Φράνς Σούμπερτ: Η ζωή και το έργο μιας ιδιοφυΐας στη μουσική

Ο Φράντς Πέτερ Σούμπερτ, μικρότερος γιος ενός ενοριακού καθηγητή και μάγειρα, γεννήθηκε στην περιοχή του Lichtenthal στη Βιέννη, σαν σήμερα στις 31 Ιανουαρίου του 1797. Η οικογένειά του είχε μεγάλη σχέση με τη μουσική. Ο Schubert πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του, τον αδερφό του Ignaz, και τον Michael Holzer, που ήταν καθηγητής χορωδίας της ενορίας. Ο τελευταίος είχε μείνει έκπληκτος από τις μουσικές του ικανότητες και είχε πει ότι ο Franz ήξερε τα μαθήματα τέλεια πριν ακόμα τα διδαχθεί.

Το 1808, ο Schubert πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις για την Stadtkonvict, που προετοίμαζε

χορωδούς για την αυτοκρατορική αυλή του Chapel. Η ζωή εκεί ήταν δύσκολη για τον Franz, συχνά μέσα σε συνθήκες κρύου, πείνας και αυστηρής πειθαρχίας. Όταν όμως ο Schubert προσαρμόστηκε, ασχολήθηκε σκληρά με τη μουσική μελέτη και δημιούργησε στενούς φιλικούς δεσμούς εκεί, ιδιαίτερα με τον Josef Spaun, που έμεινε φίλος του για όλη τη ζωή του.

Στην Stadtkonvict, o Schubert πραγματοποίησε τις πρώτες του συνθέσεις. Με χαρτί που του προμήθευσε ο Spaun, έγραψε το πρώτο του τραγούδι, Hagars Klage, το οποίο και υπέπεσε στην αντίληψη του Salieri, διευθυντή της Convict. Ο Salieri εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το κατόρθωμα του νεαρού Franz, που τον έθεσε υπό την προσωπική επίβλεψη του Ruczizka, καθηγητή αρμονίας, ο οποίος αργότερα είπε στον Salieri: «Ο Schubert φαίνεται να έχει διδαχθεί από τον ίδιο το Θεό, αυτό το παιδί ξέρει τα πάντα!». Ο Salieri πίστεψε τόσο στην ιδιοφυΐα του Schubert, που του ανέθεσε να γράψει μια όπερα, ως μια από τις πρώτες του ασκήσεις.

Το Μάιο του 1812 η μητέρα του Schubert πεθαίνει, και στις 26 Ιουλίου η φωνή του σπάει, τερματίζοντας την καριέρα του ως χορωδού. Χωρίς τις χορωδιακές του υποχρεώσεις, ο Schubert αφιερώνεται στη σύνθεση μουσικής και μέχρι το 1813 έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τις σπουδές του. Τελικά γράφει την 1η του συμφωνία, ένα κατόρθωμα για το νεαρό Franz, και αποχωρεί ηθελημένα από τη Stadtkonvict, αφού δεν προσπάθησε καν να βελτιώσει τους ήδη χαμηλούς του βαθμούς, που θα του επέτρεπαν τη συνέχεια των σπουδών του.

Ως συνέπεια, ο πατέρας του βρίσκει την ευκαιρία να του επιβάλλει να σπουδάσει στην Imperial Normalhauptschule για να γίνει δάσκαλος, ένα επάγγελμα που ο Schubert αντιπαθούσε, και το οποίο θα του εξασφάλιζε οικονομική άνεση και προστασία από τη στρατολογία, σε αντίθεση με την αβέβαιη μουσική καριέρα. Ο Schubert όμως, τελειώνοντας τις σπουδές του και αρχίζοντας να διδάσκει, το φθινόπωρο του 1814, αποδεικνύεται μέτριος δάσκαλος. Τελικά εγκαταλείπει αυτή την προσπάθεια με την υλική και ψυχική υποστήριξη του φίλου του Franz von Schober. Τα γεγονότα αυτά σηματοδότησαν μια σταδιακή χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ του Schubert και του πατέρα του. Την ίδια εποχή εκτελείται για πρώτη φορά σε ευρύ κοινό η 1η του Λειτουργία, που ήταν μια μεγάλη επιτυχία, με το δάσκαλό του Salieri να τον διακρίνει ως μελλοντικό ένδοξο συνθέτη. Η σοπράνο Therese Grob, που συμμετείχε στη συναυλία, έγινε ο έρωτας της ζωής του Schubert, αλλά είτε λόγω της ανησυχίας της οικογένειάς της για την άσχημη οικονομική προοπτική του, είτε λόγω των περιοριστικών νόμων περί γάμου εκείνης της εποχής, η σχέση τους δεν έφτασε μέχρι το γάμο, και η Therese παντρεύτηκε άλλον στα 1820.

Προς το τέλος του 1814, ο Schubert συνθέτει το πρώτο του μνημειώδες τραγούδι, μελοποιώντας το Faust του Goethe. Παράλληλα εισχωρεί στον κύκλο φίλων του Bildung, που είχε ιδρυθεί στο Linz το 1811, και στον οποίο ήταν ήδη μέλη οι φίλοι του Spaun και ο ποιητής Mayrhofer. Εκεί διατηρούσαν τη φιλία τους και το ζήλο τους για αυτοβελτίωση και παιδεία, που ήταν και η κεντρική αρχή του Bildung. Ένας στόχος του Bildung ήταν και η μελέτη της λογοτεχνίας, στόχος στον οποίο ο Schubert δεν πρόσφερε ιδιαίτερα, αλλά βρήκε την ευκαιρία να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα τεράστιο υλικό για έμπνευση και σύνθεση.

