«Γαμήλιος Εσπερινός»: γράφει η Φρίντα Μήτσιου

05:03 17/4/2017 - Πηγή: ΕΡΤ

ΜΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

Άρχισα να γράφω διηγήματα από τα πρώτα νεανικά μου χρόνια. Διάβαζα και διαβάζω Έλληνες και ξένους διηγηματογράφους και τώρα πλέον μπορώ να καταλάβω τη δυσκολία και τη γοητεία, που έχει η μικρή φόρμα. Για μένα ήταν πάντα μια πρόκληση. Πρέπει να πεις μια ιστορία, που να αφορά τον αναγνώστη και να τον ενδιαφέρει, σε λίγες σελίδες. Μέσα σ’ αυτές να φαίνονται ανάγλυφοι και αληθινοί οι χαρακτήρες. Ο ήρωας να πορεύεται μέσα από περιπέτειες, από ενθουσιασμούς και διαψεύσεις και τέλος να κορυφώνεται με φυσικό τρόπο η πλοκή και η δράση

(εσωτερική και εξωτερική ) να οδηγεί στην «κάθαρση»∙ και όλα αυτά μέσα σε λίγες λέξεις.

Ο τίμιος διηγηματογράφος δεν μπορεί να στοχεύει στην εύκολη συγκίνηση του αναγνώστη με φιοριτούρες και γλωσσικά τσακίσματα. Δεν έχει χρόνο για αυτά. Το διήγημα απαιτεί ένα γοργό ρυθμό, μια οικονομία στο λόγο, «να μην ξοδεύουμε ασυλλόγιστα τη γλώσσα», που είπε ο Μανώλης Πρατικάκης, ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές.

Ξέρω ότι σήμερα κυκλοφορούν και ακμάζουν τα ογκώδη μυθιστορήματα, κοινώς «τούβλα». Εγώ δεν θα πω ότι όλα είναι άχρηστα, αλίμονο! Εφόσον υπάρχουν αναγνώστες γι’ αυτά, σημαίνει ότι κάτι τους λένε. Κομίζουν αυτό που οι αναγνώστες χρειάζονται. Άλλωστε, υπάρχουν αριστουργήματα της παγκόσμιας Λογοτεχνίας, που αριθμούν πολλές εκατοντάδες σελίδων.
Μ’ αυτές τις γραμμές που σας εμπιστεύομαι, απλώς θέλω να υπερασπιστώ τη μικρή φόρμα, που τόσο αγαπώ και υπηρετώ τίμια και από καρδιάς.

Ο Γαμήλιος Εσπερινός είναι το πρώτο μου βιβλίο, το εξέδωσα κάπως αργά, παρόλο που, το ξέρετε, ο χρόνος είναι σχετικός. Οι ήρωες των ιστοριών του Γαμήλιου Εσπερινού είναι κοινοί άνθρωποι και δρουν με ιδιαίτερο τρόπο. Όλοι.
• Μια μητέρα δίνει τη δική της λύση, όταν βλέπει ότι δεν χωράει στη ζωή του παιδιού της.
• Μια «πόρνη που σέβεται».
• Ένας στερημένος άνθρωπος θυμάται το μοναδικό χάδι της ζωής του.
• Ένα ασύμβατο ζευγάρι αγαπιέται βαθιά και αληθινά μέσα σε άγριες συνθήκες.
• Δυο συγχωριανοί, νέοι φοιτητές, ο ένας γιος παπά, ο άλλος γιος αντάρτη – εξόριστου, συναντούν την κοινή τους μοίρα.
• Ένα «ευαίσθητο» πιάνο αναστατώνει μια οικογένεια.
• Ο λαϊκός αυθεντικός ερωτευμένος, που προδίδεται και ξεσπάει.
• Ο γιατρός, που μέσα σ’ ένα σκηνικό παρακμής και σήψης υποστηρίζει τις αξίες του με κίνδυνο και ρίσκο.
• Δύο νέοι «αποκληρώνουν» τους γονείς τους και μαζί την ψεύτικη ζωή, που εκείνοι τους ετοιμάζουν.
• Μέρα Χριστούγεννα, στην Ελλάδα της κρίσης, μια μεσοαστική οικογένεια ανακαλύπτει και πάλι την χαρά και την αισιοδοξία, όταν αποφασίζει να υποστεί μια απώλεια.
• Ένας παππούς κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ ξαναθυμίζει στον εγγονό του ποια είναι η αληθινή λεβεντιά.
• Ένα παιδί, θύμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, του εμφύλιου σπαραγμού, ανακαλύπτει μέσα από την ποίηση τι είναι η πατρίδα.
• Τέλος, οι ήρωες των τριών τελευταίων ιστοριών, οι οποίες είναι γραμμένες με έναν «μοντέρνο» τρόπο, με γραφή ελλειπτική και φράση υπαινικτική, είναι πρόσωπα σύγχρονα, παιδιά της εποχής των εικόνων και των πληροφοριών, της εποχής της αποξένωσης και των ματαίων επιδόσεων. Μέσα από τον εκκωφαντικό ανταγωνισμό, των καταιγισμό των σύγχρονων μέσων και την τραγικότητα της απομόνωσης του ανθρώπου στον αιώνα μας, κατορθώνουν, όχι χωρίς προσωπική οδύνη, να βρουν τον δικό τους δρόμο.

