Αρχαία απειλή, σύγχρονη πληροφορία

Αλλ’ εγώ, ζω με τον φόβο να δω τον Τομ Χανκς να υποδύεται τον Έντουαρντ Σνόουντεν. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, επιχειρώ να καθησυχάσω στενούς φίλους ή συναδέλφους που ταλαιπωρούνται, όπως ομολογούν, απέναντι σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Δεν πρόκειται, επιμένω, να συμβεί γιατί ποτέ το Χόλιγουντ δεν θα επέλεγε κάποιον μεσήλικα για τον ρόλο ενός τριαντάρη.

Άλλωστε, ο Αμερικανός αναλυτής πληροφοριών που σήμερα εργάζεται στη Μόσχα, αφού αποκάλυψε ότι η NSA (Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ)

παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα 24 ώρες το 24ωρο, πίσω από τα γυαλιά του διαθέτει ένα εξαιρετικά σπινθηροβόλο αν κι ελαφρώς αφηρημένο βλέμμα. Προφανώς, κανείς δεν αναγνωρίζει οποιαδήποτε ομοιότητα στα μάτια, στο πρόσωπο και στην χαρακτηριστική έκφραση του βραβευμένου με όσκαρ ηθοποιού, ιδανικού νομίζω «Φόρεστ Γκαμπ» όλων των εποχών, στην κυριολεξία. Με την σκέψη ότι η ανησυχία προέρχεται από το «Terminal» όπου είχε ναυαγήσει ο αναλλοίωτος πρωταγωνιστής κι ότι ώσπου ν’ αρχίσουν τα γυρίσματα στην πτέρυγα Τράνζιτ της ρωσικής πρωτεύουσας, όπου βρέθηκε περικυκλωμένος για καιρό Σνόουντεν, όλο και ορισμένοι υποψήφιοι θα έχουν ξεχωρίσει, ας αρκεστούμε στην… εισαγωγή.

Πραγματικά, όπως στην περίπτωση τριλογίας ή κύκλων («Ο πόλεμος των άστρων», για παράδειγμα) που, μόλις ολοκληρώνονται, αναζητούν την συνέχειά τους όχι μετά από το τέλος αλλά πριν από την αρχή, η ταινία με τίτλο «Ο άνθρωπος που πούλησε τον κόσμο» αποτελεί θαρρείς την προϊστορία στην περιπέτεια με ήρωα τον Σνόουντεν.

Για την ακρίβεια, ο Μπιλ Κόντον αφηγείται την υπόθεση των αρχείων Wikileaks, την αναδημοσίευσή τους, επαφή του Τζούλιαν Ασάνζ με την αγγλική εφημερίδα «Guardian», τον διευθυντή (Ντέιβιντ Θιούλις), τον ρεπόρτερ Ίαν Κατζ (Νταν Στίβενς, γνωστός από την τηλεοπτική σειρά «Πύργος του Ντάουντον»), την ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων μεταξύ τους και, γενικότερα, το πολύκροτο επεισόδιο που εγκαινιάζει την πεοχή της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας, με το Ίντερνετ κυρίαρχο, ως αληθινή πλέον «Πέμπτη εξουσία» – πρωτότυπος τίτλος («Fifth Estate») που άγνωστο γιατί αποδίδεται λάθος από τους διανομείς. Μπορούν οι κάθε λογής χρήστες των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας να προχωρούν σ’ αποκαλύψεις και διαρροές, να πληροφορούν δίχως όρια και έλεγχο των πηγών τους, μπορούν εντέλει να συσκοτίζουν στ’ όνομα της διαφάνειας ή να παρα-πληροφορούν;

Ηθικά διλήμματα και θεσμικά ζητήματα, σχετικά με την ελευθεροτυπία, την λογοκρισία, την ανωνυμία και την ουσία της ερευνητικής δημοσιογραφίας, θίγονται με τρόπο επιπόλαιο κι αβασάνιστο. Η σκηνοθεσία, στην προσπάθειά της ν’ αποθεώσει την ταχύτητα και τη επίδραση της πληροφορίας, περιορίζει το τελικό αποτέλεσμα σε κάτι ανάλογο, δηλαδή το μετατρέπει σε πληροφοριακό υλικό. Δίχως εμβάθυνση κι επεξεργασία, με ισχνή δραματουργία, δειλιάζει μπροστά στο θέμα και την σημασία του, αδειάζοντας εντέχνως το περιεχόμενο από τα εκρηκτικά στοιχεία του.

Την ώρα που τα σκάνδαλα των υποκλοπών πολλαπλασιάζονται, μεγιστάνες των Μίντια και πολιτικοί ηγέτες αναπτύσσουν σχέσεις στοργής και μυστικές υπηρεσίες εισβάλλουν σε γραφεία εφημερίδων καταστρέφοντας σκληρούς δίσκους, οποιαδήποτε επιδερμική προσέγγιση δείχνει χωρίς νόημα. Ακόμα κι η ουσιαστική συμβολή του Ασάνζ, που θυσιάζοντας την προσωπική του ελευθερία υποχρέωσε κυβερνήσεις και ΜΜΕ ν’ αντιμετωπίσουν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη, παραμένει αδιευκρίνιστη.

Αλλά η αρχή, έχει γίνει και, σίγουρα, θα υπάρξει συνέχεια για τον πόλεμο που μαίνεται στην ηλεκτρονική επικράτεια πληροφοριών, πέραν του παραδοσιακού Τύπου και των κατακτήσεών του. Για να μην αδικούμε, πάντως, το βρετανικό σινεμά, ας σημειωθεί πως μ’ εξαιρετικά αποτελέσματα και σχεδόν προφητικό τρόπο, ανάλογες καταστάσεις περιγράφει ο Ντέιβιντ Ντρούρι στο θρίλερ «Κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» (1985), με πρωταγωνιστές τον Ντέιβιντ Μπερν και την Γκρέτα Σκάκι. Πεισματάρης ρεπόρτερ υποχρεώνει, με την αποκάλυψη σκανδάλου, Άγγλο υπουργό σε παραίτηση, για να σκοντάψει πάνω σε απόρρητους φακέλους, μυστικά σχέδια του ΝΑΤΟ και κυβερνητική συνομωσία, με σκοπό την παραπλάνηση των ΜΜΕ και των πολιτών. Όλ’ αυτά πριν από το Ιράκ και το δήθεν χημικό οπλοστάσιο του Σαντάμ, πριν από τα σημερινά παιχνίδια στην Συρία και αλλού.

Ναι, δεν είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι από τον βαθμό μαχητικής υπεράσπισης της αλήθειας, ούτε από την συχνότητα των αποκαλύψεων. Όμως, δημοσιογράφοι, ανταποκριτές κι ερευνητές, εξακολουθούν να δολοφονούνται, να εξαφανίζονται ή να φυλακίζονται, κάθε χρόνο και πιο πολλοί. Μακρινή κι ηρωική φαντάζει η εποχή του «Ανθρώπου με την κάμερα» ή του «Πολίτη Κέιν», το ίδιο κι η σατυρική «Πρώτη σελίδα», σχεδόν ρομαντικές οι περιπέτειες «Αποστολή στη Νικαράγουα» και «Επικίνδυνα χρόνια», ντεμοντέ το «Καληνύχτα, καλή τύχη». Επί της οθόνης, αντιστέκεται το υπαρξιακό θρίλερ του Αντονιόνι «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ», μαζί μ’ άλλους τίτλους (Υπόθεση Πάραλαξ) να θυμίζουν την χαμένη τιμή μιας άλλης δημοσιογραφίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα