Εν αναμονή της έκρηξης…

Του ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΖΙΑΜΠΑΚΑ

Το πρόσφατο πρωτόγνωρο «χτύπημα» στις Σκουριές Χαλκιδικής αποδεικνύει την πολυμορφία της ένοπλης βίας στη χώρα μας, καθώς και τις διαστάσεις που μπορεί να αποκτήσει. Λόγος έγινε για μετάλλαξη του «αντάρτικου πόλεως» σε «αντάρτικο υπαίθρου», για γενικευμένη μορφή αντίδρασης, για κατοίκους περιοχών που «παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους», ακόμη και για «προβοκάτσια». Το σίγουρο είναι πως γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας εποχής ένοπλης βίας. Το καζάνι βράζει, δίχως να μπορεί κανείς να προβλέψει

τις συνέπειες του ανεξέλεγκτου βρασμού.
Όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που από την ίδια την πολιτική τάξη εκφράζονται φόβοι πως «θα χυθεί πολιτικό αίμα», ενδεχόμενο το οποίο δεν απέκλεισε, σε δηλώσεις του, ούτε ο υπουργός Δημοσίας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Δένδιας. Πώς άλλωστε θα μπορούσε, ενώ στη χώρα μας υπάρχουν αντίστοιχα περιστατικά στο παρελθόν, όπως η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από την «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη» το πρωί της 26ης Σεπτεμβρίου 1989, στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Ομήρου στην Αθήνα, όπου στεγαζόταν το γραφείο του. Η δολοφονία του συγκλόνισε την πολιτική επικαιρότητα εκείνων των ημερών, την οποία μονοπωλούσε η έναρξη της διαδικασίας για την παραπομπή των πολιτικών που εμπλέκονταν στο σκάνδαλο Κοσκωτά.
Η πρόβλεψη ότι θα γίνουμε μάρτυρες πολιτικού αίματος διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον διακεκριμένο εγκληματολόγο και βουλευτή της ΔΗΜΑΡ, Γιάννη Πανούση. Μιλώντας στο «Π», ο κ. Πανούσης τονίζει ότι η πολύκροτη πρόβλεψή του αποτελεί διαίσθησή του, υπό την ιδιότητα του εγκληματολόγου. Άλλωστε, όπως συμπληρώνει, πρόκειται για πρόβλεψη που δεν ακολουθεί κάποιον λογικό ειρμό, ωστόσο, «όλα αυτά τα επεισόδια όταν συνεχώς κλιμακώνονται, κάποτε κορυφώνονται», για να ακολουθήσει και πάλι η εκτόνωσή τους. «Δεν πιστεύω ότι όποιοι άνθρωποι κρύβονται ως στρατηγοί, ως στρατιώτες, πίσω από αυτά τα “τρομοκρατικά μορφώματα”, ότι θα αρκεστούν στο να βάζουν γκαζάκια. Κάποια στιγμή θα αναβαθμίσουν τον ρόλο τους. Θα είναι και το τελευταίο αν το κάνουν, έτσι;», είπε στο «Π» ο κ. Πανούσης, θυμίζοντας πως «η 17Ν, τηρουμένων των αναλογιών, πήρε την κάτω βόλτα μετά τη δολοφονία του Μπακογιάννη. Όπου πλέον όλο το σύστημα κατάλαβε, γιατί μέχρι τότε κάποιοι θεωρούσαν ότι ήταν ο “τιμωρός της Χούντας” κλπ., ότι κάποια πράγματα έχουν ένα όριο. Από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση».

Κλειστό καπάκι
Στο ίδιο μήκος κύματος και η άποψη ενός ακόμη γνωστού εγκληματολόγου, του Άγγελου Τσιγκρή. Τονίζοντας πως δεν μπορούμε να προβλέψουμε την εξέλιξη της ένοπλης βίας και της εγκληματικότητας, έδωσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Έχεις μια χύτρα ταχύτητας σε βρασμό και είναι κλειστό το καπάκι. Αν το ανοίξεις ξαφνικά, τι θα γίνει; Έκρηξη. Γνωρίζει κανείς πιο μόριο της κατσαρόλας θα βγάλει ποιο μάτι; Το θέμα είναι ότι θα γίνει έκρηξη. Ποιον θα πάρει η μπάλα δεν ξέρει κανένας. Το ζήτημα είναι ότι, αν αποφευχθεί μια μορφή εγκληματικότητας σε κάποιο σημείο, θα βρεθεί αλλού, κάπως παραλλαγμένη» συμπληρώνει ο ίδιος.
Ανάλογα περιστατικά με «πολιτικό αίμα» έχουν λάβει χώρα στο εξωτερικό. Στην Ιταλία, το ουσιαστικό τέλος της δράσης των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» (BR – Brigate Rosse) επήλθε με την απαγωγή και τη δολοφονία, έπειτα από 54 μέρες αιχμαλωσίας, του πρωθυπουργού Άλντο Μόρο. Στις 16 Μαρτίου 1978 οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» εκτελούν τους πέντε σωματοφύλακες του Μόρο και απαγάγουν τον ίδιο, ζητώντας ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή του την απελευθέρωση όλων των ιδρυτικών μελών της οργάνωσης. Ο Μόρο δολοφονήθηκε μέσα ή κοντά στη Ρώμη στις 9 Μαΐου και το πτώμα του βρέθηκε αργότερα την ίδια ημέρα σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.
Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη, ωστόσο, ο κ. Πανούσης υπογραμμίζει πως ένα αντίστοιχο ενδεχόμενο «δεν έχει αναλογίες στην Ελλάδα. Εδώ είναι μια σχετικά νεολαιίστικη παρέα που πιθανώς διαμορφώθηκε το 2008 και πιθανώς να συνδέεται και με άλλα στοιχεία. Αλλά δεν μπορείς να πεις ότι έχει χαρακτηριστικά που είχε η δεκαετία του ’70 στην Ευρώπη». Ερωτηθείς, αν ενστερνίζεται την άποψη κύκλων της Αστυνομίας, όπως υποστηρίζουν πολλά δημοσιεύματα, για το ενδεχόμενο απαγωγής πολιτικών προσώπων ή επιχειρηματιών, σημειώνει: «Δεν τα πιστεύω αυτά. Στην Ελλάδα η απαγωγή γίνεται πάρα πολύ δύσκολα έτσι κι αλλιώς. Διότι έχει πάρα πολλά στάδια. Δεν είναι, δηλαδή, ένα στάδιο που μπορείς απλά να βάλεις ένα γκαζάκι ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Καμία απαγωγή δεν έχει τελεσφορήσει σε αυτήν τη χώρα».

Τι είδους «τρομοκρατία» έχουμε
Αναφερόμενος στη μορφή που έχει αποκτήσει η ένοπλη βία στην Ελλάδα, ο κ. Πανούσης επισημαίνει πως ακόμη και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές των ενεργειών «δεν το νοούν ως τρομοκρατία, δεν έχουν ιδεολογικό υπόβαθρο. Δεν είναι η κλασική τρομοκρατία της δεκαετίας του ’60 ή του ’70 στην Ευρώπη, ή αν θέλετε η δικιά μας 17Ν και ο Ε.Λ.Α.. Εδώ έχει ένα μηδενιστικό χαρακτήρα, στρέφεται κατά της κοινωνίας και όχι κατά συγκεκριμένων κρατικών οργάνων και αξιωματούχων. Άρα, είναι ένα γενικευμένο μίσος, ίσως τυφλό, εξ ου και επικίνδυνο, γιατί δεν στοχοποιεί, χτυπάει ακόμη και όποιον περάσει εκείνη την ώρα. Θα κρατούσα πάλι πολλές επιφυλάξεις, αν αυτό λέγεται τρομοκρατία και δεν λέγεται απλώς μια εγκληματική δραστηριότητα. Δεν έχει καμία στρατηγική, κανέναν στόχο. Απλώς βάζει βόμβες ή πυροβολεί ή κάνει ληστείες» προσθέτει ο εγκληματολόγος.
Ενδιαφέρον έχει η άποψη του κ. Τσιγκρή, ο οποίος, τονίζοντας πως «έχουμε το έγκλημα που αντιστοιχεί στην κοινωνία μας» εξηγεί αναλυτικότερα: «Αν θεωρήσουμε την εγκληματικότητα ως ένα κλάσμα, όπου στον αριθμητή είναι οι παράγοντες που “επιταχύνουν” την εγκληματικότητα στην πράξη, ενώ στον παρονομαστή είναι παράγοντες που τον αποτρέπουν, δηλαδή το “γκάζι” στο πάνω μέρος και στο κάτω μέρος τα “φρένα” που διαθέτει ο κάθε άνθρωπος, όταν στο συγκεκριμένο κλάσμα βγαίνει άθροισμα μεγαλύτερο της μονάδας, ο άνθρωπος γίνεται εγκληματίας και βγαίνει στο έγκλημα. Δεν είναι τόσο μαθηματική η σχέση. Οι παράγοντες, οι οποίοι έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, στους οποίους οφείλονται η βία και το έγκλημα κάθε μορφής, αριθμούνται στην Εγκληματολογία περί τους 3.000. Οι κύριοι παράγοντες είναι κοινωνικοί. Δεν υπάρχει κοινωνία που να έχει περισσότερο ή λιγότερο έγκλημα από αυτό που της αναλογεί. Όταν τα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων αρχίζουν και γίνονται ασφυκτικά, τότε, βάσει της εμπειρίας, η συγκεκριμένη κοινωνία ανεβάζει θερμοκρασία, αυξάνεται η ένταση. Όταν αυτά συνδυαστούν με διαφθορά, με ανομία και ούτω καθεξής, η εγκληματικότητα αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο. Το ιδεολογικό υπόβαθρο ποτέ δεν είναι παράγοντας που παράγει βία, έγκλημα ή τρομοκρατία. Οι αιτίες είναι βαθύτερες κοινωνικές. Η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να αντιμετωπίσει το τρομοκρατικό φαινόμενο ποτέ, γιατί δεν μπορεί να το κατανοήσει».