Γενικά, οι ήρωες του Γαμήλιου Εσπερινού αρχίζουν και κλείνουν έναν κύκλο μέσα σε κάθε ιστορία. Κινούνται με το δικό τους τρόπο ανάμεσα στα γεγονότα και στις προκλήσεις, συνομιλούν με την πραγματικότητα και το όνειρο, γοητεύονται, απογοητεύονται, πονούν και μαθαίνουν. Και δίνουν τη δική τους λύση, που συχνά είναι απροσδόκητη, τη δική τους απάντηση στα επείγοντα ερωτήματα της ύπαρξης.

Τέλος, το χιούμορ, που οι αναγνώστες και οι κριτικοί διαπίστωσαν στις ιστορίες μου, υπάρχει και προκαλεί χαμόγελο, μέσα στη συγκίνηση ή στη θλίψη ή στην τραγικότητα. Γιατί αυτή είναι η ζωή. Γέλιο και δάκρυ. Άσπρο και μαύρο. Ξαστεριά και καταιγίδα. Η απουσία «καλολογικών στοιχείων» από τη γλώσσα που χρησιμοποιώ είναι σταθερή μου επιλογή. Είμαι βέβαιη ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου.

Σας ευχαριστώ για τα λίγα λεπτά της προσοχής σας.

Φρίντα Μήτσιου

Η συλλογή διηγημάτων της Φρίντας Μήτσιου με τίτλο Γαμήλιος Εσπερινός κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Περίπλους (σελ.: 116, τιμή: 12,00 €).

Εικόνα εξωφύλλου: Λάδι σε μουσαμά της χαράκτριας και ζωγράφου Ράνιας Σταθοπούλου (καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων)

Η Φρίντα Μήτσιου γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Το πατρικό της επώνυμο είναι Κολοβού. Σπούδασε κλασσική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Παιδαγωγικά – Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε στη Δημόσια Εκπαίδευση για 25 χρόνια. Πρόσφατα τελείωσε το μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (Φλώρινα). Πεζά της έχουν δημοσιευθεί, κατά καιρούς, σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.

ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΓΑΜΗΛΙΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ

PREZOLON

Γυμνάστρια ήθελε να γίνει· ήταν πρωταθλήτρια στο άλμα εις ύψος στο σχολείο. Σκελετός γερός και ψηλόλιγνος εις πείσμα των πρόσφατων γενετικών της προδιαγραφών. Ποιός ξέρει ποια ή ποιος μακρινός της πρόγονος με μακριά κανιά ταξίδεψε μέσα στη σιωπηλή και ακάματη πορεία των γονιδίων ανάμεσα στα χρόνια, μέχρι την ώρα που τη γέννησε ο έρωτας.