Ο κύκλος όμως, όπως και άλλοι, θεωρήθηκε και δέχτηκε παρενοχλήσεις από την αστυνομία ως ύποπτη κρυφή οργάνωση που διακινούσε δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες, επικίνδυνες για το καθεστώς. Ο Schubert, μόλις που ξέφυγε τη σύλληψη και την καταδίκη του σε εποχές δύσκολες για την ελεύθερη έκφραση. Εκεί όμως ανέπτυξε σημαντικά τις φιλίες και τις γνωριμίες του, που του φάνηκαν χρήσιμες και σωτήριες για την υπόλοιπη ζωή του, αφού βρήκε σημαντική βοήθεια για την ψυχολογική και οικονομική ενίσχυσή του, για να εκδοθούν και να εκτελεστούν αρκετά από τα έργα του και να φιλοξενηθεί σε διάφορα σπίτια και πόλεις, που του ήταν αναγκαία.

Τα έτη 1815 και 1816 αποδείχτηκαν ιδιαίτερα δημιουργικά, χωρίς όμως καμιά διάκριση. Αυτό όμως συνέβαλλε στην ωρίμανση του Schubert, που, με τον Beethoven ως πρότυπο, άρχισε να οραματίζεται τον εαυτό του ως ανεξάρτητο και αυτοδημιούργητο καλλιτέχνη. Ακολούθησε μια πορεία υφέσεων και ανόδων κατά την περίοδο 1817-1822, που λόγω της αστάθειάς της, ο Schubert έγινε πιο δύσκολος με τους φίλους του, κυκλοθυμικός και καταθλιπτικός. Ευχάριστα διαλείμματα ήταν οι λιγοστές εκτελέσεις των έργων του και οι Schubertiad βραδιές που ξεκίνησε με το φίλο του και τραγουδιστή Vogl, με τον οποίο εκτελούσε τραγούδια του σε διάφορες φιλικές και κοσμικές συγκεντρώσεις, όπου παιζόταν μόνο η μουσική του.

Το 1822 γίνεται μέλος της Styrian Musical Society, παίρνοντας μια μικρή γεύση της πολυπόθητης αναγνώρισής του. Προσβάλλεται όμως από την ασθένεια της σύφιλης, που έμελλε να του προκαλέσει πολυάριθμα προβλήματα υγείας και εργασίας. Από τις προσωπικές του σημειώσεις φαίνεται η ανάγκη του να διαμορφώσει μια προσωπική φιλοσοφία γύρω από τον ψυχικό και σωματικό του πόνο, ώστε να τον δεχτεί ως αναγκαίο για το δημιουργικό του πνεύμα.

Ο Schubert γνώρισε τελικά καλύτερες συνθήκες στα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 1825 και μετά, παίρνοντας διάφορες διακρίσεις και βλέποντας περισσότερα έργα του να εκδίδονται και να εκτελούνται, κερδίζοντας ένα πιο σίγουρο και υψηλό ανάστημα στη μουσική ζωή της Βιέννης. Το ηθικό του ανέβηκε σημαντικά με ένα κονσέρτο φιλανθρωπίας για απόρους, που δόθηκε προς τιμήν του το Σεπτέμβριο του 1827, και με ένα άλλο κονσέρτο του για την πρώτη επέτειο μετά το θάνατο του Beethoven. Ο Schubert, ύστερα από μια μακροχρόνια ταλαιπωρία από σύφιλη, πέθανε το απόγευμα της 19ης Νοεμβρίου του 1828.

Σε αντίθεση με άλλους συνθέτες, όπως ο Mozart, o Beethoven ή ο Wagner, ο Schubert δεν ήταν συνειδητός της μεγαλοφυΐας του. Επίσης δεν αναγνωρίστηκε εύκολα, αφού το μεγαλύτερο μέρος των συνθέσεών του δεν εκδόθηκε και αρκετό ούτε καν εκτελέστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, κι έτσι η φήμη του είχε περιοριστεί σε αυτήν του τραγουδοποιού. Το πιο σημαντικό του κατόρθωμα είναι ότι εδραίωσε το γερμανικό lied ως νέα μουσική φόρμα στο 19ο αιώνα. Μερικά από τα πιο σημαντικά του έργα είναι η 5η και η 8η ( the «Unfinished») συμφωνία του, τα κομμάτια πιάνου για τέσσερα χέρια και τα τραγούδια «Heidenrφslein», «Der Erlkφnig», «Gretchen am Spinnrade» και «Nur wer die Sehnsucht kennt, weiss was ich leide».

Είχε γράψει: «Κανένας δεν καταλαβαίνει τη θλίψη ενός άλλου, κανένας δεν καταλαβαίνει τη χαρά ενός άλλου· η μουσική μου είναι το προϊόν του ταλέντου μου και του μαρτυρίου μου. Και αυτά που έχω γράψει μέσα στο μεγαλύτερο πόνο μου είναι αυτά που φαίνεται ότι ο κόσμος προτιμάει».

Keywords
Τυχαία Θέματα