουν. Ύστερα τραβάει χειρόφρενο και κόβει αριστερά ως whodunit ιστορία μυστηρίου, ύστερα κόβει δεξιά και γίνεται ιστορία εκδίκησης, στο τέλος αναποδογυρίζει λέγοντας πως δεν ήταν καν αυτοκίνητο και γίνεται μια μαύρη σάτιρα τόσο εξωφρενική που είναι να παραδέχεσαι το πόσο αρμονικά δένει με ότι έβλεπες ως εκείνη την ώρα. Το στόρυ ξετυλίγεται με την αναπάντεχη εξαφάνιση της Amy (μια Rosamund Pike αποκάλυψη- αιθέρια και σαγηνευτική, μοιραία και σατανική, όλα στο ίδιο πρόσωπο) και τον Nick (ένας Ben Affleck που είναι επιτηδευμένα και ταιριαστά ‘’λίγος’’) που πρέπει να διαχειριστεί τα ΜΜΕ, την Αστυνομία (που τον υποπτεύεται μαζί με εμάς), τους γονείς της, την οικογένειά του, την ερωμένη του, τον εαυτό του. Και ενώ διαβάζοντας το ημερολόγιό της βλέπουμε ότι μάλλον ο Nick είναι κάθαρμα, η Amy αποκαλύπτεται ως μια εκδικητική ημιπαράφρων νοικοκυρά σε απόγνωση, που του την έχει στήσει για να τον οδηγήσει στην θανατική ποινή. Και πιστέψτε μας, η παράνοια δεν έχει ακόμα ξεκινήσει!

Πολλοί βιαστήκανε ίσως να πουν ότι η ταινία ακολουθεί τις χειρουργικές τομές του Fincher και της συγγραφέως για να αποδομήσουν την Αγία Μεοσαστική Αμερικάνικη Οικογένεια και να ρίξουν και μερικά σχόλια για τα ΜΜΕ και την επιρροή τους στην ‘’αλήθεια’’, τους ρόλους των φύλων σε ένα ζευγάρι κλπ. Η Amy άλλωστε είναι μια καρικατούρα της ‘’απατημένης εκδικητικής’’ συζύγου που το βασικό της διαπραγματευτικό χαρτί είναι τα ΜΜΕ και η αγιοποίησή της, ενώ ο Nick είναι ο ορισμός του ‘’είδα την Emily Ratakowski και ξανάνιωσα μέσα από την απιστία’’. Για την ακρίβεια, το ζευγάρι, ο δικηγόρος, η αστυνομικός, το Μιζούρι, ο πρώην εραστής που ποτέ δεν την ξεπέρασε, είναι όλοι τόσο φορτωμένοι με κλισέ και στερεότυπα που θα μπορούσαν να είναι ήρωες σε τηλεοπτική σαπουνόπερα Παπακαλιατικής εμπνεύσεως. Όταν και η τελευταία κουρτίνα σηκωθεί, ο άπιστος Nick δεν είναι παρά ένα θύμα της δολοπλόκας και υποκρίτριας Amy, που παραμένει μια ‘’America’s Sweetheart’’ έχοντας στην πορεία σκοτώσει, κοροιδέψει, απιστήσει και γενικά αμαρτήσει εκατό φορές περισσότερο από ότι και αν της είχε κάνει ο Nick. Η νομιμοποίηση του εαυτού της με την ομολογία ότι ‘’δεν θα μαραθώ εγώ για να ξαναρχίσει αυτός τη ζωή του με την μικρή, δεν θα του περάσει’’, απηχεί προφανώς σε μια παγκόσμια σεξιστική αλήθεια εκεί έξω, αλλά φλερτάρει πολύ έντονα με την υπερβολή και τον διδακτισμό.