Γυμνάστρια. Τ’ όνειρό της. Δεν μπόρεσε. Μια θλάση στο μετατάρσιο την έκοψε στις δοκιμασίες, το μεγάλο της ατού. Για λίγο έμεινε άπρακτη. Να ξαναδώσει; Δύσκολο. Τρία αδέλφια, ένα μισθό ο πατέρας, η μεγάλη κιόλας σπούδαζε. Αυτή δεύτερη και ο μικρός, ο «διάδοχος», που προαλείφονταν επίσης για πανεπιστημιακές σπουδές. Ο πατέρας είχε αφήσει στη μέση τις σπουδές του στη Φιλολογία, λόγω των οικονομικών. Δάσκαλος ο παππούς, τρία κορίτσια -γραμμάτια προς εξόφληση-, τρία αγόρια, σώθηκαν τα λεφτά. Του πατέρα του ’μεινε καημός. Η μεγάλη ήδη σπούδαζε φιλολογία στο Α.Π.Θ. Πάντως εκείνος θα ένιωθε δικαιωμένος, αν ο γιος του τελείωνε από το Καποδιστριακό φιλόλογος, φιλολογάρα. Για την ώρα, ταμειακός ρουτίνας, αγόραζε την εγκυκλοπαίδεια Ηλίου, τεύχος-τεύχος και στο μεσημεριανό τραπέζι η φασολάδα και η πίτα συνοδεύονταν από λογοτεχνία και γλωσσικές ασκήσεις, από αινίγματα και αστεία με σπίθες, λεκτικές ξιφομαχίες. Καλά όλα τούτα. Και τα βιβλία καλά, και αυτή τα διάβαζε, όμως θα γινόταν γυμνάστρια.
Και να, τώρα, ένα ατύχημα την έστελνε πίσω στο πουθενά. Ήταν πρακτικός άνθρωπος. Το μαχαίρι γροθιά δεν χτυπιέται, το ’πε κι η γιαγιά Γιαννούλα. Αποφάσισε να σπουδάσει Κοινωνική Λειτουργός. Γιατί; Διότι έδωσε εξετάσεις, τότε δεν ήταν στα Τ.Ε.Ι. οι κοινωνικές σπουδές, άλλο σύστημα, και πήρε υποτροφία. Alea jacta est, είπε ο πατέρας, ο κύβος ερρίφθη. Αυτό θα σπούδαζε.

Μερικά χρόνια αργότερα -έκανε και κάποιο course στην Αγγλία- δούλευε προϊσταμένη της Κοινωνικής Υπηρεσίας σε μεγάλο Νοσοκομείο της Αθήνας. Τις νύχτες, όταν προσπαθούσε ν’ αδειάσει το μυαλό της από την καθημερινή δυστυχία, που καλούνταν να «τακτοποιήσει» -γερόντια με άνοια, που τα παρατούσαν οι συγγενείς χωρίς χαρτιά, τραβεστί, πόρνες, ορφανά, ακρωτηριασμένους, μισότρελους, έκλεινε τα μάτια κι ονειρευόταν ένα τεράστιο γήπεδο, όπου όλα ήταν φωτεινά και γαλάζια και εκείνη έτρεχε, έτρεχε ξεπερνούσε την Αλίκη, συναθλήτριά της στο Λύκειο- και την ώρα που σκέφτονταν «μα δεν αγωνιζόμαστε στο τρέξιμο» έφτανε πρώτη στο σκάμμα και εκτινάσσονταν θριαμβευτικά ψηλά, πολύ ψηλά, ώρα υψιπετούσε και έπεφτε στο στρώμα απαλά, η αδελφή της χειροκροτούσε, ο μικρός έκανε κυβιστήσεις στην άμμο, ο πατέρας συγκατένευε «καλώς, καλώς», η μάνα γελούσε, πέντε χρόνια στο χώμα και δεν πειράχτηκε η γλύκα στο χαμόγελό της, ο κόσμος πλήθος, όλοι γνωστοί λέει, χιλιάδες γνωστοί ούρλιαζαν ενθουσιασμένοι.

