Η «δίκη» και η δολοφονία των Σάκο και Βαντσέτι

Αρθρογράφος: Δάνης Παπαβασιλείου

Τη διετία 1919-1920, η αστική τάξη των ΗΠΑ και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι αντιμετωπίζουν με πανικό τις επαναστατικές εξελίξεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και την ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στηνίδια τους τη χώρα. Αυτός ο πανικός εκδηλώνεται με διάφορες μορφές και πάντα με μεγάλη σκληρότητα. Ο αντισοβιετισμός και ο αντικομμουνισμός αγγίζουν τα όρια της υστερίας. Το να υψώνεις σε μια συγκέντρωση κόκκινη σημαία, θεωρείται έγκλημα. Υποπτοι θεωρούνται ακόμη και όσοι φορούν κόκκινη γραβάτα, αφού

έτσι μπορεί να υποδηλώνουν την πολιτική τους τοποθέτηση.

Το εργατικό κίνημα υπό διωγμό

Χιλιάδες κομμουνιστές και προοδευτικοί πολίτες ξυλοκοπούνται, φυλακίζονται, εκτοπίζονται. Εν τω μεταξύ συστηματικά αναπτύσσεται η προπαγάνδα κατά των νεοφερμένων μεταναστών. Η αστυνομία και οι υπόλοιπες υπηρεσίες ασφαλείας θεωρούν αυτούς τους μετανάστες, κυρίως από τις ευρωπαϊκές χώρες, ως τους κύριους υπεύθυνους για τη ραγδαία διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην εργατική τάξη των ΗΠΑ. Οι ιθύνοντες κύκλοι πιστεύουν ότι οι μετανάστες είναι το «εύκολο θύμα», γιατί δεν τους αποδίδουν μόνον τις «ανατρεπτικές ενέργειες» (έτσι ονόμαζαν τις απεργίες), αλλά και γιατί πιστεύουν ότι μπορούν να στρέψουν τους άλλους εργαζόμενους εναντίον των μεταναστών, με το επιχείρημα ότι αυτοί ευθύνονται για την ανεργία και την οικονομική κρίση που πλήττει αυτήν την περίοδο τις ΗΠΑ.

Το «έγκλημα» και η «κατηγορία»

Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι, δεμένοι με χειροπέδες, στο εδώλιο, παρακολουθούν τη «δίκη».

Το 1920 συλλαμβάνονται δύο από τους γνωστότερους ηγέτες του εργατικού κινήματος, οι Ιταλοί εργάτες Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Το «έγκλημά» τους ήταν ότι πρωτοστάτησαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου και ήσαν πρωτοπόροι οργανωτές των εργατικών συνδικάτων, μακριά, μάλιστα, από την οπορτουνιστική γραμμή που κυριαρχούσε τότε στη συνδικαλιστική ηγεσία.

Ομως, η επίσημη κατηγορία που τους απαγγέλλεται δεν έχει καμιά σχέση με τις συνδικαλιστικές και τις πολιτικές τους δραστηριότητες. Κατηγορούνται πως δήθεν πήραν μέρος σε ένοπλη ληστεία μιας χρηματαποστολής, που μετέφερε χρήματα για μισθούς στο Σάουθ Μπράιντρι. Κατά τη διάρκεια της ληστείας, δολοφονήθηκαν ένας φρουρός της χρηματαποστολής και ο ταμίας της επιχείρησης.

Το αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο η αστυνομία χρησιμοποίησε για να ενοχοποιήσει τους δύο εργάτες, ήταν ένα πιστόλι, που είχε υπό την κατοχή του ο Νικόλα Σάκο , κατά τη στιγμή της σύλληψής του. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η οπλοκατοχή στις ΗΠΑ δεν απαγορευόταν. Δηλαδή, το να έχει κάποιος ένα πιστόλι, ούτε ασυνήθιστο, ούτε εκπληκτικό ήταν.

Μια δίκη – φάρσα

Η δικαστική διαδικασία είναι μια μοναδική φάρσα. Οι «αυτόπτες μάρτυρες» έχουν προπαρασκευαστεί κάτω απ’ την πίεση του εισαγγελέα και της αστυνομίας. Κανένας τους, βέβαια, δεν ήταν μπροστά την ώρα της ληστείας, όλοι, όμως, «αναγνωρίζουν τους κατηγορούμενους» ως δράστες. Στην αρχή της διαδικασίας, ένας από τους πρώτους «αυτόπτες μάρτυρες», αποκαλύπτεται ότι είναι πρόσφατα αποφυλακισμένος εγκληματίας, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο με ψεύτικο όνομα. Ο ίδιος ομολογεί ότι δέχτηκε να ψευδομαρτυρήσει σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα και με αντάλλαγμα την αποφυλάκισή του. Κατά τη διάρκεια της δίκης, αποκαλύπτεται ότι ο διορισμένος από το δικαστήριο διερμηνέας παραποιεί συστηματικά τα λεγόμενα των δύο κατηγορουμένων, στηριζόμενος στο ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν ξέρουν καλά αγγλικά.

Κατάθεση κατά παραγγελία

Μια από τις χιλιάδες εργατικές διαδηλώσεις, που έγιναν στο διάστημα 1920 – 1927 σ’ ολόκληρο τον κόσμο για τη σωτηρία των Σάκο και Βαντσέτι.

Τελικά, μετά την κατάρριψη όλων των κατηγοριώναπό τους κατηγορούμενους, το μοναδικό στοιχείο, στο οποίο μπορεί να στηριχτεί η κατηγορούσα αρχή, είναι το όπλο του Σάκο.

Μάρτυρας – κλειδί θεωρείται ένας εμπειρογνώμονας όπλων, ο οποίος καλείται να καταθέσει. Ομως, η κατάθεσή του καθοδηγείται με μαεστρία από τον εισαγγελέα, ώστε να μείνει η εντύπωση ότι το πιστόλι του κατηγορουμένου είναι το πιστόλι, με το οποίο έγινε η ληστεία και διαπράχθηκαν οι δύο φόνοι.

Ιδού, λοιπόν, η μεθόδευση, όπως την αποκάλυψε αργότερα ο διευθυντής της αστυνομίας της Μασαχουσέτης, κάπτεν Πρόκτορ, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμων όπλων στη δίκη:

«Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από το πιστόλι του Νικόλα Σάκο . Ομως, επειδή υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθεί το ψέμα, ο εισαγγελέας μου είπε ότι αν μου ζητηθούν αποδείξεις από κάποιο μέλος του δικαστηρίου να πω ότι δεν έχω».

Κατά «σύμπτωση», αποδείξεις δε ζητήθηκαν και ο δικαστής Ουέμπστερ Θέιχερ, γνωστός στη Μασαχουσέτη για τις αντιδραστικές του απόψεις, ανακεφαλαιώνοντας την κατάθεση του Πρόκτορ, αποφαίνεται ότι το φονικό βλήμα προέρχεται από το πιστόλι του Σάκο .
«Εχθροί των θεσμών…»

Αυτό φτάνει για να κηρυχτούν οι δύο εργατικοί ηγέτες ένοχοι. Ο δικαστής Θέιχερ, στο «αιτιολογικό» της απόφασης, σημειώνει: «Ακόμα κι αν δεν έχουν διαπράξει το έγκλημα, που τους καταλογίζεται, είναι, πάντως, ηθικά ένοχοι, γιατί είναι εχθροί των σημερινών θεσμών…»!

Πάνω από έξι χρόνια διαρκεί ο αγώνας για την αναθεώρηση της εσφαλμένης απόφασης. Εργάτες και επιφανείς προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο στέκουν στο πλευρό των αθώων καταδικασθέντων. Μια σημαντική εξέλιξη κατά της διάρκεια αυτής της εξαετίας έλαβε χώρα το Νοέμβρη του 1925: Ο φυλακισμένος για σειρά εγκλημάτων Τσελεστίνο Μαντέιρος στέλνει ένα σημείωμα από τη φυλακή στη διοίκηση της αστυνομίας και το δικαστήριο της Μασαχουσέτης, όπου γράφει: «Ομολογώ ότι πήρα μέρος στο έγκλημα του Σάουθ Μπράιντρι και ότι οι Σάκο και Βαντσέτι δε συμμετείχαν».
Για παραδειγματισμό

Ομως, οι αρχές της Μασαχουσέτης και της Ουάσιγκτον δεν έχουν σκοπό να αφήσουν ελεύθερη τη λεία τους. Απορρίπτουν το αίτημα για επανάληψη της δίκης. Η απόφαση είχε ληφθεί: Η εκτέλεση θα γίνει για παραδειγματισμό των ξεσηκωμένων εργατών και για να ενοχοποιηθούν στο πρόσωπό τους οι νεοφερμένοι μετανάστες. Η τελική πράξη αυτού του εγκλήματος εκτυλίσσεται στις 23 Αυγούστου του 1927. Οι δύο πρωτοπόροι αγωνιστές του αμερικανικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος, που καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, αλλά και της εξάχρονης φυλάκισής τους, αντιμετώπισαν τη σκευωρία με ψηλά το κεφάλι, τιμώντας την τάξη τους, ο Νικόλα Σάκο και ο ΜπαρτολομέοΒαντσέτι , δολοφονήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα.

Μόλις 50 χρόνια αργότερα, το 1977, ο κυβερνήτης της πολιτείας της Μασαχουσέτης, Μάικλ Δουκάκης, επιβεβαίωσε ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι«ήταν αθώοι». Πενήντα χρόνια αργότερα!

Ετικέτες: Δάνης ΠαπαβασιλείουΒΑΝΤΣΕΤΙεκτέλεσηΗΠΑΣΑΚΟ
Keywords
Τυχαία Θέματα