Προβλέψεις και πραγματικότητα

07:05 7/3/2014 - Πηγή: Matrix24

Ο τραπεζικός κλάδος αποτέλεσε την αιχμή του ελληνικού ευρωπαϊκού ονείρου και την επιτομή της επιτυχίας τη δεκαετία του 2000. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησε η διαδικασία αναδιάρθρωσης και απελευθέρωσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, η οποία συνεχίστηκε με ένταση τη δεκαετία του 1990 και ολοκληρώθηκε το 2000.

Ακολούθησε μία δεκαετία πρωτοφανούς, για τον κλάδο ανάπτυξης και κερδοφορίας. Ως ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας, τα

δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα –επιχειρήσεις και νοικοκυριά– ανήλθαν στο 72,6% το 2005 από 37,4% το 2000. Στο τέλος της δεκαετίας του 2000 το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών ανερχόταν στα 450 δισ. ευρώ έναντι 155 δισ. ευρώ το 2000 και 45 δισ. ευρώ που ήταν το 1990. Το ΑΕΠ της χώρας το 2010 διαμορφώθηκε στα 222 δις. ευρώ ενώ το υπόλοιπο δανείων έφτασε τα 260 δισ. ευρώ αντιστοιχώντας στο 117% του ΑΕΠ. Τα κέρδη των τραπεζών ακολούθησαν ανάλογη ξέφρενη πορεία, και το 2007 –έτος ρεκόρ για τις ελληνικές τράπεζες- ξεπέρασαν τα 4 δις. ευρώ!

Μεγάλο μέρος των υπέρ – κερδών που αποκόμιζαν από τον καλπασμό της ελληνικής αγοράς οι τράπεζες τα επένδυσαν στο εξωτερικό. Στις αρχές του 1990 οι τράπεζες πραγματοποίησαν τα πρώτα βήματα επέκτασης στις γειτονικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενώ από το 2000 μέχρι και το 2007 δεν υπάρχει χρονιά που κάποια ελληνική τράπεζα να μην εξαγόρασε ξένη τράπεζα. Στο τέλος του 2007 οι ελληνικές τράπεζες είχαν παρουσία σε 15 χώρες (όλες τις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου, την Αίγυπτο, την Τουρκία και την Ουκρανία). Έλεγχαν 48 θυγατρικές τράπεζες, με δίκτυο 3.500 καταστημάτων, οι χορηγήσεις δανείων έφταναν τα 61 δισ. ευρώ και το σύνολο του ενεργητικού τα 90 δισ. ευρώ.

Οι επιδόσεις των τραπεζών δεν είχαν προηγούμενο και οι εξαιρετικές ικανότητες των διοικήσεων βρίσκονταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Η μεγάλη επιτυχία και η υψηλή κερδοφορία επέτρεψαν στις διοικήσεις να προσελκύσουν κορυφαία επιτελικά στελέχη, τους καλύτερους των καλύτερων, από την Ελλάδα και έλληνες του εξωτερικού δημιουργώντας τις πιο προηγμένες διοικητικές δομές στην Ελλάδα. Η αφρόκρεμα αυτή των στελεχών αμείβονταν με εξαιρετικά υψηλούς μισθούς, έκτακτες αμοιβές (bonus) άλλα και δικαιώματα αγοράς μετοχών (stock option).

Αυτή η επίλεκτη ομάδα στελεχών των τραπεζών, οι καλύτεροι των καλυτέρων, ξεκίνησαν από το 2006 να καταστρώνουν τα σχέδια για τα επόμενα χρόνια, με στόχο –όπως σημείωναν οι διοικήσεις στα δελτία τύπου- την κατάκτηση ηγετικής θέσης στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.

Το Φεβρουάριο του 2007 η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας παρουσίασε το Επιχειρησιακό Σχέδιο 2007-2009, το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε μία μέση αύξηση κερδών της τάξης του 22% ετησίως. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των επιτελών της Εθνικής Τράπεζας, από το επίπεδο των 990 εκατ. ευρώ που ήταν τα κέρδη στο τέλος του 2006, θα έφταναν τα 1,8 δισ. ευρώ το 2009. Στις 31 Ιανουαρίου 2007 η Τράπεζα Πειραιώς παρουσίασε το νέο αναθεωρημένο business plan για την τετραετία 2007-2010, το οποίο προέβλεπε μέση ετήσια αύξηση κερδών κατά 24%. Σύμφωνα με το business plan, τα κέρδη της Τράπεζας Πειραιώς στο τέλος του 2010 θα ξεπερνούσαν τα 1 δισ. ευρώ (από 435 εκατ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2006).

