Η Ηλέκτρα ταιριάζει στο Εθνικό Θέατρο

10:44 24/3/2013 - Πηγή: Aixmi

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΑ

Του Γιουτζίν Ο΄ Νίλ. Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές. Σκηνοθεσία, διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Γιάννης Χουβαρδάς. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Πρωταγωνιστούν: Ακύλλας Καραζήσης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαπα, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Αργύρης Πανταζάρος, Γιούλικα Σκαφιδά, Χρήστος Στέργιογλου, Θέμις Μπαζάκα, Χάρης Τσιτσάκης, Μάγια Λυμπεροπούλου, Γιώργος Κοτανίδης. (ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ- Κεντρική Σκηνή)

Πέντε στα πέντε! Δέκα στα δέκα! Είκοσι

στα είκοσι! Με όποιο σύστημα και αν το μετρήσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: άριστα. Η τρίωρη αυτή παράσταση του Εθνικού Θεάτρου διαθέτει πάθος, πρωτοτυπία, ρυθμό, συγκίνηση, χιούμορ, εξαιρετικές ερμηνείες, υπέροχα κοστούμια και μόνο ευχάριστες εκπλήξεις.

«Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Γιουτζίν Ο’ Νιλ (Ευγένιο τον ξέραμε τόσα χρόνια, αλλά εσχάτως τα ξένα ονόματα ξαναπαίρνουν την αυθεντική τους προφορά) ανέβηκε για πρώτη φορά το 1931 στο Μπρόντγουεϊ, βασίζεται στην «Ορέστεια» του Αισχύλου και τοποθετείται στις ΗΠΑ του 1865. Ο αμερικανικός εμφύλιος δηλαδή, που μόλις έχει τελειώσει, παίρνει την θέση του Τρωικού Πολέμου.

Σπουδαίος στρατηγός στον εμφύλιο ο Έζρα Μάννον (Καραζήσης), επιστρέφει στο σπίτι του και έχει όλα τα χαρακτηριστικά του Αγαμέμνονα. Είναι νικητής- πολέμησε με τους Βόρειους- κουβαλάει αμαρτίες από το παρελθόν κι έχει, με την πουριτανική του ηθική, σκοτώσει την αγάπη της γυναίκας του, της Κριστίν (Καραμπέτη) η οποία είναι ολόιδια με την Κλυταιμνήστρα. Τον μισεί, ονειρεύεται την εξόντωσή του και τα έχει φτιάξει με τον ξάδερφό του, τον πλοίαρχο Άνταμ Μπραντ (Γάλλος). Όπως και ο Αίγισθος ζητά κι αυτός εκδίκηση, ανασύροντας ξεχασμένες οικογενειακές έριδες.

Την θέση της Ηλέκτρας παίρνει η κόρη του Έζρα η Λαβίνια (Πρωτόπαππα) και του Ορέστη ο γιος του ο Όριν (Λούλης).

Και η, παρόμοια με την «Ορέστεια», πλοκή αρχίζει. Όχι όμως όπως την σχεδίασε ο Ο’ Νιλ, αλλά με τρόπο απρόσμενο και πρωτότυπο: από την πλατεία. Τέσσερις υποτιθέμενοι θεατές (Μπαζάκα, Λυμπεροπούλου, Κοτανίδης, Τσιτσάκης) διαμαρτύρονται για την καθυστερημένη έναρξη και ανεβαίνουν στην σκηνή. Διαβάζουν σκηνοθετικές οδηγίες του ίδιου του Ο’ Νιλ και περιγραφές των χαρακτήρων, σχολιάζουν τους ηθοποιούς και τους ειρωνεύονται.

Στην πραγματικότητα το ιδιόμορφο αυτό κουαρτέτο, το οποίο μένει ενεργό σε όλη την διάρκεια της παράστασης, δεν είναι παρά ο χορός της τραγωδίας, στον οποίο προστίθεται και ο Σεθ (Στέργιογλου) ο επιστάτης της οικογένειας.

