Ξεκινούν οι αγοραπωλησίες ακινήτων με το φόρο υπεραξίας

Σύμφωνα με πληροφορίες πριν την υπογραφή των συμβολαίων οι φορολογούμενοι – πωλητές των ακινήτων θα περνούν από την εφορία τους προκειμένου να υποβάλουν τη δήλωση του φόρου υπεραξίας. Η εφορία θα ελέγχει τη δήλωση, θα βεβαιώνει το φόρο υπεραξίας 15% που προκύπτει και στη συνέχεια θα εκδίδεται η Ταυτότητα Οφειλής με το ποσό του φόρου που θα πρέπει να καταβάλει ο πωλητής του ακινήτου. Ο συμβολαιογράφος μετά τη σύνταξη του συμβολαίου θα παρακρατεί το φόρο υπεραξίας και θα τον αποδίδει στο Δημόσιο.

Στη λύση αυτή κατέληξε η ηγεσία

του υπουργείου Οικονομικών έτσι ώστε να επιλυθούν τα σοβαρά προβλήματα που έχουν ανακύψει με την επιβολή του φόρου υπεραξίας. Επίσης θα εκδοθεί και δεύτερη υπουργική απόφαση η οποία θα καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού της τιμής κτήσης σε ειδικές περιπτώσεις, με στόχο ο προσδιορισμός της να γίνεται με τη χρήση αντικειμενικών κριτηρίων και τιμών.

Με τις δύο υπουργικές αποφάσεις θα λυθεί επί της ουσίας το θέμα της απεμπλοκής της ευθύνης των συμβολαιογράφων για τον υπολογισμό του φόρου υπεραξίας, αφετέρου θα δοθούν απαντήσεις για την τιμής κτήσης ορισμένων κατηγοριών ακινήτων.

Τα περισσότερα προβλήματα σχετίζονται:
-στις πωλήσεις ακινήτων από αντιπαροχή
- στα δομημένα ακίνητα για τα οποία θα πρέπει να αναζητηθεί το κόστος κατασκευής της οικοδομής
- στις περιπτώσεις επικαρπίας και ψιλής κυριότητας
- στα ακίνητα κυρίως της επαρχίας που αποκτήθηκαν με χρησικτησία.

Με βάση τον νόμο ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που καταβάλλεται σε αυτόν και λαμβάνεται αποπληθωρισμένη. Η τιμή κτήσης είναι το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο ή το πραγματικό τίμημα που καταβλήθηκε, όπως προκύπτει από κατάλληλα δικαιολογητικά ή το πραγματικό κόστος σε περίπτωση ανέγερσης κτίσματος, και σε περίπτωση που δεν υπάρχει τίμημα, η αξία βάσει της οποίας προσδιορίστηκε ο φόρος μεταβίβασης ακινήτου ή κατοχής κατά το χρόνο κτήσης.

Δηλαδή θα λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική αξία του ακινήτου κατά το χρόνο κτήσης ή η αξία την οποία προσδιόρισε η εφορία για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, την εποχή που ο πωλητής απέκτησε το ακίνητο. Σε περίπτωση που το πωλούμενο ακίνητο έχει αποκτηθεί με κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή, η τιμή κτήσης προσδιορίζεται με βάση τη φορολογητέα αξία κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς ή κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής. Αν η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί θεωρείται ότι είναι μηδενική. Η υπεραξία αυτή μειώνεται με συντελεστές ανάλογα με τη παλαιότητα του ακινήτου ως εξής:
-από 1 έως 5 έτη: 0,95
- 5- 10 έτη: 0,87
-10- 15 έτη: 0,79
-15- 20 έτη: 0,73
- 20- 25 έτη: 0,66
- πάνω από 25 έτη: 0,61
Η υπεραξία, απομειωμένη, με τους παραπάνω συντελεστές, μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ, απαλλάσσεται από το φόρο, εφόσον ο φορολογούμενος διακράτησε το ακίνητο για πέντε τουλάχιστον έτη και δεν πραγματοποίησε άλλη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας εντός της περιόδου διακράτησης.

Keywords
Τυχαία Θέματα