Ο «χορός του Ζαλόγγου» που δεν θα χόρευε ποτέ η Ρεπούση

Του Γιάννη Βασιλακόπουλου

Η κυρία Μαρία Ρεπούση πέρασε κατά τη διάρκεια της εβδομάδας το κατώφλι του γραφείου του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα. Πριν από αυτό, αφού ο λόγος της επίσκεψης στο γραφείο του «τσάρου» ήταν για να εξυπηρετήσει ένα αίτημα των εμπόρων του Πειραιά, είχε ακούσει τα εξ αμάξης.

Δίκαια ή άδικα η «καθηγήτρια της Ιστορίας» μπήκε στο στόχαστρο φίλων και αντιπάλων. Δίκαια ως προς

την ουσία των ανεδαφικών πραγμάτων που ξεστομίζει κάθε τόσο, άδικα διότι οι απόψεις που εκφράζει δεν καταρρίπτουν είδους φετίχ, αλλά καταρρίπτονται από την πραγματικότητα. Και εδώ είναι το «κλειδί». Η γυναίκα που μπήκε στη Βουλή, εκπροσωπώντας (αν έχετε τον Θεό σας) 1.670 πολίτες, έχει την ικανότητα, ενώ υποστηρίζει όλα αυτά τα εκτός πραγματικότητας «ιστορικά επιχειρήματα», να επιβιώνει σε ένα πλήθος πολιτικών καταστάσεων και σε μια πολυχρωμία πολιτικής εξουσίας.

Η συγγραφέας του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, αυτού που υποστήριζε σε αντίθεση με τα βιώματα όλων των εν ζωή μαρτύρων της σφαγής του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ανέλαβε τη συγγραφή του επί των ημερών της κυρίας Γιαννάκου στο υπουργείο Παιδείας. Αρα, στην περίπτωση αυτή, αυτός που καλείται να λογοδοτήσει για τις ανακρίβειες που, έστω κατά την ιστορική ερμηνεία της κυρίας Ρεπούση γράφτηκαν εκεί, δεν είναι η ίδια σημερινή βουλευτής, αλλά η τότε υπουργός Παιδείας.

Η γενικότερη στάση της και η τάση τάχα να αποκαθηλώνει τα πάντα, δεν θα γεννούσε κανένα ερωτηματικό, αν λάμβανε χώρα μια άλλη χρονική περίοδο. Ομως, τώρα, μέσα στην πιο καυτή καμπή μιας περίεργα στημένης κρίσης που ξεφεύγει από την οικονομική διάσταση, η κυρία Ρεπούση παύει να είναι η γραφική εκπρόσωπος μιας εθνομηδενιστικής μειονότητας. Ας απαντήσει η ίδια για το πώς θα προσδιόριζε έναν άνθρωπο που ξαφνικά ήρθε να μηδενίσει μία ιστορική διαδρομή χιλιάδων αιώνων και να εντάξει ένα έθνος στη χωρία των εθνών που έχουν ανάγκη από μύθους για να πιάνονται από αυτούς.

Ας απαντήσει η ίδια με ποιο ιστορικό κύρος θα αναγνώριζε το δικαίωμα σε κάποιον να αποδεχτεί, να αρνηθεί, να επικυρώσει ή να αναιρέσει ιστορικές πραγματικότητες, ενώ υπάρχουν κάποιοι ζωντανοί πρωταγωνιστές που τη διαψεύδουν έστω με ένα βλέμμα.

Ας μας πει, λοιπόν, μέχρι πού φτάνει αυτή η εθνομηδενιστική της φαντασίωση (ή μήπως σχέδιο;) και τι ρόλο φιλοδοξεί να παίξει σε αυτήν. Ποιο, άραγε, αριστερό άλλοθι ποιανού κόμματος και ποιας πολιτικής φυσιογνωμίας θα νομιμοποιούσε μια βουλευτή να ακυρώνει την πραγματικότητα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο; Είναι μύθος η σφαγή χιλιάδων Ελλήνων στην προκυμαία της Σμύρνης ή συνωστισμός;

Ας μας απαντήσουν οι επιζώντες μάρτυρες του πιο αιματηρού ελληνικού δράματος. Ηταν ο χορός του Ζαλόγγου ένας εθνικός μύθος; Για την κυρία Ρεπούση ίσως. Και τούτο γιατί η ίδια δεν θα αυτοκτονήσει ποτέ, επειδή κάποιος θα την ανάγκαζε να ζει υπόδουλη. Ηταν μύθος η Ελληνική Επανάσταση; Για την κυρία Ρεπούση ίσως, γιατί κάποιοι όμοιοί της θα είχαν βολευτεί στην Τουρκοκρατία. Μύθος και ο Παρθενώνας; Μύθος και ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή; Για την κυρία Ρεπούση ίσως, γιατί θα φοβόταν να συμμετέχει σε τέτοιου είδους οραματισμούς. Και αν όλα αυτά είναι μύθος, εθνικός μύθος που τάχα θέλουμε να πιαστούμε από αυτόν, θα είναι μύθος και το ότι ο Γιώργος Καραϊσκάκης είπε κάποτε μια φράση ολίγον αθυρόστομη, αλλά καταγεγραμμένη. Και σίγουρα αν σήμερα ρωτούσαμε τον γιο της καλόγριας, που έπεσε μαχόμενος στο Φάληρο, για το αν θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη απόψεις ανθρώπων που καταργούν την εθνική συνείδηση ως μύθο, την ίδια φράση θα επαναλάμβανε: «Ρώτησα τον μπούτσο μου και μου είπε όχι».

Keywords
Τυχαία Θέματα