Εκείνη τη χρονιά, θαρρείς επιδημία, το γραφείο της Κοινωνικής Υπηρεσίας κατακλύσθηκε από «περιπτώσεις» -όπως ήταν ο όρος- γυναικών, που η Υπηρεσία ευγενώς τις χαρακτήριζε «ελευθερίων ηθών», ιερόδουλες κάθε είδους. Νέες, γριές, πολυτελείας, βιζιτούδες του δρόμου, δαρμένες από νταβαντζήδες, ξεμαλλιασμένες μεταξύ τους. Ένας άλλος κόσμος.
Η Πάολα ήταν Καστοριανή. Δηλαδή από κάποιο χωριό στα Κορέστια, άκρη τόπου, η προφορά της βαριά μακεδονίτικη με τόνους σλάβικης ντοπιολαλιάς. Είχε τη νόσο του Ωνάση. Το ’λεγε με καμάρι η μαύρη. Μυασθένεια. Αν δεν έπαιρνε τα φάρμακά της μαζί με γερές δόσεις κορτιζόνης, ήταν κατάκοιτη, σαν νεκρή. Ούτε ν’ ανοίξει τα μάτια, ούτε να μιλήσει. Κάποια τέτοια φορά της ξέφυγε το αληθινό της όνομα. Κυριακή. Κυριακούλα την έλεγε η μάνα της. Όταν όμως συνήλθε, ξαναγύρισε με επιμονή στο «Πάολα», πιο αβανταδόρικο για τη δουλειά.
– Όχι τίποτε άλλο, κυρία Ιωάννα μας, αλλά χωρίς τα φάρμακα δεν μπορώ ούτε να δουλέψω. Με εννοείς;
Φυσικά, την εννοούσε. Όταν λοιπόν κόντευαν να τελειώνουν τα φάρμακά της –στις τέσσερες εβδομάδες περίπου – έπρεπε να έρχεται να παίρνει τη νέα δόση, μέχρι τον επόμενο μήνα.
– Εντάξει;
– Οκέυ, κυρία Ιωάννα μου, μερσί.
Δεν είχε περάσει βδομάδα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο Γραφείο της Κοινωνικής Υπηρεσίας. Μια φωνή σπηλαιώδης, σύμφωνα-φωνήεντα δεν ξεχώριζαν, η Πάολα σ’ άθλια κατάσταση. Κοντολογίς δεν είχε άλλα φάρμακα.
– Πώς έτσι; Τα ’χασες;
– Όχι, θα σας πω. Δεν μπορώ να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.
– Πού είσαι;
– Στο τάδε ξενοδοχείο, στην τάδε οδό.
Η οδός, ακουστά την είχε, κάπου στην Ομόνοια. Το ξενοδοχείο παντελώς άγνωστο. Την άλλη μέρα, πριν πάει στη δουλειά, με τα φάρμακα στο χέρι, εφτά το πρωί, έφτασε στο ξενοδοχείο. Κατάλαβε. «Πανσιόν δι’ οικογενείας». Μπήκε μέσα. Στη ρεσεψιόν, που ήταν και το σαλόνι, πέντε–έξι «κορίτσια», μόλις είχαν ξεπροβοδίσει τους πελάτες, κάθονταν με ανοιχτά τα πόδια και άπλωναν τα χέρια τους τρέμοντας –ρόμπες και πασουμάκια τι να σου κάνουν στα μέσα του Φλεβάρη;- γύρω από μια σόμπα με ξύλα. Πλησίασε. Διέκρινε την έκπληξη του ξενοδόχου.
– Καλημέρα σας, είπε ευγενικά
Όλες, τα «κορίτσια», την παρατηρούσαν με ανεξιχνίαστο ύφος, μάλλον εχθρικό, το κοντό χτενισμένο μαλλάκι, με σαντρέ ανταύγειες, το ταγέρ, την ολόμαλλη μπέρτα-παλτό της. Εκτός τόπου και χρόνου. Μια ανορθογραφία.
– Η μαντάμ; Ο ρεσεψιονίστας δεν ήξερε πώς να χρωματίσει τη φωνή του. Περίμενε.
– Ζητάω τη δεσποινίδα… Από την Κοινωνική Πρόνοια… κ.λπ. Τα φάρμακά της.
– Α,α,α, εντάξει. Η ατμόσφαιρα καθάρισε.
– Περάστε. Από δω, το δωμάτιο δίπλα στις τουαλέτες. Είναι στα τελευταία της.
Μπήκε. Στο κρεβάτι, σχεδόν σε βύθος, η Κυριακούλα
– Τα φάρμακα, κυρία Ιωάννα. Δώστε μου.
Της τα ’δωσε.
– Τι έγινε, Κυριακούλα;
Να, τι είχε γίνει. Πριν δυο μέρες έκανε έφοδο το Τμήμα Ηθών· μπήκαν στο δωμάτιο και βρήκαν στο συρτάρι της τα φάρμακα, μαζί πέντε σωληνάρια κορτιζόνης με το όνομα «Prezolon». Ο πιο νέος από τους δύο γνώριζε τη λατινική γραφή και συλλάβισε πρε-ζο-λόν. Ήταν νέος και φέρελπις, υπερβάλλοντος ζήλου. Είχε και μια σαρδέλα στο μανίκι.
– Α, πιάσαμε λαβράκι. Είσαι και πρεζόνι, μωρή πουτάνα.
– Όχι, κύριε αστυνόμε, δεν έχω βάλει στο στόμα τέτοια πράματα.
– Τι λες, μωρή χαμούρα; Και τούτο δω; Πρέζα δεν γράφει; Τον Νόμο πας να ξεγελάσεις;
Τη μαύρισε στο ξύλο, της πήρε και το «πρεζολόν».
– Την άλλη φορά που θα σε πιάσουμε – γιατί δεν το ’χεις ξανακάνει- κατευθείαν στην ψειρού, είπε ο μεγάλος.
– Είδα τον Χάρο με τα μάτια μου, κυρία Ιωάννα.
– Καλά, θα πάω εγώ να ενημερώσω, μην ανησυχείς. Είναι μακριά το Τμήμα;
– Στο άλλο τετράγωνο.
Η κορτιζόνη, διπλή δόση για την περίπτωση, έκανε το θαύμα της. Η Κυριακούλα σηκώθηκε και την έβγαλε μέχρι έξω.
Τ’ άλλα «κορίτσια » μαζεύτηκαν γύρω γύρω.
– Μωρή Πάολα; Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ούτε ο Χριστός με τον Παραλυτικό, τόσο γρήγορο θαύμα.
Η Πάολα τη σύστησε.
– Η κυρία Ιωάννα από το Νοσοκομείο. Μου ’φερε τα φάρμακά μου.
Και τότε, μία–μία, σκούπισαν καλά τα χείλια τους με χαρτομάντιλο και της φίλησαν το χέρι.
Το βράδυ, κουρασμένη, αποκοιμήθηκε νωρίς. Και είδε ότι έτρεχε. Έτρεχε πάλι σ’ εκείνο το γαλάζιο και ολοφώτεινο γήπεδο. Ούτε ο πατέρας, ούτε η μάνα, ούτε τ’ αδέλφια, ούτε ο κόσμος ήταν εκεί. Ή μάλλον ήταν, αλλά μακριά και ακίνητοι. Σαν κάδρα. Πίσω και δίπλα της έτρεχαν τα «κορίτσια», όχι μόνον αυτά, και άλλα με πρόσωπα γνωστά-άγνωστα. Όταν έφτασαν στο σκάμμα αυτή πήδησε. Και πάλι υψιπετούσε για ώρα, όπως πάντα, αλλά γύρω της με μια αθώα χαρά πετούσαν και τα «κορίτσια» με μάτια ολάνοιχτα σαν έκπληκτα κι ένα χαμόγελο, που τη γυρνούσε στα πρώτα παιδικά της χρόνια.

