Πόρνη στην ταινία της, κυρία στις Κάννες (ΦΩΤΟ)

Με κινηματογραφική μουντάδα και ανία ξεκίνησε η Παρασκευή στις Κάννες. Πρωί πρωί, προτού ανοίξει καλά καλά το μάτι, και η πρώτη ταινία που είδαμε ήταν το «The Immigrant» του Τζέιμς Γκρέι με τη Μαριόν Κοτιγιάρ και τον Χοακίν Φίνιξ. Μια μελοδραματική σούπα, η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας Πολωνής, η οποία φτάνει στο Έλις Άιλαντ με την αδερφή της, κι αναγκάζεται να δουλέψει για έναν προαγωγό όταν η δεύτερη κρατείται στην καραντίνα του νησιού λόγω φυματίωσης. Τα λεφτά της δωροδοκίας είναι πολλά και ο χρόνος λίγος, γι’ αυτό και η Μαριόν εξαρτάται από τον καιροσκόπο, αλλά ερωτευμένο μαζί της, Χοακίν. Καταχνιά, κυριολεκτική και μεταφορική, σκηνοθετημένη δίχως καμία έμπνευση από τον Τζέιμς Γκρέι (ο οποίος ούτως ή άλλως έχει χρόνια να επιδείξει έργο της προκοπής). Φαντάζομαι ότι είναι πολύ δύσκολο να καταφέρει κανείς να ΜΗΝ αντλήσει ωραία ερμηνεία από την Κοτιγιάρ, αλλά ο Γκρέι το καταφέρνει με ευκολία – και πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας. Πόσο μάλλον όταν έγραψε την ταινία ειδικά γι’ αυτήν: «Θεωρώ ότι η ηθοποιία είναι μία συναισθηματική διαδικασία. Και το να επιλέξεις τον κατάλληλο ηθοποιό για να βασίσεις μία ταινία είναι θέμα ενστίκτου – πολλές φορές μόνο μία συνομιλία σου μ’ έναν ηθοποιό σε κάνει να θέλεις να δουλέψεις μαζί του. Κι ας μην τον έχεις δει ποτέ στην οθόνη ή τη σκηνή. Η συνεύρεσή μου με την Μαριόν ήταν τόσο καταλυτική που ένιωσα την ανάγκη να γράψω μία ταινία ειδικά για εκείνη. Όταν μάλιστα γύρισα πίσω και είδα όλες τις δουλειές της έγιναν ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές της». Σκέψου να μην τη θαύμαζε.
Ευτυχώς, η μέρα έκλεισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κάτι που παρολίγο να μη συμβεί αν δεν είχε προστεθεί τελευταία στιγμή το «Only Lovers Left Alive» του Τζιμ Τζάρμους στη λίστα του Διαγωνιστικού – μεγάλη ανακούφιση γιατί διαφορετικά οι Κάννες θα ξεφούσκωναν χωρίς καμία κλιμάκωση (δεν περιμένω προφανώς την ανατροπή από τον Πολάνσκι που απομένει για να δούμε). Στη νέα, σούπερ ψυχαγωγική ταινία του ο Τζιμ Τζάρμους ξεπροβάλλει πιο παιχνιδιάρης από ποτέ καθώς ακολουθεί τον Άνταμ και την Ιβ, ένα εξαιρετικά αγαπημένο ζευγάρι… βρικολάκων. Εκείνος (Τομ Χίντλστον, το καινούριο μου φετίχ), ιδιοφυής μουσικός στα πρόθυρα της αυτοκτονίας λόγω των «ζόμπι», των ανθρώπων δηλαδή και της ασύστολης βλακείας με την οποία καταστρέφουν τον πλανήτη. Εκείνη (Τίλντα Σουίντον, πάντα μοναδική) συμφιλιωμένη με τον κόσμο και τη φύση της, αγαπά να ρουφά, όχι ανθρώπους, αλλά γνώση, εικόνες και χορό. Αν και δεν τρυπά πολύ κάτω από την επιφάνεια, ο Τζάρμους έχει φορτώσει την ταινία με χιλιάδες μουσικές («να, εδώ είναι το σπίτι όπου μεγάλωσε ο Τζακ Γουάιτ», λέει ο Άνταμ στην Ιβ σε μια από τις νυχτερινές τους βόλτες) κι επιστημονικές αναφορές (ο Άνταμ αναλύει θεωρίες του Αϊνστάιν και πλέκει το εγκώμιο στον Τέσλα), που δύσκολα αντιστέκεσαι στη γοητεία τους. Και συν τοις άλλοις, αφιερώνει την ταινία στην Σάρα Ντράιβερ, την αγαπημένη του σύντροφο εδώ και δεκαετίες, με την οποία είχαν ξεκινήσει μαζί την καριέρα του τη δεκαετία του 70 στη Νέα Υόρκη.


Και μέσα σ’ όλον αυτό το χαμό έφτασαν κι εδώ τα νέα για τη συνέντευξη του Γιάννη Σολδάτου στην Ελευθεροτυπία όπου ανακοίνωνε την «άτυπη» θέση του ως σύμβουλος του Τζαβάρα και τα σχέδιά τους για την διάλυση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Ανάμεσα σε πολλά, δήλωσε πως σχεδιάζουν καινούριο κινηματογραφικό νόμο («Ο νόμος Γερουλάνου είναι ανελαστικός για αλλαγές. Σας θυμίζω πως η Ελλάδα εν τω μεταξύ χρεοκόπησε. Αν, λοιπόν, το πόδι έχει γάγγραινα, το κόβεις»), σκοπεύουν να κλείσουν το ΕΚΚ («Αν αύριο το πρωί ανακοινωθεί ότι κλείνει το ΕΚΚ, είμαι σίγουρος πως οι Ελληνες κινηματογραφιστές θα πουν: «Καλά, ανοιχτό είναι ακόμα;»), ενώ αναμασά μη διασταυρωμένες κατηγορίες για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου («Θα μπορούσε να γίνει Βαλκανικό. Αυτό έπρεπε να είχε γίνει 25 χρόνια πριν. Αντέχουμε σήμερα να κουβαλάμε τον Ταϊβανέζο, τη μάνα του και τον παραγωγό του, να τους φιλοξενούμε στο «Ηλέκτρα Παλλάς» και να έχουμε και τον Κόπολα ή την Ντάναγουεϊ να τους κάνουν αέρα; Αυτά ανήκουν στις εποχές των παχιών αγελάδων»). Και μαζί μ’ αυτά επιστρέψαμε απότομα στην μουντάδα (διαφορετική από της ταινίας του Γκρέι, και πολύ πιο τρομαχτική) της ελληνικής κοινωνίας, όπου μόνο κουρασμένοι, ηλικιωμένοι άνθρωποι εκτός σύγχρονης πραγματικότητας καλούνται να την ορίσουν.

Keywords
Τυχαία Θέματα