Πώς αντιμετωπίζεται
Πολυετείς μελέτες έχουν αποδείξει πως μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση της βίας, και μάλιστα σε συντομότατο χρόνο, δίνουν τα μέτρα «κοινωνικής πρόληψης του εγκλήματος», όπως μείωση της ανεργίας, μείωση της φτώχειας και μείωση των κοινωνικά μη ενσωματωμένων πληθυσμών. «Αν εφαρμόσεις αυτές τις πολιτικές, το έγκλημα πέφτει κάθετα και άμεσα. Με μέτρα καταστολής ή την αυστηροποίηση των νόμων το αποτέλεσμα είναι πολύ μικρό και μάλιστα μακροπρόθεσμο» υπογραμμίζει ο κ. Τσιγκρής. Ο ίδιος, μάλιστα, υπογραμμίζει πως το έγκλημα αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο είναι διαστρωμένη μια κοινωνία, δηλαδή την ισοκατανομή ή την αδικία, τη διαφθορά ή τη διαφάνεια, το δικαίωμα σε όλους ή σε λίγους και εκλεκτούς. Πλέον, η Ελλάδα έχει αλλάξει ρυθμούς αύξησης της εγκληματικότητας. Με την αρχή της εποχής του μνημονίου και την επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών, η χώρα μας διπλασιάζει τους δείκτες εγκληματικότητας σχεδόν κάθε χρόνο. «Η εγκληματικότητα παρακολουθεί την ανεργία και τη φτώχεια, οι οποίες εκτοξεύονται» αναφέρει ο κ. Τσιγκρής, προβλέποντας πως «αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση είναι σίγουρο ότι οι δείκτες εγκληματικότητας θα είναι πολύ χειρότεροι τα επόμενα έτη». Ο ίδιος υπογραμμίζει πως «η Ελλάδα δεν αντιμετώπισε ποτέ σωστά το φαινόμενο της πολιτικής βίας. Το θέμα για να αντιμετωπιστεί χρειάζεται απόλυτη γνώση. Χρειάζεται μελέτη, χρειάζεται άμεση επαφή με την πραγματικότητα που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία εδώ και πολλές δεκαετίες» καταλήγει.

