«Θα ήθελα να μην έχω κάνει φόνο. Όλα τα άλλα παλεύονται»

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη Παρασκευή από τις εκδόσεις Κονιδάρη και είναι αρκετά διαφορετικό σε ύφος από εκείνο του Κουφοντίνα, όπως γράφει το «Έθνος».

Μέσα από τις σελίδες του, ο Σ. Ξηρός καταγράφει τις εμπειρίες και τις σκέψεις του από τη συμμετοχή του στην τρομοκρατική οργάνωση, τη σύλληψή του, τις μέρες του στον Ευαγγελισμό και την κράτησή του, παραθέτοντας τις τέσσερις συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει σε ερευνητές των πανεπιστημίων της Λευκωσίας και του Sheffield για επιστημονικούς λόγους.

Δηλώνει

πάντως απερίφραστα ότι «ο κύκλος της 17Ν έχει κλείσει. Άσχετα τι φαντάζεται ο καθένας».

«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το παρελθόν μου δεν το απαρνούμαι, διότι με έχει διαμορφώσει, αλλά δεν θέλω να συνεχίσει να καταδιώκει το μέλλον μου. Δεν θέλω να προχωράω κοιτάζοντας προς τα πίσω, ζώντας μέσα στο παρελθόν. Όσο για το ερώτημα, μπορείς να φανταστείς έναν άνθρωπο να μη μετανιώνει ποτέ; Είναι μεγάλη αλαζονεία να μη μετανιώνει κανείς για τίποτα. Συγκεκριμένα, θα ήθελα να μην έχω κάνει φόνο. Όλα τα άλλα παλεύονται. Αυτό όχι», γράφει ο Σάββας Ξηρός.

Στην ερώτηση γιατί εντάχθηκε στην οργάνωση, ο Ξηρός αναφέρει ως πρώτη αφορμή τη φωτογραφία του νεκρού Κύπριου αγωνιστή της ΕΟΚΑ που αντίκρισε σε ηλικία 12 ετών. «Από εκεί και πέρα, αυτό λειτούργησε σε μένα ασυναίσθητα, δηλαδή υποσυνείδητα», σημειώνει. Την ένταξή του ωστόσο στη «17Ν» την αιτιολογεί ως μια επιλογή κόντρα «στο ρεύμα της εποχής: κούφια λόγια, καθόλου πράξη».

«Ήμουν του κατηχητικού»

«Εγώ δεν ξεκίνησα από την άκρα αριστερά, όπως ξεκινάνε οι περισσότεροι, αλλά αντίθετα ήμουν του κατηχητικού», αναφέρει σε άλλο σημείο. Οπως λέει, την εφηβεία του την πέρασε στη Φλώρινα, αλλά οικογενειακώς μετακόμισαν 22 φορές, μέχρι να κατέβει στην Αθήνα σε ηλικία 19 χρόνων. Ήθελε να σπουδάσει ζωγραφική, αλλά δεν τα κατάφερε. «Είχα γνωριστεί κάποια στιγμή με τον Τσαρούχη και μου είχε προτείνει να συνεργαστούμε σε κάποιο έργο του, όπως και έγινε», γράφει.

Προκλητικός εμφανίζεται στη θεωρία του περί του τρόπου που ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του. «Εγώ δεν θεωρώ ότι είμαι τρομοκράτης, θεωρούσα ότι νομιμοποιούμαι από το παλιό άρθρο του Συντάγματος, το 114, καθώς το Σύνταγμα έχει γίνει από τους πολιτικούς λάστιχο για να προσαρμόζεται στις επιθυμίες τους.

Οσο δρούσε η Οργάνωση, δεν τρομοκρατούσε τους πολίτες με τέτοιο τρόπο, ώστε άλλοι να αυτοκτονούν, άλλοι να καταφεύγουν στα ψυχοφάρμακα και άλλοι να φεύγουν μετανάστες. Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου κάποιου είδους πρωτοπορία, αλλά ως μέλος μιας κοινωνίας που υφίσταται κάποιες αδικίες, πιστεύω ότι έκανα κάτι που πολλοί επιθυμούσαν, αλλά ελάχιστοι θα τολμούσαν», γράφει χαρακτηριστικά.

Ελάχιστα αποκαλύπτει σε σχέση με τη λειτουργία της «17Ν», ενώ παραδέχεται ότι η οργάνωση ζούσε από τα χρήματα των ληστειών, πλην όμως χωρίς υπερβολές και σπατάλες… Επρεπε να δουλεύουμε παράλληλα για να επιβιώσουμε. Εγώ δούλευα και τα καλοκαίρια και τις γιορτές, για να μπορώ να τα καταφέρω οικονομικά», προσθέτει.

Πολλές σελίδες του βιβλίου αφιερώνονται στα φάρμακα που θεωρεί ότι του έδωσαν στον Ευαγγελισμό προκειμένου να «σπάσει», δίνοντας και τη δική του εξήγηση για την ομολογία του. Φτάνει μάλιστα να υπονοήσει ότι και το δικαστήριο χρησιμοποιούσε «περίεργες» μεθόδους:

«Ο πρόεδρος, όταν είχε κάποια δυσκολία, έκανε διακοπή και κατεβαίναμε κάτω. Εκεί μας περίμεναν διάφορα έξτρα, πίτσες και άλλα παρόμοια και όταν ανεβαίναμε ξανά, έβλεπες εκεί που πριν ήταν κάποιος εξαγριωμένος με την έδρα, τώρα είχε γαλήνιο ύφος και απλανές βλέμμα και απλά άκουγε τον πρόεδρο να προσπερνάει το πρόβλημα που είχε», ισχυρίζεται…

Keywords
Τυχαία Θέματα