Γεννήθηκε και πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης

Ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 από Ηπειρώτες γονείς. Ο πατέρας του ήταν Γιαννιώτης και η μητέρα του από τα Ζαγόρια.

Ο πατέρας του ήταν υποδηματοποιός (τσαρουχάς) και είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του.

Τα τραγούδια αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη Τσιτσάνη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία.

Όταν ήταν 11 ετών

έχασε τον πατέρα του και κληρονόμησε το μαντολίνο, το οποίο είχε μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι. Ο μικρός που αγαπούσε πάρα πολύ τη μουσική μαθαίνει παράλληλα βιολί και φυσικά μπουζούκι.

Στην Αθήνα ήρθε το φθινόπωρο του 1936 για να σπουδάσει Νομική, αλλά τον κέρδισε η μεγάλη του αγάπη, η μουσική. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο κέντρο «Μπιζέλια», ενώ σύντομα γνώρισε ένα σπουδαίο τραγουδιστή τον Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πηγαίνει στην Odeon όπου ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια.

Πρώτη του ηχογράφηση ήταν το τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε». Την περίοδο 1937-1940 γράφει καταπληκτικά τραγούδια τα οποία ηχογραφεί με τις φωνές του Δημήτρη Περδικόπουλου, και των άλλων σπουδαίων τραγουδιστών της εποχής Στράτου Παγιουμτζή, Μάρκου Βαμβακάρη Στελλάκη Περπινιάδη με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετέχει σαν δεύτερη φωνή.

Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έμενε στη Θεσσαλονίκη όπου διατηρούσε το μαγαζί «Ουζερί ο Τσιτσάνης». Εκεί έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά την λήξη του πολέμου.

«Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και την περίφημη «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Τον Ιούλιο του 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά, από τα Γρεβενά και απέκτησε μια κόρη, τη Βικτώρια και ένα γιο, τον Κώστα.

Το 1946 επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η σημαντικότερη στην καριέρα του. Είναι η πιο παραγωγική δημιουργικά αλλά και η περίοδος που γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία.

Εκείνη τη εποχή γράφονται τα τραγούδια: «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει».

Στο πλευρό του αναδείχθηκαν μεγάλοι τραγουδιστές της εποχής όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου η Μαρίκα Νίνου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης.

Η μεγάλη προσφορά του Τσιτσάνη στο λαϊκό τραγούδι είναι σύμφωνα με τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, είναι ότι το «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος.

Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απομακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν».

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού της Ελλάδας, και ο αγαπημένος του μουσικός.

Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Keywords
Τυχαία Θέματα