Επιφυλάξεις για τις Σκουριές

Το περιστατικό στις Σκουριές είναι αναμφίβολα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Οι προεκτάσεις του δεν περιορίστηκαν μόνο στην πολιτικού επιπέδου κόντρα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, αλλά δημιούργησαν και κοινωνικό αναβρασμό στην περιοχή, με τους κατοίκους να καταγγέλλουν «τρομοκρατικές πρακτικές» και από πλευράς Αστυνομίας, κατηγορώντας τις Αρχές για αθρόες προσαγωγές και εξαναγκασμό να δώσουν δείγμα γενετικού υλικού.
Οι εγκληματολόγοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί στο να αποδώσουν κάποιον χαρακτηρισμό στη συγκεκριμένη επίθεση. Ωστόσο, ενδιαφέρον έχει η άποψη του Γιάννη Πανούση, ο οποίος είπε στο «Π» πως «το να μιλήσουμε για τρομοκρατία ως ενέργεια, τρομάζει. Και λόγω της μαζικότητας και λόγω της στρατηγικής και λόγω του επιδρομικού χαρακτήρα και των όπλων. Αλλά, αν δεν βρούμε μια άκρη τι είναι αυτό, ποιοι είναι πίσω από αυτό και τι στόχο είχαν, δεν θα ήθελα να προβούμε σε κάποιες εικασίες. Δεν έχουμε ανάληψη ευθύνης, μπορεί να μην είναι “τρομοκρατική” ενέργεια με την έννοια της κλασικής πολιτικής ή κοινωνικής τρομοκρατίας, αλλά μπορεί να είναι και ένας ανταγωνισμός εταιρειών. Διότι 40-50 άνθρωποι είναι στρατός. Η τρομοκρατία δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Πράγματι, είναι ένα φαινόμενο πρωτόγνωρο, πράγματι θέλει μελέτη. Ας συγκρατηθούμε στο να τη χαρακτηρίσουμε».
Ωστόσο, άκρως ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση της κ. Μπόση, όταν κλήθηκε να σχολιάσει το περιστατικό στο «Π»: «Οι Σκουριές Χαλκιδικής έχουν έναν μοναδικό πλούτο που επέλεξε το κράτος να ξεπουλήσει έναντι πινακίου φακής. Αντίστοιχα περιστατικά ξεπουλήματος θα βιώσουμε στο προσεχές μέλλον, όπου ο εθνικός πλούτος αντί να χρησιμοποιείται για να ξεπεράσουμε την κρίση θα δίδεται δωρεάν σχεδόν σε ξένα συμφέροντα. Οι κάτοικοι στις Σκουριές εδώ και πολύ καιρό έχουν καταθέσει τις έντονες διαφωνίες τους για το ξεπούλημα του τόπου τους. Τα περιστατικά βίας που θύμιζαν (τηλεοπτικά τουλάχιστον, όπως τα είδα) καταδρομείς εν ώρα υπηρεσίας, επιτρέπουν πολλές και διαφορετικές εξηγήσεις. Εδώ, όμως, αξίζει να αναφέρουμε ότι, λόγω της κρίσης, έχει δημιουργηθεί ένα πολύ μεγάλο ρεύμα πολιτών (όχι μόνο στην Ελλάδα) προερχόμενων από όλα τα πολιτικά κόμματα, όλων των ειδών τις ιδεολογίες, που ενώνονται στη διαφωνία τους για τις κυβερνητικές επιλογές. Αυτό το βουβό κοινωνικού τύπου ρεύμα μπορεί να εξελιχθεί σε “τσουνάμι” βίας».

Το lifestyle της τρομοκρατίας

Άκρως ενδιαφέρουσες απόψεις εξέφρασε στο «Π» η επίκουρος καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Μαίρη Μπόση (φωτό). Ερωτηθείσα για το ιδεολογικό υπόβαθρο της ένοπλης βίας στη χώρα μας, απάντησε: «Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και με έντονο το ιδεολογικό και πολιτικό έλλειμμα, αυτού του τύπου η έξαρση βίας με ιδεολογική ένδεια θυμίζει “lifestyle τρομοκρατίας”. Μια τάση που έχει στοιχεία “ηρωοποίησης” των ποινικών που έρχονται σε σύγκρουση με το κράτος λόγω των επιλογών τους και “ωραιοποίηση” της βίας ως διέξοδος σε αδιέξοδα που επιλέγονται με υποκειμενικά κριτήρια».

Σύνδεση αντικρατικών επιθέσεων και κρατικών υπηρεσιών

Κληθείσα να συγκρίνει την εγχώρια ένοπλη βία, με την αντίστοιχη του εξωτερικού, η κ. Μπόση τόνισε πως «η κάθε χώρα αναπτύσσει τις δικές της παραμέτρους βίαιης έκφρασης, η οποία όμως συνδέεται άμεσα με την ιστορική εξέλιξη του κάθε τόπου. Σε πολλές περιπτώσεις σε χώρες της Ευρώπης, όπως είναι για παράδειγμα η Ιταλία, οι έρευνες έδειξαν τις στενές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ “υπερ-επαναστατών” και μυστικών υπηρεσιών και οι αντικαθεστωτικές ή αντί-κρατικές ή επιθέσεις κατά των θεσμών ήταν καθοδηγούμενες».

Keywords
Τυχαία Θέματα