Ένα χρόνο μετά, στις αρχές του 2008, και παρά την περιδίνηση της παγκόσμιας οικονομίας εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η αισιοδοξία των τραπεζών παρέμενε ακλόνητη. Στις 16 Ιανουαρίου 2008 η διοίκηση της Alpha Bank παρουσίασε το αναθεωρημένο business plan, σύμφωνα με το οποίο, τα κέρδη στο τέλος του 2010 θα ξεπερνούσαν τα 1,4 δισ. ευρώ (από 850 εκατ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2007). Στις 11 Φεβρουαρίου 2008 η Eurobank EFG προέβλεπε ότι τα κέρδη της στο τέλος του 2010 θα φτάσουν τουλάχιστον τα 1,55 δισ. ευρώ (από 851 εκατ. ευρώ που ήταν 2007).

Αυτά προέβλεπαν οι πλέον ειδικοί, έμπειροι και με εξαιρετικές σπουδές τραπεζίτες. Ωστόσο η πραγματικότητα ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική διαδρομή. Ήδη από τα τέλη του 2008, εξαιτίας της δραματικής επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών σε όλο τον κόσμο, τα business plan -και οι αισιόδοξες προβλέψεις- θεωρούνταν νεκρό γράμμα. Από τα μέσα του 2010 οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται, τόσο για κεφάλαια όσο και ρευστότητα, από τον δημόσιο τομέα. Στο τέλος του 2010 τα κέρδη και των τεσσάρων τραπεζών διαμορφώθηκαν στα 540 εκατ. ευρώ έναντι πρόβλεψης για κέρδη τουλάχιστον… 5.750 εκατ. ευρώ!

Οι τράπεζες, με το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό και τους τεράστιους πόρους, απέτυχαν να αντιληφθούν την κατεύθυνση των εξελίξεων και τη σοβαρότητα της κρίσης που έπληξε την Ελλάδα. Το Μάιο του 2009 οι επικεφαλής των μεγάλων εμπορικών τραπεζών εκτιμούσαν ότι τα χειρότερα της κρίσης είχαν περάσει και προέβλεπαν σταθεροποίηση σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Μάλιστα, στο τέλος του 2010 η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, έκρινε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη για να επαναγοράσουν την κρατική βοήθεια (προνομιούχες μετοχές) που είχε λάβει και να αποχωρήσει από το κρατικό πρόγραμμα στήριξης των τραπεζών.

Ακόμα, οι καλύτεροι των καλυτέρων, δεν είχαν δει τίποτα. Το 2011 η χώρα και μαζί της το τραπεζικό σύστημα βρέθηκαν αντιμέτωπες με την τέλεια καταιγίδα. Η χρήση του 2011 έκλεισε, για τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες, με ζημιές 28,3 δισ. ευρώ, ενώ το 2012 οι ζημιές τους ανήλθαν στο επίπεδο των 5,3 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ένα άνευ προηγουμένου αρνητικό ρεκόρ. Οι συνολικές απώλειες τη διετία 2011-2012 ξεπέρασαν τα 33 δισ. ευρώ, σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερες από τα κέρδη, ύψους 18 δισ. ευρώ, που είχαν αποκομίσει στη δεκαετία 2001-2010. Πριν τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό τα κεφάλαια των μετόχων των τραπεζών, στο τέλος του 2010, διαμορφώνονταν στα 25 δισ. ευρώ. Στο τέλος του 2012, οι μεγάλες τράπεζες, όχι μόνο είχαν χάσει το σύνολο των κεφαλαίων τους αλλά βρίσκονταν με αρνητική καθαρή θέση, σε επίπεδο ομίλου, ύψους 4,1 δισ. ευρώ!

Τα δεδομένα ανατράπηκαν βίαια και ριζικά, συντρίβοντας τις προβλέψεις των τραπεζών. Αυτό που τελικά συνέβη ήταν το «κούρεμα», η απομείωση, των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας, κάτι που μέχρι το τέλος του 2010 οι έλληνες τραπεζίτες θεωρούσαν ως ενδεχόμενο “εκτός φάσματος πιθανοτήτων”.

Ασφαλώς, δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους οικονομολόγους (μαζί με τους άλλους ειδικούς) για την αδυναμία τους να προβλέψουν τα μέλλοντα. Κάτι τέτοιο είναι ανθρωπίνως αδύνατο. Μπορούμε, όμως, άνετα να αμφισβητήσουμε την επιχειρηματολογία των ειδικών και των ακαδημαϊκών ότι η δομή της θεωρίας και τα κομψά μοντέλα οικονομικής ανάλυσης που έχουν αναπτύξει είναι αποτελεσματικά και διαθέτουν συστηματική προβλεπτική ικανότητα.

Ο Γιάννης Παπαδογιάννης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας των βιβλίων : «Το Άδοξο Τέλος – Η μετέωρη πορεία, η συντριβή και η αναγέννηση των Ελληνικών Τραπεζών» (2013), και, «Η Άνοδος και η Πτώση του Homo Economicus – Ο μύθος του ορθολογικού ανθρώπου και η χαοτική πραγματικότητα» (2012). (Αμφότερα, εκδόσεις Παπαδόπουλος)

Keywords
Τυχαία Θέματα