Η τερατ-κωμωδία του Άκη Τσοχατζόπουλου

Αν υποθέσουμε ότι ο Άκης έχει έναν ή μερικούς φίλους με τους οποίους συζητάει (ή θα ήθελε να συζητάει) τα τεκταινόμενα στη δίκη, είναι δύσκολο να μαντέψουμε το ποιόν των σχολίων. Για παράδειγμα μπορεί κανείς να ψεύδεται στο δικαστήριο με τη σκέψη ότι θα «φάει» μικρότερη ποινή, αλλά να βγάζει τους πάντες τρελούς (συνένοχους, συνεργάτες, δικαστές, μάρτυρες κατηγορίας και τα παρόμοια) είναι μια στάση που πιθανότατα υποδηλώνει τρέλα και ενίοτε παράνοια. Υπάρχει και αυτή η μεταμόρφωση στις ψυχικές μεταμορφώσεις των ανθρώπων : προκειμένου να επωμιστούν το απίθανο βάρος των πράξεών τους (βαριά τα υποβρύχια…)

προτιμούν να κάνουν τον τρελό και ο,τι ήθελε προκύψει. Πιο σωστά, αφού ο ένοχος δεν αποδέχεται την ενοχή του, στη θέση βρίσκεται ένας ίσκιος…

Η δίκη, θα λέγαμε, εκτός του δικανικού ενδιαφέροντος παρουσιάζει μια θεατρικότητα που έχει κάτι τις το σαθρά θεατρικό και παράλογο. Ρωτάνε τον Τσοχατζόπουλο με την πρόθεση «να δώσει στο δικαστήριο πειστικές απαντήσεις». Και εκείνος αρνείται απολύτως να παίξει το παιχνίδι της αλήθειας των δικαστών. Λόγου χάρη, μια ανάκριση κατ’ αντιπαράσταση με τον Νίκο Ζήγρα και τη λογίστριά του Φρόσω Λαμπροπούλου θα φώτιζε πολλά σημεία της υποθέσεως – άρα σωστά ο Άκης αρνήθηκε να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τους δύο συνεργάτες. Αλλά και έτσι αν έχουν τα πράγματα, το «πρόσωπό» του – ένα έστω – κάτι θα πρέπει να διατηρεί από την πάλαι ποτέ φυσιογνωμία του.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: ένας άνθρωπος που διεκδίκησε το ανώτατο πολιτικό αξίωμα της χώρας δεν μπορεί (δεν νοείται τουλάχιστον) να φέρεται περίπου σαν αχρείο υποκείμενο μόνο και μόνο για να αποκρύψει με αστείο και θλιβερό τρόπο την κατάντια του. Τουλάχιστον ας είχε τη γενναιότητα να διαλύσει τα ψεύδη του, να παραδεχθεί τις σκευωρίες του, να αθωώσει τη γυναίκα του ενοχοποιώντας και πάλι τον εαυτό του - μια γενναία στάση – έστω και την εσχάτη στιγμή – θα προσέδιδε ένα ψυχικό υπόβαθρο ερωτευμένου ανδρός που έπαιξε κι έχασε για τα μάτια της «μόνο».

Ωστόσο, εκείνο πού υποβιβάζει τα πράγματα σε επίπεδο εθνικής προδοσίας είναι το γεγονός ότι ο Τσοχατζόπουλος πούλησε οπλικά συστήματα της χώρας μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του και να κολακεύσει την ερωμένη του. Συνάμα παίζει μέσα στο δικαστήριο τον ένοχο μεταξύ ενόχων, οπότε διερωτάται (ο παρ’ ολίγον πρωθυπουργός): γιατί τα βάζουν μόνο με μένα; Το κατάντημα της χώρας και του πολιτικού συστήματος γενικότερα είναι ότι, τελικά, μεταποιεί τους πολιτικούς σε ανθρωπάρια αισχίστης υποστάσεως που αδυνατούν να περισώσουν έστω και ένα ίχνος ανδρισμού και αξιοπρέπειας.

Keywords
Τυχαία Θέματα