Κι ο ίδιος ο βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας εξάλλου, έχει συμπεριλάβει στο έργο του ένα τέτοιο χορό αποτελούμενο από ντόπιους σχολιαστές της πλοκής.

Στα χέρια του Γιάννη Χουβαρδά όμως ο χορός αυτός αποκτά μια εξαιρετική οικειότητα, γίνεται ένα υπέροχο «εμείς», αναδεικνύοντας και προβάλλοντας τον συλλογικό τρόμο μιας αρχαίας ιστορίας που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ψυχανάλυσης.

Ακόμα και η ηθελημένα αστεία κιτς μπλούζα που φορά η- πάντα απολαυστική, ορμητική και ακριβής- Μπαζάκα, συμβάλει στην ολοκλήρωση του σχήματος του ανατρεπτικού αυτού χορού που απογειώνεται με τις εξαιρετικές ερμηνείες της Λυμπεροπούλου, του Κοτρανίδη και του Τσιτσάκη.

Κι όταν πια το δράμα έχει στηθεί ο Χουβαρδάς φροντίζει να ζωντανέψει το σκηνικό του με συνεχείς βίντεο-προβολές. Οι σκηνικές διαστάσεις έτσι πολλαπλασιάζονται, δημιουργώντας μια ρέουσα κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ενώ οι ασήμαντες λεπτομέρειες μεγεθύνονται και αποκτούν πια μια επιτακτική αμεσότητα. Ο ψίθυρος γίνεται ουσιώδης.

Αλλά και οι ηθοποιοί ψιθυριστά παίζουν- βοηθούμενοι και από τα μικρόφωνα που, πολύ σωστά, φορούν. Χωρίς φωνές, χωρίς άσκοπες κορόνες, χωρίς υπερβολές, αναδεικνύουν το ασήμαντο, καθώς η τραγωδία μαίνεται ολόγυρα και ο χορός την υπονομεύει έξοχα με κωμικές σφήνες.

Με τα εντυπωσιακά μαύρα φορέματα της Ιωάννας Τσάμη η Καραμπέτη και η Πρωτόπαππα κυριαρχούν στην παράσταση. Η Κριστίν και η Λαβίνια είναι βέβαια και οι πιο πλήρεις χαρακτήρες του έργου.

Μια σειρά από αδιόρατες αποχρώσεις του μαύρου είναι οι ερμηνείες τους- ανάμεσα στις σκιές του μίσους που σφραγίζει τους χαρακτήρες τους. Ακριβείς, λιτές, συγκλονιστικές. Το ίδιο και ο Σκαφιδά, εύστοχη και συγκινητική.

Εξαίσιοι επίσης είναι και οι άνδρες- ο Καραζήσης, ο Γάλλος, ο Λούλης, ο Πανταζάρας, ο Στέργιογλου. Όλοι τους ενταγμένοι σε ένα σύνολο, άψογα ενορχηστρωμένο.

Στο τέλος η παράσταση επιστρέφει στην αρχή της: οι τέσσερις «θεατές» του χορού μπαίνουν στο σκηνικό και οι χαρακτήρες του έργου τους παρακολουθούν από κάτω καθώς τα πρόσωπά τους αλλοιώνονται στην βίντεο-προβολή. Τα αρχέτυπα– που μπορεί να είμαστε και εμείς οι ίδιοι- δεν έχουν πρόσωπα κι ο καθένας θα μπορούσε να ταυτιστεί μαζί τους, την ώρα που αυθεντικότητά τους χάνεται προς χάριν των συμβόλων.

Η τραγωδία αυτή των καταραμένων ανεβαίνει σπάνια λόγω της τεράστιας διάρκειάς της, Χουβαρδάς ωστόσο την περιόρισε σε τρεις ώρες χωρίς να της στερήσει απολύτως τίποτε και παρέδωσε μια σπάνια παράσταση από αυτές που τιμούν το όνομα, την ιστορία και την αποστολή του Εθνικού Θεάτρου.

Keywords
Τυχαία Θέματα