Το υλικό λοιπόν, είναι εξαιρετικά αντιφατικό. Ο ρυθμός και η εικαστική αρτιότητα δεν σε αφήνουν για 149 λεπτά να δεις αφηγηματικές τρύπες και νοηματικά κενά. Η ταινία μοιάζει ταυτόχρονα σοβαρή και ασόβαρη. Αυτά όμως δεν είναι εκεί κατά τύχη: Ο Fincher πέρα από ένας κορυφαίος στιλίστας είναι και ένας πανέξυπνος δημιουργός. Πέρα από το παιχνίδι του με τις φόρμες, που είναι από μόνο του ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα, ο Fincher σκηνοθετεί το πρωτότυπο υλικό χρησιμοποιώντας την σάτιρα ως εργαλείο: Τα ΜΜΕ είναι αυτά που είναι, μας λέει, και ο έρωτας στην εποχή των social media είναι λίγο πιο κυνικός. Το πρόβλημα όμως είσαι και εσύ, αγαπητέ ανώνυμε θεατή. Εσύ που στην πραγματικότητα φαντασιώνεσαι την ιστορία που ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια σου επί της οθόνης ως μια ιστορία της διπλανής πόρτας. Επειδή έχεις πρόσβαση πλέον (με το internet, με τα ΜΜΕ) στην κλειδαρότρυπα και αυτήν την νέα δύναμη δεν ξέρεις ακόμα πώς να την διαχειριστείς, και η τηλεοπτική αισθητική σου γίνεται και αισθητική της ζωής σου.

Ο David Fincher έχει μια υψηλή κινηματογραφική αισθητική, ξεχωριστή για την εποχή του, και την χρησιμοποιεί για να επιτεθεί με κυνικό τρόπο στην τηλεοπτική μεσοαστική αισθητική, θεωρώντας ότι η μορφή μπορεί να υποτάσσεται στο περιεχόμενο αλλά αυτή η διαλεκτική δεν είναι μονόπαντη- και η μορφή παράγει ένα περιεχόμενο και η σχέση τους ανακυκλώνεται συνεχώς. Θεωρεί, στον φορμαλιστικό και νοηματικό κυνισμό του, ότι η τηλεοπτική αισθητική και η αισθητική της prime time εκπομπής έχουν αρχίσει να ριζώνουν στην αισθητική της μεσοαστικής οικογένειας τόσο πολύ, που το κακόγουστο reality είναι δυστυχώς, reality. Ακόμα και η πανέξυπνη μουσική ενδυμασία (Trent Renzor των NIN μαζί με Atticus Ross), είναι ένα ανατριχιαστικό ‘’αισιόδοξο σκορ ασανσέρ’’, και δένει αρμονικά. Η αισθητική του Fincher θέλει να νικήσει την αισθητική του τηλεοπτικού reality. Μας βάζει να δούμε εμείς το reality από την κλειδαρότρυπα, αλλάζοντας τους ρόλους. Και το κάνει με την γνωστή του μαεστρία.

Αν μη τι άλλο, το Gone Girl είναι μια ταινία από αυτές που σηκώνουν συζήτηση και μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές εμπειρίες της περιόδου. Ύστερα, αφού μπήκαμε και από εδώ στον πειρασμό να θυμηθούμε και τον David Fincher, θα προτείναμε σε dvd το παραγνωρισμένο και κάπως στριμωγμένο μεταξύ Se7en και Fight Club έργο του ‘’Το παιχνίδι’’ (The Game) με τον Michael Douglas και τον Sean Penn.

Θα επιστρέψουμε στη συζήτηση για τη φόρμα και την αισθητική σύντομα, με ένα αφιέρωμα σε έναν πολύ αγαπημένο σκηνοθέτη: Στο μεταξύ, η τελευταία σας ευκαιρία να καταθέσετε την λίστα με τις δέκα πιο επιδραστικές ταινίες εδώ:

http://www.alfavita.gr/arthron/movie-challenge

Tags: Παναγιώτης Τσερόλαςκινηματογραφικές περιπλανήσειςgone girl Tweet

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα