Σουβλάκια και παιδεία

Υπάρχει στην οικονομία ο όρος “niche market”, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως "εξειδικευμένη αγορά" δίχως όμως να αποδίδει επακριβώς όλο το φάσμα των εννοιών που περιλαμβάνει, οι οποίες μπορούν να γίνουν κατανοητές για τον οποιονδήποτε μόνο με ένα παράδειγμα. Κατ’ αρχάς, η αγγλική λέξη “niche” μεταφράζεται ως κόγχη ή κοίλωμα και στην οικονομία έχει την έννοια της «υποαγοράς» ή του μέρους εκείνου της αγοράς που για διάφορους λόγους δεν αποτελεί στόχο μια μεγάλης επιχείρησης διότι δεν συμφέρει οικονομικά ή δεν συμφέρει κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή εκτός κι αν αλλάξουν οι συνθήκες και αρθούν

οι οικονομικοί περιορισμοί, όπως πχ.:

Την εποχή της δραχμής, όταν το σουβλάκι είχε τιμή πώλησης γύρω στις 120 δραχμές και η τυρόπιτα γύρω στις 100 δραχμές, καμία μεγάλη επιχείρηση δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τις οικογενειακές επιχειρήσεις που κυριαρχούσαν στον κλάδο αυτό της εξειδικευμένης αγοράς. Για μεν μια οικογενειακή επιχείρηση ήταν μια αυτοαπασχόληση για ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειας με έσοδα που δεν ξεπερνούσαν κατά πολύ τα αντίστοιχα μεροκάματα εξαρτημένης εργασίας, για δε μια επιχείρηση που θα «απασχολούσε ανθρώπινο δυναμικό, δεν υπήρχαν περιθώρια «υπεραξίας» που θα απέφεραν κέρδη, ώστε να συμφέρει το επιχειρείν. Όταν όμως με την καθιέρωση του ευρώ, οι οικογενειακές επιχειρήσεις βρήκαν την ευκαιρία να ανεβάσουν τις τιμές στο σουβλάκι και στην τυρόπιτα στο 1,5 ευρώ, άνοιξαν συγχρόνως διάπλατα την πύλη εισόδου στην μέχρι τότε “niche market” σε εμπορικές αλυσίδες, ακόμη και σε πολυεθνικές. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με τις ενώσεις των ταξί, που απαίτησαν υψηλότερο κόμιστρο, δίχως να λάβουν υπόψη τους ότι έτσι άνοιγαν την όρεξη σε μεγάλες εταιρείες, ακόμη και στην υπερεθνική “Uber”, που εκμεταλλευόμενη τις νέες τεχνολογίες, βρήκε την ευκαιρία «να τρουπώσει» στην κλειστή αγορά μιας σκληρής συντεχνίας.

Ίσως πουν κάποιοι «τι σχέση έχουν τα σουβλάκια με την παιδεία», αγνοώντας ότι ζούμε σε μια εποχή όπου, τα πάντα αλλάζουν με ψηφιακές ταχύτητες και όπου, δυστυχώς, η αγορά είναι η κυρίαρχη και καθοριστική δύναμη, που δεν αφήνει κανένα πεδίο κοινωνικής δραστηριότητας ανεκμετάλλευτο με σκοπό το κέρδος, ούτε φυσικά θα αφήσει την παιδεία, που υπόσχεται πολλά. Από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, από τους δασκάλους και καθηγητές θα κριθεί αν συμβεί και σ’ αυτούς, ότι συνέβη και συμβαίνει με τους ταξιτζήδες και τους μικρομαγαζάτορες του κλάδου της διατροφής. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πως θα είναι στο άμεσο μέλλον πολλά πράγματα, αλλά σίγουρα, οι άνθρωποι της αγοράς που ψάχνουν διαρκώς για περισσότερα κέρδη, είναι ένα βήμα πιο μπροστά από τους δασκάλους και τους καθηγητές, που βλέπουν το δημόσιο σχολείο να απαξιώνεται διαρκώς στην εκτίμηση του κόσμου, χάριν της δικής τους δυσφήμησης, αλλά και χάριν της διαρκούς αδιαφορίας μεγάλης μερίδας δασκάλων και καθηγητών, που βρέθηκαν τυχαία στο χώρο της εκπαίδευσης.

Κάποτε, «τον παλιό καλό καιρό», οι γονείς που προτιμούσαν το ιδιωτικό από το δημόσιο σχολείο, ήταν, συνήθως, εκείνοι οι γονείς, στους οποίους, πολλές φορές, δάσκαλοι ανίκανοι να διαχειριστούν τα παιδιά τους μέσα στην τάξη, έβγαζαν το αυθαίρετο συμπέρασμα, ότι τα παιδιά τους «είναι ανεπίδεκτα μάθησης». Με την παραμικρή δυσκολία που είχε ο ανίκανος δάσκαλος με κάποιους μαθητές που δεν μπορούσε να τους διαχειριστεί, είχε έτοιμη τη συνταγή της αποτυχίας του «κύριοί μου, το παιδί σας είναι ανεπίδεκτο μάθησης, αν θέλετε να τελειώσει κάποτε το σχολείο στείλτε το καλύτερα σε ένα ιδιωτικό ή πάρτε του δάσκαλο στο σπίτι».

Τι έχει συμβεί εδώ και πολλά χρόνια ή καλύτερα εδώ και δεκαετίες και συγκεκριμένα μετά τη μεταπολίτευση, ώστε τα ιδιωτικά σχολεία να βρίσκονται σε διαρκή άνοδο με παράλληλη απαξίωση του δημόσιου σχολείου.

Τι έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες, ώστε όλοι σχεδόν οι υπουργοί παιδείας, αλλά και πολλοί καθηγητές δημόσιων σχολείων να στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία; Άσχετοι μέχρι ανίκανοι υπουργοί και ειδικοί σε θέματα παιδείας, στην προσπάθειά τους, εδώ και 45 χρόνια, να μιμηθούν το δίδυμο Παπανδρέου-Παπανούτσου της δεκαετίας του 60 που άφησε εποχή, έκαναν την παιδεία πεδίο στείρας αντιπαράθεσης με θύματα, κυρίως τους μαθητές, αλλά και τους εκπαιδευτικούς.

Όπως έλεγε σε συνέντευξή του στο «Βήμα»(25/04/2010) ο κ. Βασίλης Πετρόπουλος, προϊστάμενος του 6ου Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας,«πέρα από τις ελλείψεις δασκάλων, στέλνονται στο υπουργείο λίστες με ονόματα εκπαιδευτικών που δεν κάνουν σωστά το έργο τους αλλά δεν γίνεται τίποτε. Ακατάλληλοι άνθρωποι συνεχίζουν να διδάσκουν».

Σε συνέντευξη στην ίδια εφημερίδα, έλεγε, με κάποια δόση πικρίας, ο κ.Φωκίων Συρέλης, διευθυντής του 2ου Πειραματικού Λυκείου Αθηνών, γνωστού για τις θεατρικές, λογοτεχνικές και μαθηματικές δράσεις του, ότι, «πέρα από την ανυπαρξία βασικών υποδομών, όπως πρόσβαση σε τάξεις ατόμων με κινητικά προβλήματα, δεν έχουμε καμιά δυνατότητα πρωτοβουλιών. Δεν μπορούμε να επέμβουμε πουθενά».

Εδώ και αρκετά χρόνια εφαρμόζεται στη Σουηδία ένα πιλοτικό πρόγραμμα. Οι γονείς είναι ελεύθεροι να διαλέξουν το σχολείο των παιδιών τους. Παίρνουν από το κράτος ένα κουπόνι που αντιστοιχεί στα δίδακτρα των παιδιών τους και το καταθέτουν στο σχολείο της επιλογής τους, που μπορεί να είναι δημόσιο, μη κερδοσκοπικό ή ιδιωτικό.

Όπως όλα δείχνουν, δεν θα αργήσει η στιγμή, που κάποιοι και μάλιστα από αυτούς που φέρουν ευθύνη για την κατάντια της παιδείας μας, θα εισηγηθούν την εφαρμογή των κουπονιών εκπαίδευσης και στη χώρα μας και τότε αγαπητοί συνάδελφοι θα ξυπνήσουμε από το λήθαργο, γιατί οι Έλληνες θα προτιμήσουν μαζικά ιδιωτικά σχολεία, αλλά θα είναι μάλλον αργά, γιατί η απαξίωση του δημόσιου σχολείου, θα έχει βρει πάτο

Παρασκευή Κατσά2ο Γυμνάσιο Καματερού
Keywords
Τυχαία Θέματα