Αλλαγές στην παιδεία, αλλά προς ποια κατεύθυνση;

Το τέλος μίας σχολικής χρονιάς πάντα προσφέρεται για πλήθος συναισθηματικών και νοητικών διεργασιών, τόσο -κυρίως- για τους μαθητές, όσο και για τους εκπαιδευτικούς. Νοσταλγία για τη χρονιά που –ανεπιστρεπτί- πέρασε, συγκίνηση για τις στιγμές που χάθηκαν μέσα στο χρόνο, χαρά για ό,τι «πήγε καλά», προβληματισμός για τα λάθη που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Σκέψη και προγραμματισμός για τη χρονιά που έρχεται. Όμορφη και πάντα διαφορετική διαδικασία.

Η φετινή χρονιά που βαίνει ταχύτατα προς το τέλος της είχε τη φιλοδοξία να αποτελέσει το «κάτι νέο» στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η χρονιά που

ακολουθεί έχει μία παρόμοια: να αποτελέσει την τελευταία μίας μακράς πορείας του εισαγωγικού και ταυτόχρονα απολυτηρίου συστήματος των Λυκείων της χώρας. Φιλοδοξία όμως ατελέσφορη, καθώς στηρίχτηκε στην έλλειψη σχεδίου και τη ματαιοδοξία της πολιτειακής αρχής, που επεδίωξε τη βίαιη επιβολή μίας υποτιθέμενης μεταρρυθμιστικής πολιτικής, απλά και μόνο για να δικαιολογήσει τη θέση της στον κυβερνητικό χάρτη.

Η τολμηρή, πολυδιαφημισμένη και ταυτόχρονα περιβαλλόμενη από μία νεφέλη μυστηρίου Τράπεζα Θεμάτων έκανε την εμφάνισή της, αφού κράτησε σε αγωνία καθηγητές και μαθητές για μία ολόκληρη σεζόν, 3-4 μέρες πριν την αρχή των εξετάσεων. Αυτό το τόσο αναμενόμενο εργαλείο εξέτασης, που θα αποτελούσε τομή στην εκπαιδευτική και εξεταστική διαδικασία για τους μαθητές του Λυκείου, ήρθε για να δώσει τέλος στο προϋπάρχον τέλμα και να δημιουργήσει ένα νέο. Αναμενόταν ως ριζοσπαστικό εργαλείο, ωστόσο δεν προσέθεσε τίποτα στη μαθησιακή διαδικασία, ενώ το σύνολο του εκπαιδευτικού κόσμου αδυνατεί να αντιληφθεί τόσο τη χρηστικότητά της, όσο και τη στόχευση.

Επειδή όμως οι ισοπεδωτικές λογικές δεν είναι ποτέ χρήσιμες, θα σταθώ στην παραδοχή ότι η Τράπεζα είναι όντως κάτι το νέο. Προς τη λάθος κατεύθυνση, αλλά νέο. Και αποτέλεσε ένα βότσαλο που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά του εκπαιδευτικού συστήματος. Και αυτό γιατί έφερε στην επιφάνεια αυτήν την πανθομολογούμενη μεν, βουβή δε παραδοχή ότι το μοντέλο των Πανελλαδικών εξετάσεων, ένα μοντέλο δοκιμασμένο, μερικώς επιτυχημένο, αλλά μάλλον ξεπερασμένο, χρειάζεται μία νέα ώθηση. Προς τα πού όμως; Αυτό είναι το αντικείμενο του προβληματισμού.

Η κατεύθυνση που θα πάρει το νέο εκπαιδευτικό σύστημα (γιατί φαίνεται πλέον δεδομένο ότι βαδίζουμε προς μία εκ βάθρων αλλαγή του) δεν μπορεί να εδράζεται σε λογικές στείρας άρνησης και άκριτης εκθεμελίωσης, καθώς το υπάρχον μοντέλο παρουσιάζει θετικά στοιχεία, τα οποία οφείλουν να αξιοποιηθούν σε μία πορεία με στόχο την αυτοβελτίωση. Η πρόσφατη άλλωστε χαμηλή κατάταξη σε διεθνές επίπεδο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στερείται αντικειμενικότητας, καθώς έλαβε υπ’ όψιν πιο πολύ ανάγκες και επιταγές της αγοράς και όχι τον απαραίτητο ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό της παιδείας.