Keywords
σας ευχαριστώ, βιβλιο, δραση, σημαίνει, λύση, Χριστούγεννα, ελλαδα, θλίψη, σελ, θεσσαλονικη, αθηνα, φλώρινα, διηγημα, est, ωναση, καμάρι, νέα, βιβλια, εφημεριδες, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, αλλαγη ωρας, τελος ακινητων, Καλή Χρονιά, Ημέρα της μητέρας, Ημέρα του παιδιού, τελος του κοσμου, νεος παπας, αλλαγη ωρας 2013, η ζωη, θλίψη, αινιγματα, βυθος, γλυκα, δουλεια, εγκυκλοπαιδεια, θλαση, καθημερινη, μητερα, ξυλο, οικονομια, ονειρο, περιοδικα, τηλεφωνο, υψος, ψυχολογια, ωρα, αγρινιο, αισιοδοξια, ανθρωπος, ανοια, απωλεια, αριστοτελειο πανεπιστημιο, αριστοτελειο, αστεια, ατμοσφαιρα, ατυχημα, βδομαδα, εβδομαδες, βιβλιο, βραδυ, γεγονοτα, γελιο, γινει, γηπεδο, γλωσσα, γοητεια, γονεις, γροθια, δασκαλος, διηγημα, διηγηματα, δικη, εγινε, ειπε, υπαρχει, εκπαιδευση, εξετασεις, επρεπε, επωνυμο, ερχεται, ζωη, ζωγραφου, ζωης, υπηρεσια, ηρωες, υφος, θαυμα, ιωαννα, καημος, καλημερα, καποδιστριακο, εκδοσεις, κυριε, κυρια, κυβος, λαδι, λεφτα, λυκειο, λύση, λογοτεχνια, λογο, μαυρο, μακρια, ματια, μοιρα, μαρια, μυαλο, καμάρι, ξαστερια, ξενοδοχειο, ξερετε, ξυλα, εξοφληση, παντα, οδος, ποιηση, οικογενεια, ομονοια, ονομα, ορος, παιδικα, παιδι, παιδια, πανεπιστημιο αθηνων, παολα, πεισμα, πιανο, πρεζα, πρωι, ρισκο, σαρδελα, σελιδες, στομα, σχολειο, τετραγωνο, τιμη, τι ειναι, τμημα, τρια, φαρμακα, φασολαδα, φαινονται, φυσικα, φυσικο, φορμα, φωνη, φορα, χαδι, χερι, χαμογελο, χειλια, χιουμορ, χωμα, χριστος, χρονος, χαρα, οδυνη, αγνωστο, αγορια, ασπρο, δωματιο, est, ηρωας, ιδιαιτερο, κρεβατι, κυριακη, λεξεις, νοσοκομειο, ο χριστος, ποδια, ποιητες, σημαίνει, σκελετος, θελω να, χερια, γιαγια, ζευγαρι
Τυχαία Θέματα