Πλούσια σε παρεχόμενη γνώση, ανεπαρκής όμως σε μεθοδολογία και ελλιπής σκοπού. Κάπως έτσι φαντάζει η εκπαιδευτική διαδικασία στην Ελλάδα. Απολήγει σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή στείρας γνώσης, ενώ το ελληνικό σχολείο δε φροντίζει να αναπτύξει τις δεξιότητες των μαθητών και τη συνθετική – αφαιρετική ικανότητά τους. Επίσης αποτελεί ένα ανεξήγητο ανάχωμα για την ανάπτυξη των καλλιτεχνικών και αθλητικών δεξιοτήτων των προικισμένων με ταλέντο μαθητών, πνίγοντας ουσιαστικά τέτοιου είδους ικανότητες. Η ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση «μπερδεύεται» ανάμεσα σε μία φανερή πρόθεση να μεταδώσει στους μαθητές έναν τεράστιο όγκο γνώσεων και στην άρνηση της πολιτείας να οικοδομήσει το κατάλληλο μοντέλο που θα αξιοποιεί το μαθητικό δυναμικό, τις κλίσεις αυτού και τις ικανότητες των εκπαιδευτικών. Και μπροστά στο παλλαϊκό αίτημα για πρόσβαση με κάθε τρόπο στα τριτοβάθμια ιδρύματα επέλεξε επί σειρά ετών και -με βάση το προτεινόμενο μοντέλο- συνεχίζει να επιλέγει τον εξετασιοκεντρικό προσανατολισμό, θυσιάζοντας τους μαθητές στο όνομα μίας άσκοπης αντικειμενικότητας.

Είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία η μεταρρύθμιση του υπάρχοντος συστήματος, καμία αντίρρηση επ’ αυτού. Η μεταρρυθμιστική όμως ανανέωση δεν μπορεί να προκύψει από μία σχεδόν ορμέμφυτη τάση του εκάστοτε υπουργού να δώσει, έστω και πρόχειρα, το δικό του στίγμα, ούτε με λογικές επιθετικού και απροσχεδίαστου ισοπεδωτισμού που στηρίζεται σε μία υποτιθέμενη φιλεκπαιδευτική ρητορεία και μία κενή συνθηματολογία. Πρόσφατα μάλιστα η αξιωματική αντιπολίτευση και επερχόμενη κυβέρνηση διέρρευσε την πρόθεσή της να καταργήσει το θεσμό των πανελλαδικών εξετάσεων. Σωστή η πρόταση, αρκεί να έχει επεξεργαστεί ένα σχέδιο για την επόμενη ημέρα με βάση τον κορμό της μαθησιακής διαδικασίας, τον άνθρωπο. Το μαθητή και τον εκπαιδευτικό. Κάτι το οποίο μάλλον έχει ως τώρα αμελήσει, κινούμενη από ένα ορμητικό ενθουσιασμό να τα «αλλάξει όλα». Όντως, αυτό πρέπει να γίνει, σε επίπεδο νοοτροπίας όμως πρώτιστα.

Αυτό που χρειάζεται είναι αρχικά να αναλογιστούμε και να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είδους παιδεία χρειαζόμαστε»; Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τις εθνικές και τοπικές ιδιαιτερότητες. είναι αδιανόητο σε μία χώρα όπως η Ελλάδα να απουσιάζουν εκπαιδευτικά αντικείμενα που να σχετίζονται με τις κύριες εγχώριες παραγωγικές διαδικασίες, τον τουρισμό και τη γεωργική παραγωγή. Να προσμετρήσουμε την εισβολή της τεχνολογίας μέσω των ψηφιακών μέσων στην ζωή μας. Είναι αδικαιολόγητο να μην υπάρχει μάθημα για τη δημιουργική αξιοποίηση του διαδικτύου στις σχολικές αίθουσες. Έχουμε μαθητές που μπορούν να είναι όλη μέρα στο facebook και αδυνατούν να βρουν μία πληροφορία στο διαδίκτυο.

Προσανατολισμός ανθρωποκεντρικός, που να επιβραβεύει τις ικανότητες και να στοχεύει στη δημιουργία ενεργών πολιτών. αυτό είναι ένα αίτημα. Στόχος να μην είναι η αποστήθιση, αλλά η κατανόηση, να μην είναι η απόκτηση στιγμιαίων προς εξέταση γνώσεων, αλλά η δυνατότητα ενεργητικής αξιοποίησής τους. Η γνώση να μην είναι έργο, αλλά ενέργεια. Τα μέσα είναι πολλά και βρίσκονται, αρκεί να υπάρχει κάποιος σκοπός. Η αξιοποίηση του διαδικτύου μέσω ψηφιακών αποθετηρίων (όπως είναι το πολύ χρήσιμο «φωτόδεντρο») αλλά και βιβλιοθηκών είναι κάτι το απαραίτητο στη σημερινή εποχή. Η κατάργηση των εξετάσεων, ακόμα και του τριμηνιαίου διαγωνίσματος σε μαθήματα που οφείλουν να μην έχουν στόχο την αποστήθιση, αλλά τη διάπλαση χαρακτήρα και τη διαπαιδαγώγηση, την ανάπτυξη του αισθητικού κριτηρίου και την έμπρακτη καλλιέργεια ανθρωπιστικού πνεύματος και κριτική σκέψης, αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς τη ρήξη με τον απάνθρωπο εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα που έχει λάβει η παιδεία μας.

Ας έχουμε πάντα στο νου μας όμως ότι η κύρια διαδικασία της εκπαίδευσης είναι η μαθησιακή. Κρίμα να θυσιάζεται μόνιμα στο βωμό της εξεταστικής.

Ο Βασίλης Νάστος είναι εκπαιδευτικός-φιλόλογος.

Keywords
Τυχαία Θέματα